Η πανδημία της Covid-19 έχει προκαλέσει παγκόσμια ύφεση, πολύ σοβαρά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, μεγάλη αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους και σοβαρά διλήμματα νομισματικής πολιτικής. Έχει, όμως, και τη θετική πλευρά της: έχει δημιουργήσει συνθήκες κοινής οικονομικής και νομισματικής δράσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που, εάν συνεχιστεί, θα αποτελέσει σημαντικό βήμα προόδου για μια πραγματική οικονομική, και όχι μόνο νομισματική ένωση.
Θα ήθελα να επισημάνω μια άλλη, πιο μακροπρόθεσμη και διαρθρωτική διάσταση, που αφορά τη σύνδεση της πανδημίας με την κλιματική κρίση. Τα αυστηρά μέτρα περιορισμού της οικονομικής και κοινωνικής ζωής (lockdown) εκτιμάται ότι θα οδηγήσουν σε μείωση των παγκόσμιων εκπομπών CO2 κατά 4%-7% για το 2020.
Ωστόσο, για να επιτύχουμε μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και συγκράτηση της ανόδου της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη στο στόχο του +1,5°C, χρειάζεται τουλάχιστον μια αντίστοιχη μείωση κάθε χρόνο, έως το 2030. Τόσο δραστικά είναι τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν -και η πανδημία τονίζει τις διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται για μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία.
Ωστόσο, κάθε κρίση αποτελεί συνάμα και μια ευκαιρία. Έτσι, η κρίση της Covid-19 είναι ευκαιρία για πράσινη ανάκαμψη μέσω και του Next Generation EU, μέρος του οποίου προορίζεται για πράσινες επενδύσεις, διευκολύνοντας τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία, την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και τη δημιουργία ανθεκτικών υποδομών.
Την αμέσως επόμενη χρονική περίοδο, εκτιμάται ότι όλες οι χώρες θα επενδύσουν πάνω από 20 τρισ. δολάρια για να ανακάμψουν από τις επιπτώσεις της Covid-19. Αυτές οι επενδυτικές αποφάσεις θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό το μέλλον των κοινωνιών μας και την ικανότητα να ανταποκριθούμε στις περιβαλλοντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει ήδη ο κόσμος σήμερα. Η πράσινη ανάκαμψη είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί.
Η άσκηση πολιτικής για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης εναπόκειται κυρίως στις κυβερνήσεις ή σε υπερεθνικούς θεσμούς και οργανισμούς (π.χ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή), με τη χρήση εργαλείων πολιτικής όπως οι επενδύσεις, οι φόροι στον άνθρακα και οι επιδοτήσεις των καθαρών μορφών ενέργειας. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να μείνουν αδρανείς στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.
Στο πλαίσιο αυτό, πολλές κεντρικές τράπεζες έχουν ήδη αναλάβει δράση. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), μέσω της αναθεώρησης της στρατηγικής της, διερευνά ήδη τρόπους για να λάβει υπόψη τον κλιματικό κίνδυνο.
Οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να συμβάλουν σ’ αυτό με τέσσερις βασικούς τρόπους:
1. Μέσω του καθορισμού κανόνων και προτύπων και μέσω της έρευνας που διεξάγουν σχετικά με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και τη νομισματική πολιτική.
2. Ακολουθώντας οι ίδιες μια περιβαλλοντικά συνειδητοποιημένη και υπεύθυνη επενδυτική πολιτική, π.χ. κατά τη διαχείριση των δικών τους κεφαλαίων και διαθεσίμων.
3. Συνεκτιμώντας τις παραμέτρους της κλιματικής αλλαγής (π.χ. τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στο επίπεδο τιμών, στη χρηματοοικονομική σταθερότητα και στον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης) κατά τον σχεδιασμό των πράξεων νομισματικής πολιτικής.
4. Κατά την άσκηση της εποπτείας που ασκούν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Το Ευρωσύστημα ήδη αγοράζει επιλέξιμα πράσινα ομόλογα στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς τίτλων του επιχειρηματικού τομέα και του έκτακτου προγράμματος αγοράς λόγω πανδημίας (PEPP). Ωστόσο, γεννάται το ερώτημα εάν το Ευρωσύστημα πρέπει να εντείνει τις ενέργειές του για να κάνει πιο πράσινες τις αγορές περιουσιακών στοιχείων του ή να προσαρμόσει τους όρους των πράξεων αναχρηματοδότησής του, συμπεριλαμβανομένου του πλαισίου εξασφαλίσεων (collaterals), ώστε να λαμβάνονται υπόψη και οι κίνδυνοι που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή.
