Οχι στην ψευδοθρησκεία των πλουτοκρατών

Γιατί το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ πλούσιων και φτωχών απειλεί την ίδια τη δημοκρατία; Απαντά ο συγγραφέας του «Οι νικητές τα παίρνουν όλα: Το αφήγημα των ελίτ περί αλλαγής του κόσμου», Anand Giridharadas.

  • Μιλά ο Anand Giridharadas
Οχι στην ψευδοθρησκεία των πλουτοκρατών

«Μιλάμε πολύ γι’ αυτά που θα έπρεπε να κάνουμε περισσότερα», είχε πει ο Anand Giridharadas, κατά τη διάρκεια ομιλίας του στο Κολοράντο το 2015, «και δεν μιλάμε πολύ για όσα δεν θα έπρεπε να κάνουμε τόσο πολύ».

Ο Anand Giridharadas, ένας συγγραφέας που συνεργαζόταν με το Ινστιτούτο Aspen, απευθυνόταν σε μια συγκέντρωση υψηλόβαθμων εταιρικών στελεχών, κοινωνικών ακτιβιστών και ανθρώπων με φιλανθρωπική δράση -ουσιαστικά μια συγκέντρωση «νικητών» του καπιταλισμού. Όλοι αυτοί μετείχαν στο «Action Forum» του Ινστιτούτου, το οποίο ενθαρρύνει εκείνους που το παρακολουθούν να εργαστούν για να αλλάξουν τον κόσμο, κατά προτίμηση μέσω win-win εγχειρημάτων.

Οι προνομιούχοι και ισχυροί, ανέφερε ο κ. Giridharadas στον λόγο του, είναι πολύ καλοί στο να δημιουργούν ιδρύματα και να ξοδεύουν χρήματα για καλούς σκοπούς.

Το πρόβλημα; Αυτές οι ελίτ προστατεύουν με μεγάλο πάθος τα δικά τους συμφέροντα, γεγονός που συχνά τους κάνει να αντιστέκονται σε θυσίες με τις οποίες θα μπορούσε να επέλθει πραγματική αλλαγή. Για παράδειγμα, θα κάνουν πρόθυμα μια χρηματική δωρεά σε μερικά σχολεία (και αυτή η γενναιοδωρία θα τους αναγνωριστεί), αλλά θα πιέσουν επιθετικά ώστε να μην περάσει μια αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων, η οποία θα μπορούσε να σημαίνει περισσότερη χρηματοδότηση για δεκάδες χιλιάδες σχολεία.

Η ομιλία εξέπληξε τους καλεσμένους που την παρακολουθούσαν. Σε ορισμένους προκάλεσε θυμό, άλλους τους ενέπνευσε. Αργότερα, η συζήτηση είχε μεγάλη θέαση online και ουσιαστικά έβαλε τον κ. Giridharadas στον σημερινό του δρόμο.

Το 2018, ο κ. Giridharadas, πρώην αρθρογράφος και ανταποκριτής των New York Times, κυκλοφόρησε το καυστικό και προκλητικό βιβλίο «Winners take all: The Elite charade of changing the World» («Οι νικητές τα παίρνουν όλα: Το αφήγημα των ελίτ περί αλλαγής του κόσμου»). Σε αυτό, ο κ. Giridharadas εκφράζει την άποψη ότι οι κυβερνητικές δράσεις -και όχι η γενναιοδωρία της παγκόσμιας ελίτ- είναι η καλύτερη λύση για τα χρόνια προβλήματα και προειδοποιεί ότι το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ πλούσιων και φτωχών απειλεί την ίδια τη δημοκρατία. Μιλήσαμε στον κ. Giridharadas σχετικά με το βιβλίο του και τις απόψεις του για την αμερικανική δημοκρατία.

Ένα σχόλιο που ακούω συχνά για το βιβλίο σας είναι ότι οι άνθρωποι εύχονται να υπήρχε και ένα κεφάλαιο με λύσεις στο τέλος, το οποίο όμως δεν γράψατε. Ήταν σκόπιμο να μην αναφέρετε τις απόψεις σας σχετικά με το πώς θα φτιάξουν τα πράγματα;

Αν πάτε σε γιατρό και εκείνος, αφού σας εξετάσει λίγο, βγάλει ένα μαχαίρι ή αρχίσει να σας δίνει αμέσως χάπια, θα πρέπει να φύγετε τρέχοντας. Η διάγνωση είναι προαπαιτούμενο για τη συνταγογράφηση. Η θεωρία του βιβλίου είναι ότι βρισκόμαστε σε μια στιγμή ακραίας ανισότητας, πολιτικής στασιμότητας, δημοκρατικής διάβρωσης, γιατί η κοινή μας κουλτούρα έχει μολυνθεί από μια ψευδοθρησκεία.

