Βαθιά επιθυμία μου ήταν και είναι η ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Κατά διαστήματα κάτι τέτοιο δείχνει να είναι εφικτό. Σε άλλες περιόδους, όπως η σημερινή, δημιουργείται η εικόνα μιας Τουρκίας που κάθε άλλο παρά αποζητά την ειρήνη και τη συνεργασία.
Η σχέση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία έχει γίνει ασύμμετρη. Η σχετική ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στις δύο χώρες στην περίοδο της κρίσης έχει διαταραχθεί. Η Τουρκία διαθέτει οκτώ φορές μεγαλύτερο πληθυσμό, τουλάχιστον πέντε φορές μεγαλύτερο ΑΕΠ και πολύ ισχυρότερη πολεμική μηχανή. Έχει και περισσότερη διάθεση για εντάσεις και «περιπέτειες», καθότι λειτουργεί στην ευρύτερη περιοχή ως ο βασικός αποσταθεροποιητικός παράγοντας. Διεξάγει ή συμμετέχει ευθέως σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Λιβύη, τη Συρία, το Ιράκ, στο Αρτσάχ, ενώ ασκεί παράνομη στρατιωτική κατοχή στη βόρεια Κύπρο και δημιουργεί συχνότατα προϋποθέσεις για θερμά επεισόδια σε βάρος της Ελλάδας, τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η σχέση ασυμμετρίας επιδιώκεται από την Ελλάδα να καλυφθεί με «πλάτες της Ε.Ε.», κάτι που σειρά δυνάμεων, όπως ιδιαίτερα η Γερμανία, η Ισπανία και η Ολλανδία, δεν το επιτρέπουν, ενώ άλλες, για τους δικούς τους λόγους, όπως η Γαλλία, το επιθυμούν και το επιδιώκουν πρακτικά. Η εξισορρόπηση προέρχεται, κύρια, από τις συνεργασίες στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Συνεργασίες που δεν στρέφονται ενάντια σε τρίτους, αλλά επιδιώκουν την ειρήνη και την ανάπτυξη των σχέσεων στην περιοχή.
Ονομάζω «νατοϊκό παράδοξο» το γεγονός ότι η σχέση Τουρκίας και Ελλάδας δεν εξελίσσεται ως μια σχέση εταίρων και πολύ λιγότερο ως σχέση συμμάχων. Η Τουρκία διεξάγει στρατιωτικές επιχειρήσεις σε πολλά μέτωπα. Σε ορισμένα από αυτά, όπως εκείνο στη Συρία, συνεργάζεται περισσότερο με τους αντίπαλους του ΝΑΤΟ, όπως είναι η Ρωσία και το Ιράν, παρά με τους εταίρους της στο ΝΑΤΟ. Η δε Ελλάδα αισθάνεται να απειλείται από την Τουρκία πολλαπλά περισσότερο απ’ ό,τι από οποιονδήποτε άλλο. Το ΝΑΤΟ, ως «κοινότητα ασφάλειας», δεν είναι σε θέση να διασφαλίσει τα ελληνικά συμφέροντα έναντι του αντίπαλου της χώρας, καθότι αυτός είναι μέλος του.
Μετανάστες σε επεισόδια κατά ελληνικών αστυνομικών δυνάμεων στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Τον Φεβρουάριο του 2020 χιλιάδες μετανάστες επιχείρησαν να περάσουν βίαια στην Ελλάδα με σαφή ώθηση και παρότρυνση από την τουρκική πλευρά. Η εργαλειοποίηση του προσφυγικού είναι ένα νέο δείγμα της αυξανόμενης επιθετικότητας της Τουρκίας προς την Ελλάδα. Shutterstock / IV.andromeda
Η Τουρκία, που έχει διαταράξει σε ένα βαθμό τις σχέσεις της με τη Δύση, χρησιμοποιεί μια διττή μέθοδο για να προωθήσει τους στόχους της:
1. Κινείται επιθετικά απέναντι σε χώρες της περιοχής όταν ικανοποιούνται τρεις προϋποθέσεις: Α. Να υπάρχει κενό παρουσίας των μεγάλων δυνάμεων, ιδιαίτερα όταν είναι απασχολημένες με άλλα προβλήματα. Β. Να μπορεί να επικαλεστεί νομιμοφανώς το διεθνές δίκαιο, συνήθως για να το παραβιάσει συστηματικά. Γ. Να έχει καλούς συσχετισμούς έναντι της τρίτης χώρας, όπως είναι η Ελλάδα, και να εκτιμά ότι έχει πολλά περιθώρια να πάρει τα κέρδη στα οποία προσβλέπει. Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται αν απέναντί της έχει μια κυβέρνηση αδύναμη και φοβική όπως είναι η σημερινή ελληνική, από την οποία μπορεί να αποκομίσει, χωρίς μάχη, αυτά που επιθυμεί.
