Η Δημοκρατία ευθύνη και των εταιρειών

Δεν είναι θεμιτό οι επιχειρήσεις που γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν σε φιλελεύθερες δημοκρατίες, να τις προδίδουν για πρόσκαιρα κέρδη σε ανελεύθερα καθεστώτα, όπως η Κίνα.

Η Δημοκρατία ευθύνη και των εταιρειών
  • του David J. Teece*

Η εταιρική κοινωνική ευθύνη πρέπει να προστατεύει τη δημοκρατία και να ευνοεί τις ανοιχτές και δίκαιες κοινωνίες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Όπως έγραψε ο Σκοτσέζος στοχαστής και οικονομολόγος Adam Smith πριν από 250 και πλέον χρόνια, «η έλλειψη ηθικής ευημερίας θα φέρει την κοινωνία σε δύσκολη θέση, αλλά η επικράτηση της αδικίας θα την καταστρέψει εντελώς».

Οι εταιρείες, των οποίων η ευημερία εξαρτάται από φιλελεύθερους δημοκρατικούς θεσμούς, θα πρέπει να επανεκτιμήσουν τις στρατηγικές τους αποφάσεις και να ελέγξουν εάν, με οποιονδήποτε τρόπο, τους υπονομεύουν. Και δεν αναφέρομαι μόνο στη συμμόρφωσή τους προς τους κανονισμούς όπως η τήρηση των κυρώσεων ή των νόμων για το ξέπλυμα χρήματος, αλλά και την πρόβλεψη για μια συνετή διαχείριση με προοπτικές. Να φροντίσουν τη δημοκρατία, τις ανοιχτές κοινωνίες, τη δικαιοσύνη και το κράτος δικαίου.

Τα άλλα ζητήματα, εκτός πιθανώς εκείνων που σχετίζονται με το περιβάλλον, είναι μικρότερης σημασίας.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ανάπτυξη των πολυεθνικών επιχειρήσεων οδήγησε σε ευμάρεια. Σ’ αυτό έπαιξαν μεγάλο ρόλο οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές πολυεθνικές εταιρείες, που βοήθησαν στη διάδοση της τεχνολογίας και βελτίωσαν τις πρακτικές παγκοσμίως, κυρίως στις πρόσφατα εκβιομηχανισμένες χώρες της Ασίας. Η καθιέρωση ή η αποκατάσταση δημοκρατικών πολιτικών συστημάτων στη Γερμανία, την Ιαπωνία, την Ιταλία, τη Νότια Κορέα και την Ταϊβάν, σε συνδυασμό με τη διάθεση αυτών των εθνών να συμμετάσχουν σε ένα σύστημα ελεύθερου παγκόσμιου εμπορίου και προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας, οδήγησε σε ευημερία από την οποία οι μέτοχοι και διάφοροι άλλοι ωφελήθηκαν σημαντικά.

Η επιτυχία των πολυεθνικών, ιδίως εκείνων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της τεχνολογίας, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις φιλελεύθερες δημοκρατικές πρακτικές στις χώρες απ’ όπου ξεκίνησαν, συμπεριλαμβανομένης της δημόσιας χρηματοδότησης της έρευνας, της συνεργασίας με ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και της τήρησης του κράτους δικαίου. Ένα άρθρο από το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών των ΗΠΑ, για παράδειγμα, σημειώνει ότι το 1998 οι ιδρυτές της Google, Larry Page και Sergey Brin, «έλαβαν χρηματοδότηση που τους επέτρεψε να μετακινήσουν τα υπολογιστικά τους συστήματα από την πανεπιστημιούπολη του Stanford στο γκαράζ ενός φίλου και να την ενσωματώσουν στην Google Inc.». Μιλάμε για λίγα μόνο δολάρια, που τότε, όμως, πιθανότατα ήταν ένα σημαντικό ποσό.

Ωστόσο, όπως σημείωσε ο George Shultz, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, «δημιουργήσαμε μια ασφαλή παγκόσμια οικονομική κοινότητα, η οποία τώρα διαλύεται». Η επιχειρηματική δραστηριότητα στο εξωτερικό γίνεται δύσκολη εάν οι σχετικές ρυθμιστικές αρχές δεν αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο τις εγχώριες και τις ξένες εταιρείες και εάν δεν προληφθεί η παραβίαση τόσο του γράμματος όσο και του πνεύματος των εμπορικών συμφωνιών.

Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Κίνα είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές. Από τότε που ο πρόεδρος Xi Jinping ανέλαβε τον έλεγχο το 2012, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας έχει υιοθετήσει πολιτικές και έχει προχωρήσει σε ενέργειες που υπονομεύουν πολλές ξένες εταιρείες στις λεγόμενες «στρατηγικές» βιομηχανίες. Ένα παράδειγμα: όταν η DuPont αποχώρησε από την κοινοπραξία της με την εταιρεία Zhangjiagang Glory Chemical Industry Company το 2013, επειδή υπήρχαν υποψίες ότι ο πρώην Κινέζος συνεργάτης τους έκλεβε πνευματική ιδιοκτησία της DuPont, η εταιρεία υπέστη κυρώσεις για μονοπωλιακή δράση, λόγω της απροθυμίας της να παραχωρήσει την τεχνολογία της σε τοπική εταιρεία.

