Oι κρίσεις μάς αφυπνίζουν για τις σκληρές αλήθειες. Όπως οι πυρκαγιές που κατέκαψαν τη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ τον Σεπτέμβριο του 2020 έστρεψαν βίαια την προσοχή μας στις πραγματικότητες της κλιματικής αλλαγής, έτσι και η οικονομική ύφεση και η υγειονομική καταστροφή που προκάλεσε η Covid-19 μάς αναγκάζουν να αναλογιστούμε τα μακροχρόνια προβλήματα του καπιταλισμού.
Προτού καν η πανδημία οδηγήσει εκατομμύρια ανθρώπους στην ανεργία, οι εργαζόμενοι αντιμετώπιζαν την εργασιακή ανασφάλεια που προκαλούσε η άνοδος της gig economy και η επιδείνωση της διαπραγματευτικής τους δύναμης. Οι δεκαετίες περικοπών στους κρατικούς προϋπολογισμούς διάβρωσαν τις δημόσιες υπηρεσίες.
Σε πολλές μεγάλες επιχειρήσεις η πρακτική της ανταμοιβής των μετόχων μέσω προγραμμάτων επαναγοράς μετοχών -αντί της επένδυσης σε έρευνα και ανάπτυξη και σε μισθούς και εργασιακή κατάρτιση- κατέπνιξε τη μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη. Η εποχή της απορρύθμισης επέτρεψε στις επιχειρήσεις να επιδιώξουν βραχυπρόθεσμες αποδόσεις, οδηγώντας σε καταστροφές όπως η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν. Οι κυβερνήσεις μπορούν να εκμεταλλευθούν την κρίση της Covid-19 για να αντιμετωπίσουν τα ελαττώματα στα συστήματα και στις δομές τους. Ο αγώνας δρόμου να βρεθεί εμβόλιο είναι ένα καλό σημείο εκκίνησης.
Ο μόνος τρόπος για να τελειώσει η πανδημία είναι να αναπτυχθεί ένα εμβόλιο κατά της Covid-19 και να διατεθεί δωρεάν σε κάθε άνθρωπο στον κόσμο. Για να επιτευχθεί αυτό, ο δημόσιος τομέας χρειάζεται να διαμορφώσει τη διαδικασία φαρμακευτικής καινοτομίας: να καθοδηγήσει την καινοτομία, να καταλήξει σε εύλογες τιμές, να διατηρήσει τις προμήθειες, να διασφαλίσει πως οι πατέντες και ο ανταγωνισμός λειτουργούν αποτελεσματικά και να χρησιμοποιήσει τη συλλογική ευφυΐα για μια θετική επίδραση στη δημόσια υγεία. Αυτή είναι η πρόθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, που απευθύνει έκκληση για δημιουργία μιας «δεξαμενής πατεντών».
Ωστόσο, οι περισσότερες χώρες δεν έχουν επενδύσει σ’ αυτόν τον στόχο, ούτε επενδύουν στα παγκόσμια συστήματα υγείας, για να περάσουν το επόμενο κύμα του ιού. Ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη έρευνες για περισσότερα από 300 εμβόλια, τα κράτη που ηγούνται των εγχειρημάτων αυτών ανταγωνίζονται, αντί να συνεργάζονται. Οι πλουσιότερες χώρες έχουν επικεντρωθεί στο να περάσουν τις ρυθμιστικές γραμμές τερματισμού και όχι στην ανάπτυξη μέτρων για να γίνει ισομερώς διαθέσιμο ένα εμβόλιο ή στο να κατευθύνουν το ευρύτερο σύστημα καινοτομίας της υγείας ώστε να επικεντρωθεί στη δημόσια υγεία.
Επίσης, ορισμένες χώρες δεν καταφέρνουν να διευθετήσουν τα ζητήματα που αφορούν στην πρόσβαση των δικών τους πολιτών. Οι ΗΠΑ δεν έχουν δικλείδες ασφαλείας για να εγγυηθούν πως θα μπορέσουν όλοι οι Αμερικάνοι να αντέξουν οικονομικά μια θεραπεία της Covid-19 και τα εμβόλια, παρότι η έρευνα και η ανάπτυξη των φαρμάκων αυτών χρηματοδοτείται σταθερά με χρήματα των φορολογούμενων. Τον Ιούνιο του 2020, η φαρμακευτική εταιρεία Gilead Sciences ανακοίνωσε πως θα χρεώσει τους ασθενείς με ιδιωτική ασφάλιση 3.120 δολάρια ανά θεραπεία για το remdesivir, ένα φάρμακο κατά της Covid-19 που αναπτύχθηκε με τη συνεισφορά τουλάχιστον 70 εκατ. δολαρίων από χρήματα φορολογούμενων.
Αυτά τα λάθη βάζουν σε κίνδυνο ζωές, ενώ παρατείνουν την παγκόσμια οικονομική κρίση.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Donald Trump και ο αντιπρόεδρος Mike Pence χειροκροτούν τον Daniel O’ Day, CEO της Gilead Sciences, στο Οβάλ Γραφείο την 1η Μαΐου 2020. Εκείνη τη μέρα, η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ εξέδωσε έκτακτη έγκριση του αντι-ιικού φαρμάκου remdesivir, που παρασκευάζει η Gilead, ως θεραπεία για ασθενείς με Covid-19. Erin Schaff/The New York Times
Σε διεθνές επίπεδο, οι κυβερνήσεις χρειάζεται να συνεργαστούν για να ορίσουν αυστηρούς κανόνες για την πνευματική ιδιοκτησία, την τιμολόγηση και την παρασκευή. Πρέπει να συναινέσουν στον στόχο ένα εμβόλιο να είναι καθολικά διαθέσιμο και προσβάσιμο, καθώς αυτό θα επηρεάσει το πώς θα πραγματοποιείται και θα διέπεται η παραγωγή του εμβολίου. Οι κυβερνήσεις πρέπει επίσης να επιβάλουν ισχυρούς όρους στα συμβόλαια για να αποτραπεί το ενδεχόμενο οι φαρμακευτικές εταιρείες να χρεώσουν εξωφρενικές τιμές για τις θεραπείες και τα εμβόλια κατά της Covid-19. Αυτό θα διασφαλίσει πως η τιμολόγηση αντανακλά τη συνεισφορά του δημόσιου τομέα στη δημιουργία των φαρμάκων.
