O κόσμος τους τελευταίους μήνες βρίσκεται σε μια μοναδική για δεκαετίες κατάσταση, που μόνο περίοδοι πολέμου έχουν ξαναδημιουργήσει. Η πανδημία της Covid-19 έχει φέρει πολλές προκλήσεις στην κοινωνία μας και τις υποδομές της, από το σύστημα υγείας μέχρι την κοινωνική συνοχή, την εύρυθμη λειτουργία των κρατικών μηχανισμών, αλλά και τη σχέση πολιτικής-επιστήμης.
Προκλήσεις σαν αυτές, όμως, δίνουν και μεγάλες ευκαιρίες για αναδιοργάνωση τομέων και σχέσεων. Ο επιστημονικός κόσμος, ειδικά των επιστημών υγείας, που πάντα θεωρούνταν απομονωμένος και κατά ένα ποσοστό ασύνδετος με τα κοινωνικά προβλήματα, ξαφνικά βρέθηκε στο προσκήνιο και έπαιξε και παίζει κεντρικό ρόλο όχι μόνο στην ενημέρωση των πολιτών, αλλά και στις αποφάσεις που επηρεάζουν από την υγεία και την οικονομία μέχρι και τις κοινωνικές δομές. Είναι η πρώτη φορά που στεγνοί αριθμοί και μη ελκυστικά μαθηματικά μοντέλα αποτελούν καθημερινά θέματα συζήτησης και όροι όπως το Rt και η θετικότητα έχουν μπει σε κάθε σπίτι και βρίσκονται στα πρωτοσέλιδα εφημερίδων.
Αυτή η μεγάλη υγειονομική κρίση χώρισε τα κράτη σε τρεις κατηγορίες όσον αφορά τη δύναμη της επιστήμης και της έρευνας στην αντιμετώπιση του ιού:
• Η πρώτη κατηγορία είναι κράτη με παραδοσιακά δυνατή έρευνα και ερευνητικές δομές, όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία, που όχι μόνο είχαν και έχουν τις δομές για να αντιμετωπίσουν τις εσωτερικές ανάγκες της χώρας, αλλά αποτελούν και τη βάση παγκόσμιων λύσεων, όπως η παραγωγή γνώσης για τον ιό, η ανάπτυξη εμβολίων, αλλά και φαρμακευτικών λύσεων.
• Η δεύτερη κατηγορία είναι χώρες με καλό επίπεδο επιστήμης, που καλύπτει τις ανάγκες της χώρας, όπως για παράδειγμα η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία, όσον αφορά την ανάλυση επιδημιολογικών χαρακτηριστικών και οργάνωση συστήματος υγείας, αλλά παίζουν από μικρό έως μηδενικό ρόλο στα παγκόσμια επιστημονικά δρώμενα.
• Και φυσικά υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία χωρών, που μαστίζονται από την πανδημία έχοντας ελλείψεις ακόμα και στην εσωτερική οργάνωση.
Εικόνα από Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) για ασθενείς προσβεβλημένους από Covid 19, στο Γενικό Νοσοκομείο Νοσημάτων Θώρακος Αθηνών «Σωτηρία». Η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει άμεσα όχι μόνο για την αύξηση απλών κλινών ή κλινών ΜΕΘ ή για την πρόσληψη γιατρών, αλλά και για τη σύνδεση του ιατρικού έργου με την έρευνα και την παραγωγή γνώσης. Shutterstock / Alexandros Michailidis
Επομένως η πανδημία αυτή είναι ένας καθρέφτης που αντανακλά με τον πιο αποκαλυπτικό και, κάποιες φορές, με αμήχανο τρόπο την επένδυση, την υποστήριξη και την αξία που έχει δώσει κάθε χώρα και κοινωνία στην ανάπτυξη των επιστημών και τη θέση που έχει η επιστήμη στις αποφάσεις και τις εξελίξεις. Αυτή η αποκάλυψη μπορεί να οδηγήσει είτε σε συγκάλυψη, ώστε να φύγει η αμηχανία, είτε σε ανασύνταξη προς το καλύτερο.
Η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε μια από τις μεγαλύτερες ευκαιρίες που είχε ποτέ να ανασυντάξει τον επιστημονικό και ερευνητικό χώρο και να προσφέρει όχι μόνο δικλείδα ασφαλείας για μέλλουσες υγειονομικές κρίσεις, αλλά και ευκαιρίες για καινοτομία και οικονομική ανάπτυξη.
Τρεις είναι οι τομείς που χρειάζονται άμεση επένδυση:
1. Δυνατή και μακροχρόνια σταθερή χρηματοδότηση σε ερευνητικές υποδομές και ανθρώπους, ώστε να έχουμε παραγωγή γνώσης και δημιουργία υποδομών που όχι μόνο θα υποστηρίξουν μελλοντικές κρίσεις, αλλά και θα ανοίξουν πολλές πόρτες για δημιουργική απασχόληση των νέων, ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και προστιθέμενη αξία από ερευνητικά έργα.
2. Συγκροτημένη υποστήριξη στο σύστημα υγείας όχι μόνο για την αύξηση απλών κλινών ή κλινών ΜΕΘ ή πρόσληψη γιατρών, αλλά και για τη σύνδεση του ιατρικού έργου με την έρευνα και την παραγωγή γνώσης, ώστε να εξασφαλιστεί η γρήγορη βελτίωση των μεθόδων θεραπείας, αλλά και η συνεχής εκπαίδευση γιατρών και νοσηλευτών σε νέες μεθόδους, τεχνολογίες και θεραπείες.
3. Μια επιθετική πολιτική οργάνωσης δεδομένων, ειδικά κλινικών δεδομένων, και διαθεσιμότητάς τους στην ερευνητική κοινότητα, ώστε να αποτελούν όχι μόνο τη βάση για γρήγορες αποφάσεις σε υγειονομικές κρίσεις και γενικότερα στην πολιτική υγείας, αλλά και το υλικό για ερευνητικά προγράμματα και περαιτέρω κατανόηση της ανθρώπινης βιολογίας και των ασθενειών.
Η Ελλάδα έχει τη δυναμική να ανεβεί από τη δεύτερη κατηγορία των χωρών με εσωστρεφή σχέση με την πανδημία, στην πρώτη κατηγορία των χωρών με παγκόσμια επιρροή. Αυτό το εγγυάται το ανθρώπινο δυναμικό και η εξαιρετική παράδοση στην επιστημονική μέθοδο.
Αυτά, όμως, πρέπει πάντα να συνοδεύονται από οικονομικές και πολιτικές επενδύσεις. Και -γιατί όχι;- μπορεί η Ελλάδα να γίνει και η πρώτη χώρα που θα εφαρμόσει αυτό που τόσο ανάγκη έχει ο κόσμος, την εφαρμογή πολιτικής με βάση την επιστήμη ή, αλλιώς, science-based policy.
* Ο κ. Μανώλης Δερμιτζάκης είναι Διευθυντής του Κέντρου του Γονιδιώματος Health 2030, Διευθυντής του Ινστιτούτου Γενετικής και Γονιδιωματικής στη Γενεύη (iGE3) και Καθηγητής Γενετικής στο Τμήμα Ιατρικής Γενετικής και Ανάπτυξης της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Γενεύης. Πρώην πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας στην Ελλάδα, βραβευμένος από το Ίδρυμα Μποδοσάκη, μεταξύ άλλων.