Ο Πρόεδρος Τραμπ και ο Πρόεδρος Χι Τζίνπινγκ της Κίνας λίγο πριν δώσουν τα χέρια έπειτα από κοινή τους δήλωση στη Μεγάλη Αίθουσα του Λαού στο Πεκίνο το 2017. Damir Sagolj/Reuters

Η Κίνα είναι αρκετά ισχυρή για να αποκτήσει την τεχνολογική ικανότητα που θα της επιτρέπει να ποδηγετεί και να εξαλείφει τους ανταγωνιστές της και να κάνει ό,τι είναι αναγκαίο για να κερδίσει εμπορικά, ακόμα και να υπονομεύσει τη δημοκρατία όταν αυτή της στέκεται εμπόδιο. Αυτό ισχύει κατά κύριο λόγο για τις βιομηχανίες του μέλλοντος -5G, τεχνητή νοημοσύνη, βιοτεχνολογία- καθώς και εκείνες του σήμερα, συμπεριλαμβανομένων των παραγωγών ημιαγωγών και φωτοβολταϊκών πάνελ.

Τα ζητήματα που τίθενται αφορούν αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «εξωτερικότητες» και κυμαίνονται από τη ρύπανση έως ιδιοποίηση πνευματικής ιδιοκτησίας. Τα πλεονάσματα και τα ελλείμματα από εμπορικές δραστηριότητες δεν έχουν σαφή αποτίμηση στην αγορά. Η προθυμία μιας εταιρείας να πουλήσει ή να μεταφέρει τεχνολογία θα ενισχυθεί αν εκτιμήσει ότι, αν δεν το κάνει, θα το κάνουν οι ανταγωνιστές της.

Για να αποφευχθούν περαιτέρω κυρώσεις, οι ξένες εταιρείες που επεκτείνονται στην Κίνα τείνουν να μη μιλούν για την άδικη ρυθμιστική μεταχείριση που αντιμετωπίζουν. Αυτό λειτουργεί προς όφελος της Κίνας, καθώς είναι δύσκολο για τις εταιρείες να αποτρέψουν την υπεξαίρεση ή την εξαγωγή της τεχνολογίας και των εμπορικών τους μυστικών μέσω ήπιου εξαναγκασμού όσο δεν θέτουν δημόσια ως πρόβλημα τις κανονιστικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν. Τα γρήγορα κέρδη είναι το «τυράκι» που χρησιμοποιεί η Κίνα για να πείσει τις ξένες εταιρείες να μεταφέρουν τις τεχνολογίες και τις δυνατότητές τους.

Αλλά δεν είναι μόνο το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας που ευθύνεται γι’ αυτό. Συχνά τα ανώτατα στελέχη ορισμένων αμερικανικών, βρετανικών ή ευρωπαϊκών εταιρειών υιοθετούν μια κοντόφθαλμη οπτική επιτρέποντας τη μεταφορά (με παραχώρηση, πώληση ή υπεξαίρεση) τεχνολογίας. Οι εταιρικοί ηγέτες συχνά περιορίζουν τη χρηματοδότηση για έρευνα και ανάπτυξη όταν το απαιτούν διάφορες ομάδες μετόχων. Αυτές οι εταιρείες, επίσης, δαπανούν τεράστια ποσά για επαναγορά ιδίων μετοχών και δυσκολεύονται να αποφασίσουν μελλοντικές επενδύσεις.

Τέτοιες χρηματοοικονομικές αποφάσεις επιδεινώνουν την ποιότητα ηγεσίας και διαχείρισης, ενώ παράλληλα υπονομεύουν την κοινωνική και πολιτική ευθύνη. Αυτή η συμπεριφορά πρέπει να αντιμετωπιστεί όχι μόνο από τις κυβερνήσεις, αλλά και από ίδιες τις εταιρείες. Τα διοικητικά συμβούλια των εταιρειών και τα εκτελεστικά στελέχη πρέπει να μιλούν και να ενεργούν με υψηλότερους στόχους, ακόμα κι αν κινδυνεύουν από βραχυπρόθεσμα κόστη και έμμεσες κυρώσεις από τις κινεζικές αρχές. Πολλά ζητήματα είναι υπαρξιακά, καθώς δεν επηρεάζουν μόνο τη διακρατική επιχειρηματικότητα, αλλά και την ίδια τη δημοκρατία.

Οι αδύναμες οικονομίες και οι απώλειες θέσεων εργασίας που προκύπτουν από την απώλεια της τεχνολογικής πρωτοπορίας, έχουν σοβαρές πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Η μειωμένη οικονομική ισχύς των εταιρειών εντός των φιλελεύθερων δημοκρατιών έχει επιπτώσεις που εκτείνονται από την εθνική και διεθνή ασφάλεια μέχρι την επιβίωση των ίδιων των παγκόσμιων οικονομιών. Αλλά είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι δεν είναι εχθρός ο λαός της Κίνας. Είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας που έγινε εχθρός της δημοκρατίας κάνοντας τη χώρα στρατηγικό αντίπαλο των ΗΠΑ, της Ευρώπης και της Ιαπωνίας.