Όμως, οι αρχές που βρίσκονται πίσω από τις αλλαγές αυτές πρέπει να εφαρμόζονται και πέραν ενός εμβολίου κατά της Covid-19. Δεν έχει να κάνει με την τιμωρία εταιρειών, αλλά με τη δημιουργία μιας προσέγγισης των συμμετόχων -με τον διαμοιρασμό τόσο των κινδύνων όσο και των ωφελειών του πλούτου και της δημιουργίας αξίας και με την κατεύθυνση της οικονομικής ανάπτυξης ώστε να επωφελούνται όλοι οι πολίτες.
Χρειάζεται να βελτιώσουμε τις συνθήκες των εργαζόμενων, να εξισορροπήσουμε εκ νέου τις σχέσεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και να μειώσουμε τη πρακτική της χρήσης εταιρικών κερδών για την ενίσχυση βραχυπρόθεσμων κερδών στις τιμές των μετοχών. Μπορούμε επίσης να καλλιεργήσουμε μια «πράσινη ανάκαμψη», κάνοντας κεντρικό σημείο στα πακέτα οικονομικής ανάκαμψης τόσο τις μειώσεις των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα όσο και τη δημιουργία θέσεων εργασίας που θα ωφελούν το περιβάλλον.
Η λύση στα προβλήματά μας δεν είναι απλώς η περισσότερη χρηματοδότηση σε μέτρα τόνωσης, αλλά να κατευθύνουμε αυτή τη χρηματοδότηση προς τη δημιουργία μιας οικονομίας που θα έχει λιγότερους αποκλεισμούς και θα είναι πιο βιώσιμη. Πρέπει να μεταμορφώσουμε -και όχι απλώς να τονώσουμε- την οικονομία, διαφορετικά κινδυνεύουμε να επαναλάβουμε τα λάθη του 2008 -όταν οι κυβερνήσεις έριξαν τεράστια ρευστότητα άνευ όρων στο σύστημα, κάτι που οδήγησε σε αύξηση των τιμών των assets στις χρηματαγορές, αλλά έκανε ελάχιστα για να βοηθήσει την πραγματική οικονομία.
Οι όροι που θα προστατεύουν τα δημόσια συμφέροντα είναι το κλειδί. Στην τρέχουσα κρίση, οι χώρες που συμπεριέλαβαν έξυπνους όρους στα προγράμματα διασώσεων, σημείωσαν τη μεγαλύτερη πρόοδο στην εύρεση νέων ισορροπιών στις σχέσεις δημόσιου - ιδιωτικού τομέα.
Η Αυστρία, για παράδειγμα, έβαλε ως όρο στις διασώσεις της αεροπορικής της βιομηχανίας την υιοθέτηση στόχων για το κλίμα. Η Γαλλία εισήγαγε έναν πενταετή στόχο για την αυξημένη παραγωγή ηλεκτρικών και υβριδικών αυτοκινήτων για να μειωθούν οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και δεσμεύθηκε να κατευθύνει το πακέτο τόνωσης των 8 δισ. ευρώ προς τον μετασχηματισμό της αυτοκινητοβιομηχανίας της, ώστε να στηρίζεται η πράσινη ανάκαμψη.
Η Δανία, η Γαλλία, το Βέλγιο και η Πολωνία εισήγαγαν νόμους για να εμποδίσουν εταιρείες που συνδέονται με φορολογικούς παραδείσους από το να έχουν πρόσβαση σε κρατική βοήθεια και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προέτρεψε τις τράπεζες να μην πληρώσουν μερίσματα μέχρι το 2021 και να είναι εξαιρετικά μετρημένες σε ό,τι αφορά τα bonus των στελεχών τους. Στις ΗΠΑ, ηγέτες όπως η γερουσιαστής Elizabeth Warren έχουν ζητήσει να υπάρξουν όροι όπως ένας υψηλότερος ομοσπονδιακός κατώτατος μισθός και ο εκδημοκρατισμός των εταιρικών συμβουλίων μέσω της αντιπροσώπευσης εργαζόμενων και μετόχων, καθώς και περιορισμοί στα μερίσματα, στις αγορές ιδίων μετοχών και στα bonus των ανώτατων στελεχών.
Τώρα είναι η ώρα να γίνουν διαφορετικά τα πράγματα -όχι μόνο επειδή η Covid-19 αποτελεί σημαντική απειλή για την υγεία και την οικονομία, αλλά επειδή έχουμε μπροστά μας μεγαλύτερες προκλήσεις, καθώς ο πλανήτης μας συνεχίζει να υπερθερμαίνεται. Αν δεν αξιοποιήσουμε την κρίση για να αλλάξουμε τους τρόπους μας, τότε θα ελαχιστοποιήσουμε τις πιθανότητές μας να ξεπεράσουμε την επόμενη κρίση.
*Η Mariana Mazzucato είναι Καθηγήτρια στο University College London και συγγραφέας του «The Value of Everything: Making and Taking in the Global Economy».