Υπάρχουν δύο αντικρουόμενα επιχειρήματα σ’ αυτό το ερώτημα:
• Από τη μία, το επιχείρημα της ουδετερότητας ως προς τις αγορές, δηλαδή ότι οι κεντρικές τράπεζες θα υπερέβαιναν την εντολή τους εάν έκαναν διακρίσεις μεταξύ των επενδυτών με βάση εκτιμήσεις που εμπίπτουν στη σφαίρα της δημοσιονομικής πολιτικής.
• Από την άλλη, το επιχείρημα ότι οι κεντρικές τράπεζες οφείλουν να ανταποκρίνονται σε αποτυχίες (failures) των αγορών και να αντιμετωπίζουν τους κινδύνους που θέτει η κλιματική αλλαγή για τη σταθερότητα των τιμών κατά τον σχεδιασμό των εργαλείων πολιτικής τους. Είναι σαφές ότι, δεδομένων των μεγάλων κινδύνων που ενέχει η κλιματική αλλαγή για τη σταθερότητα των τιμών, τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και την οικονομική ανάπτυξη, οι κεντρικές τράπεζες πρέπει, στο πλαίσιο της παραδοσιακής τους εντολής, να εντείνουν τις προσπάθειές τους για να στηρίξουν τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία και ένα ανθεκτικό μέλλον.
Άποψη αιολικού πάρκου. Οι κεντρικές τράπεζες καλούνται να συμβάλουν στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης διαμορφώνοντας επενδυτικό περιβάλλον που να δίνει ώθηση στον «πράσινο» μετασχηματισμό της οικονομίας. Shuttertock / Ph.wittaya
Από τη σκοπιά της οικονομικής ανάλυσης, η κλιματική αλλαγή είναι μια αρνητική εξωτερικότητα και αποτελεί τη μεγαλύτερη αποτυχία της αγοράς όλων των εποχών. Είναι μια «τραγωδία των κοινών», αλλά και, όπως ανέφερε ο πρώην ομόλογός μου στην Τράπεζα της Αγγλίας Mark Carney, μια «τραγωδία του χρονικού ορίζοντα», καθώς οι επιπτώσεις της εκδηλώνονται σε μια περίοδο που υπερβαίνει τον συνήθη ορίζοντα των αποφάσεων των επενδυτών, των τραπεζών και των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής. Για να μελετήσουμε τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής, πρέπει να συνδυάσουμε εργαλεία βραχυπρόθεσμης διαχείρισης κινδύνων με μηχανισμούς που θα μας επιτρέψουν να διαχειριστούμε και να κατανοήσουμε καλύτερα τους κινδύνους που πηγάζουν από πιο διαρθρωτικές και μακροπρόθεσμες αλλαγές στις οικονομίες μας.
Σε αυτό το πλαίσιο, καθώς οι αγορές δεν τιμολογούν ικανοποιητικά τον κλιματικό κίνδυνο, ο ρόλος των αρχών χρηματοπιστωτικής εποπτείας είναι να καταδείξουν τη σημασία των κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα.
Έτσι, εξετάζουν ήδη έναν πιο ενεργό ρόλο στη συζήτηση και τη συνεργασία με τις εμπορικές τράπεζες και τα εν γένει εποπτευόμενα ιδρύματα για την προετοιμασία και τη διαχείριση των κλιματικών κινδύνων, παρόλο που, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο κύριος ρόλος στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ανήκει στις κυβερνήσεις.
Οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να συνδράμουν εξετάζοντας τον τρόπο με τον οποίο τόσο οι φυσικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής όσο και οι επιπτώσεις της πράσινης μετάβασης μπορούν να συμπεριληφθούν στις μακροοικονομικές προβλέψεις και στην παρακολούθηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Επίσης, οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να βοηθήσουν με το να ενσωματώσουν στην προληπτική εποπτεία τους κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα, συνεργαζόμενες με τις επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος για να διασφαλίσουν ότι οι κλιματικοί κίνδυνοι είναι πλήρως κατανοητοί και ενσωματώνονται στη διαχείριση κινδύνων και τις επενδύσεις. Και, φυσικά, οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να βοηθήσουν συνυπολογίζοντας παράγοντες βιωσιμότητας στη διαχείριση των δικών τους χαρτοφυλακίων.
Συμπερασματικά, ο κοινός στόχος είναι η ενίσχυση της παγκόσμιας προσπάθειας που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας των Παρισίων και η ενίσχυση του ρόλου του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη διαχείριση κινδύνων και στην κινητοποίηση κεφαλαίων για μια περιβαλλοντικά βιώσιμη ανάπτυξη. Και προς την επίτευξη αυτού του σημαντικότατου για την επιβίωση της ανθρωπότητας στόχου, οι κεντρικές τράπεζες δεν πρέπει να μένουν ουδέτερες, αλλά να κινητοποιήσουν όλα τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους, όπως περιγράφηκαν προηγουμένως.
*Ο Γιάννης Στουρνάρας είναι Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος. Πρώην Υπουργός Οικονομικών (2012-2014).