Ωστόσο, οι πολυεθνικές εταιρείες δεν μπορούν -και δεν πρέπει- να αποσυνδεθούν εντελώς από οικονομίες όπως η Κίνα. Υπάρχουν απλά πάρα πολλά να κερδηθούν και από τις δύο πλευρές. Οι πολυεθνικές θα πρέπει να συνεχίσουν να διαπραγματεύονται με την Κίνα σε πολλούς τομείς, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων προϊόντων υψηλής τεχνολογίας. Ωστόσο, πρέπει να το κάνουν με τα μάτια τους ορθάνοιχτα. Μονομερείς ενέργειες για να απαγορευθεί η πρόσβαση της Κίνας σε προϊόντα και τεχνολογία αιχμής, μακροπρόθεσμα θα αποτύχουν – γι’ αυτό και η ανάγκη για διεθνή συνεργασία στην έρευνα και την ανάπτυξη της τεχνολογίας.

Μόνο εάν η Ευρώπη, οι ΗΠΑ και η περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού ενεργήσουν ενωμένες θα μπορέσει να επιβιώσει η δημοκρατία. Η σταθερή εμπορική συμπόρευση θα είναι επωφελής για όλους, τουλάχιστον ως προσωρινή συνθήκη, έως ότου μπορέσουν να αξιολογηθούν ευρύτερα στρατηγικά ζητήματα.

Επίσης, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες πρέπει να δεσμευθούν (ακόμα περισσότερο) ότι θα παρέχουν επαρκείς οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους στην επιστήμη, την τεχνολογία και την καινοτομία εάν θέλουν να διατηρήσουν το πλεονέκτημα που τους παρέχει η ηγετική τους θέση στον τομέα της τεχνολογίας. Κι αυτό αποτελεί έναν κρίσιμο παράγοντα δημοκρατίας και ελευθερίας. Καθώς επενδύουν σε νέες τεχνολογίες, πρέπει να εστιάζουν την προσοχή τους όχι μόνο στο δικό τους κέρδος, αλλά και στο κέρδος όσων συμμετέχουν σε αυτή.

Ο Adam Smith, ο πρώτος διδάξας και υποστηρικτής ενός ανοιχτού παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, πίστευε ότι οι άνθρωποι και οι επιχειρήσεις πρέπει να έχουν μια ξεκάθαρη ηθική πυξίδα και να ενεργούν σαν να υπάρχει συνεχώς ένας «αμερόληπτος θεατής» που τους παρακολουθεί. Τον ρόλο του Smith στη σημερινή εποχή μπορεί να τον παίξει ένας καλά ενημερωμένος πολίτης της επόμενης γενιάς, που γνωρίζει καλά το ότι κινδυνεύει η ελευθερία και η ευημερία του.

Πολλοί εταιρικοί κώδικες συμπεριφοράς αναγνωρίζουν ήδη αυτή την ανάγκη για ύπαρξη ηθικής πυξίδας. Για παράδειγμα, οι ιδρυτές της Google, σε μια επιστολή του 2004 που συμπεριλήφθηκε στο ενημερωτικό δελτίο της δημόσιας προσφοράς τους, προώθησαν το μήνυμα «don’t be evil» («μην είσαι κακός)» ως κατευθυντήρια αρχή της εταιρείας. Το 2015, το μήνυμά τους άλλαξε σε «do the right thing» («κάνε το σωστό)» και καθιερώθηκε ως το εταιρικό σύνθημα της Google και της νέας μητρικής της εταιρείας, της Alphabet. Ωστόσο, ο Peter Thiel, συνιδρυτής του PayPal, επέκρινε πρόσφατα αυτό το motto θεωρώντας το αφελές, καθώς η Google διεξάγει έρευνες για την τεχνητή νοημοσύνη σε συνεργασία με την Κίνα, ενώ ταυτόχρονα αρνείται να συνεργαστεί με το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ.

Τα ανώτατα στελέχη και τα διοικητικά συμβούλια των επιχειρήσεων που λαμβάνουν σοβαρά την εταιρική κοινωνική ευθύνη, θα πρέπει να αναγνωρίσουν το καθήκον τους να προστατεύουν και να ενισχύουν την υγεία των ανοιχτών κοινωνιών στις οποίες αναπτύσσονται, τις δημοκρατικές διαδικασίες και το κράτος δικαίου από το οποίο εξαρτώνται.

*Ο David J. Teece είναι Καθηγητής παγκόσμιας επιχειρηματικότητας στο Πανεπιστήμιο της California, Berkeley, διευθυντής της πρωτοβουλίας Tusher Haas School for the Management of Intellectual Capital και συνιδρυτής του Berkeley Research Group

© 2020 The New York Times Company and David J. Teece

v