2. Η Τουρκία έχει συστηματοποιήσει τον τρόπο παραβίασης του διεθνούς δικαίου και προώθησης των παράνομων επιδιώξεών της. Για την επίτευξή τους αρχικά «προειδοποιεί» ότι η εφαρμογή από την Ελλάδα του διεθνούς δικαίου και των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτό αποτελεί αιτία πολέμου. Κατόπιν γκριζάρει και αμφισβητεί αυτά τα ελληνικά δικαιώματα. Στη συνέχεια αμφισβητεί την ίδια την ελληνική ιδιοκτησία στην περιοχή, κατά κανόνα ως προς νησιά, ακόμα και κατοικημένα, και τις θαλάσσιες ζώνες. Πιο ύστερα, αμφισβητεί την ελληνικότητά τους κάνοντας λόγο για «ανοικτά θέματα» και ότι αυτά δικαιούται να τα διεκδικήσει. Στην «τελική φάση» εμφανίζει αυτά τα νησιά και τις θαλάσσιες ζώνες δικά της. Η διάρκεια αυτής της μετακίνησης ήταν αρχικά περίπου σε τρεις δεκαετίες, κατόπιν λίγα χρόνια και, με την παρούσα ελληνική κυβέρνηση, λίγοι μήνες.
Τα ίδια κάνει η Τουρκία και ως προς άλλα ζητήματα. Έτσι, επί παραδείγματι, ζητά αποστρατιωτικοποίηση νήσων του Βόρειου Αιγαίου αν και με δικό της αίτημα έγινε άρση της απαγόρευσης (συμφωνήθηκε στο Μοντρέ το 1936). Τα ίδια διεκδικεί και ως προς τα Δωδεκάνησα, αν και δεν είναι καν μέρος της Συνθήκης των Παρισίων (1947). Το πιο εξωφρενικό, «απαιτεί» να απομακρυνθεί ο ελληνικός στρατός από τα ελληνικά νησιά, ενώ εκείνη κατέχει παράνομα εδάφη με τον στρατό της στην Κύπρο, το Ιράκ και τη Συρία.
Για να αντιμετωπιστεί αυτό το κύμα προκλήσεων, παρανομιών και εκφοβισμών από την Τουρκία, χρειάζεται να υπάρξουν άμεσα μέτρα όπως:
• Φροντίδα ώστε η Τουρκία να κατανοήσει το πολύπλευρο και πολύμορφο κόστος που θα έχει αν συνεχίσει να πράττει πολιτική με τον τρόπο που την πράττει.
• Ενημέρωση της κοινής γνώμης των κρατών-μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, για τις παραβιάσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα σε αυτή τη χώρα και του διεθνούς δικαίου εκ μέρους της.
• Συνεργασία των δυνάμεων της Ευρωβουλής, που με συντριπτική πλειοψηφία πρότειναν μέτρα σε βάρος της Τουρκίας ώστε να τεθούν φραγμοί στην προκλητική συμπεριφορά της. Στήριξη των δημοκρατικών δυνάμεων στο εσωτερικό της Τουρκίας. Ανάπτυξη των σχέσεων με την τουρκική κοινωνία και ενίσχυση των πολιτισμικών, οικονομικών και άλλης μορφής συνεργασιών μαζί της.
• Εμπάργκο στους εξοπλισμούς της και ανάδειξη των παράνομων στρατιωτικών της δράσεων. Κυρώσεις στις ευρωπαϊκές εταιρείες που συμμετέχουν στην παροχή know how και τη χρηματοδότηση παράνομων ενεργειών της Τουρκίας.
• Απόσυρση όλων των τουρκικών πλοίων που πλέουν σε περιοχές όπου η παρουσία τους αποτελεί πρόκληση για την Ελλάδα και το Διεθνές Δίκαιο. Τερματισμό της παράνομης κατοχής της Κύπρου και λύσης του Κυπριακού στη βάση των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, με οδηγό το διεθνές δίκαιο και τη μετατροπή της Κύπρου σε ένα «φυσιολογικό» κράτος.
• Ανάπτυξη της επικοινωνίας ανάμεσα σε Αθήνα και Άγκυρα. Δέσμευση της Τουρκίας σε ουσιαστικές διερευνητικές συζητήσεις ως προς την ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα.
• Προώθηση συμφώνου μη επίθεσης και μη χρήσης βίας στις σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, έστω κι αν κάτι τέτοιο θα έπρεπε να είναι αυτονόητο για τις δύο χώρες, αλλά δεν δείχνει να είναι.
• Αφού ικανοποιηθούν τα πιο πάνω μέτρα προώθησης της ειρηνικής συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και σε όλη την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, υπογραφή και ενός συμφώνου φιλίας ανάμεσα σε Κύπρο, Ελλάδα και Τουρκία.
*Ο κ. Νίκος Κοτζιάς είναι Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής Θεωρίας των Διεθνών Σχέσεων και Εξωτερικής Πολιτικής. Πρώην Υπουργός Εξωτερικών (2015-2018). Πρόεδρος της Κίνησης «Πράττω».