Και αυτή η ψευδοθρησκεία μάς λέει ότι η καλύτερη κοινωνία επιτυγχάνεται με το να εξωθήσουμε τους ανθρώπους στο κυνήγι του χρήματος -όσο περισσότερο μπορούν, με κάθε πιθανό τρόπο, κάνοντας οικονομία στα πάντα, εκμεταλλευόμενοι άλλους ανθρώπους, φοροδιαφεύγοντας, υποβαθμίζοντας το περιβάλλον, παραβιάζοντας κανόνες, χειραγωγώντας τις κυβερνήσεις και μετά δωρίζοντας κάποια από τα λάφυρά τους ή αναπροσδιορίζοντας τον σκοπό κάποιου παρακλαδιού των επιχειρήσεών τους με τον ισχυρισμό ότι σώζουν τον κόσμο.

Πριν φτάσουμε στις λύσεις, πριν ο γιατρός σας δώσει χάπια ή βγάλει το μαχαίρι, πρέπει να έχουμε μια ξεκάθαρη διάγνωση για το τι γίνεται και πρέπει να κατανοήσουμε ποιοι το έκαναν αυτό και πώς το πέτυχαν.

Συχνά αισθάνομαι ότι η επιθυμία που δείχνουν για άμεσες λύσεις οι περισσότεροι από αυτούς που διαβάζουν το βιβλίο και διαθέτουν αυξημένο επιχειρηματικό πνεύμα, είναι πραγματικά η επιθυμία τους για πρώιμη συγχώρεση. Νομίζω ότι θέλουν να προσπεράσουν το κομμάτι με τίτλο «ποιος το έκανε». Νομίζω ότι θέλουν να επικεντρωθούν στα πράγματα που μπορούμε να κάνουμε, γιατί δεν θέλουν να αντιμετωπίσουν το γεγονός ότι, αν έχω δίκιο σε ό,τι λέω, τα πράγματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν πρώτα, είναι πολύ περίπλοκα.
Δεν νομίζω ότι μπορείς να αντιμετωπίσεις ένα πρόβλημα όπως η «λευκή ανωτερότητα» χωρίς να καταλάβεις πρώτα τι συνέβη, ποιος το έκανε και πώς -δεν πηγαίνεις κατευθείαν στη λύση. Δεν νομίζω ότι μπορείς να λύσεις το θέμα της πατριαρχίας χωρίς πρώτα να καταλάβεις ποιος το έκανε, πώς δουλεύει, ποια είναι η κατάσταση, πώς λειτουργεί.

Η θεωρία μου για την αλλαγή είναι απλή: πιστεύω ότι, αν μπορείς να ξεκινήσεις να εκθρονίζεις την ψευδοθρησκεία, μπορείς να καθαρίσεις τον θάμνο που φράζει τον δρόμο για να διορθωθούν αυτά τα πράγματα με τον αληθινό τρόπο, δηλαδή δημοκρατικά.

H Ginia Bellafante και ο Anand Giridharadas στο συνέδριο που διοργάνωσαν οι «New York Times» με θέμα «Cities for Tomorrow», στη Νέα Ορλεάνη το 2018.

Σε μια συνέντευξή σας νωρίτερα φέτος είπατε ότι το Facebook είναι πιθανόν «το μεγαλύτερο και πιο επικίνδυνο μονοπώλιο της εποχής μας». Μπορείτε να μας το εξηγήσετε;

Ένα από τα πράγματα για τα οποία μιλάω στο βιβλίο, είναι η ρητορική των μέσων της δεκαετίας του ’90, όταν αυτές οι τεχνολογικές εταιρείες άρχιζαν πραγματικά να μπαίνουν στις ζωές μας. Επρόκειτο να είναι δυνάμεις αναβάθμισης της δημοκρατίας. Επρόκειτο να δώσουν περισσότερη δύναμη στους ανθρώπους. Θα ισοπέδωναν τις ιεραρχίες του φυσικού κόσμου. Θα αποκέντρωναν την εξουσία. Και καταλήξαμε σε έναν κόσμο που έχει βασικά ένα κοινωνικό δίκτυο, ένα online κατάστημα, μία μόνο εταιρεία για την αναζήτηση πληροφοριών.

Πριν από 100 χρόνια ανησυχούσαμε για τα μονοπώλια στο ατσάλι και στους σιδηρόδρομους και τέτοια πράγματα. Δεν θέλω να υποτιμήσω τον 20ό αιώνα, αλλά θέλω να πω ότι μοιάζει παιχνιδάκι μπροστά στο είδος των μονοπωλίων που υπάρχουν σήμερα, με το ένα και μόνο κοινωνικό δίκτυο, που είναι πύλη για περισσότερα από ένα δισεκατομμύριο μυαλά και βασική πλατφόρμα για πολιτικό διάλογο, έχοντας στην ιδιοκτησία του το Instagram και το WhatsApp. Ειδικά, μάλιστα, όταν το WhatsApp είναι πηγή ταχείας και συχνά επικίνδυνης πληροφόρησης σε αναπτυσσόμενες χώρες, κάτι που οδήγησε σε περιστατικά βίας κατά το παρελθόν.

Δεν θέλω να πω ότι οι άνθρωποι που έλεγχαν το μονοπώλιο του ατσαλιού δεν ήταν επικίνδυνοι, αλλά νομίζω ότι σε μια κλίμακα επικινδυνότητας όπου αυτοί θα έπαιρναν «2», το Facebook θα έπαιρνε «10».

Το Facebook θα μπορούσε πιθανόν να επηρεάσει ένα εκλογικό αποτέλεσμα -πρόκειται ακριβώς για τον τύπο της ισχύος που πρέπει να ρυθμιστεί. Έχω μικρά παιδιά. Ξέρετε πόσοι και τι κανόνες υπάρχουν για τα παιδικά καθίσματα αυτοκινήτου; Πώς και οι προδιαγραφές για τα καθισματάκια είναι τόσο σαφείς; Πώς γίνεται να συνοδεύονται από πολύ περισσότερες προειδοποιήσεις ασφαλείας απ’ ό,τι το Facebook;

Είπατε προηγουμένως ότι οι άνθρωποι που ανησυχούν για το οικονομικό τους μέλλον ή δυσπιστούν αναφορικά με το αν η κυβέρνηση που έχουν μπορεί να λύσει τα προβλήματα της κοινωνίας, στρέφονται στους πλούσιους για τη λύση των προβλημάτων. Δεν ήταν πάντα έτσι. Γιατί πιστεύετε ότι τόσο πολλοί στις δυτικές δημοκρατίες σήμερα εξισώνουν τον πλούτο με την εξυπνάδα ή απευθύνονται στους πλούσιους για την επίλυση προβλημάτων;

Αυτή είναι μια πολύ καλή ερώτηση, γιατί ανοίγει τον κύκλο των ευθυνών, πέρα από τους ίδιους τους πλουτοκράτες. Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό να θυμόμαστε ότι οι πλουτοκράτες δεν θα μπορούσαν να το καταφέρουν αυτό μόνοι τους -χρειάζονται τη συνεργασία μας. Και συνεργαζόμαστε με το να συμμετέχουμε και να διαδίδουμε μια κουλτούρα που τους βλέπει σαν σωτήρες.

Ταξιδεύω και μένω αρκετά στην Ευρώπη και αυτό που εισπράττω εκεί είναι ότι πολύ λίγοι άνθρωποι βλέπουν τον Mark Zuckerberg σαν μεγάλο σωτήρα ή ήρωα. Στις περισσότερες συζητήσεις όπου έχω συμμετάσχει εκεί, μιλούν για τον Zuckerberg όπως θα μιλούσαν για έναν τύπο που κατασκευάζει εξαρτήματα τρυπανιών -προσπαθεί να βγάλει χρήματα, να αγοράσει για ένα δολάριο και να πουλήσει για δύο, θέλοντας απλώς να κάνει τα κόλπα του. Αυτός κάνει τη δουλειά του, αλλά εμείς πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι τον έχουμε υπό ρυθμιστικό έλεγχο.

Στην Αμερική, όμως, επιτρέψαμε να δημιουργηθεί γύρω του αυτό το φωτοστέφανο του σωτήρα. Δεν το έβαλε μόνος του. Αυτό το φωτοστέφανο είναι προϊόν των πεποιθήσεών μας, των media, του τρόπου με τον οποίο οι δημοσιογράφοι καλύπτουν τα θέματα που τον αφορούν, τον τρόπο με τον οποίο ο πρόεδρός μας προσκαλεί ανθρώπους σαν αυτόν στον Λευκό Οίκο και αναδεικνύονται σαν σοφοί προφήτες.

Αν απογυμνώσουμε αυτούς τους πλουτοκράτες από τη λάμψη τους, νομίζω ότι θα είναι πολύ πιο δύσκολο γι’ αυτούς να μας εξουσιάζουν. Το πρώτο βήμα είναι να σταματήσουμε να πιστεύουμε στα πρότυπα που δημιουργούν.

Τι έχετε να πείτε σε ανθρώπους στις ΗΠΑ, στη Βρετανία και σε άλλες χώρες με διογκούμενο κύμα λαϊκισμού, οι οποίοι λένε ότι αυτό συμβαίνει όταν αγνοείς τα προβλήματα των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης;

Νομίζω ότι έχουν δίκιο. Νομίζω ότι μία από τις μεγάλες διαφωνίες μετά το Brexit και την εκλογή του Donald Trump ήταν το κατά πόσον αυτά ήταν αποτέλεσμα της οικονομικής πίεσης ή των φυλετικών και κοινωνικών διακρίσεων. Θεωρώ ότι η σημασία της φυλετικής αντιπαράθεσης και η επιθυμία των λευκών ανθρώπων να μείνουν στην κορυφή, ήταν σαρωτική. Κι εδώ να πούμε ότι, αν η πολιτική των ΗΠΑ αφορούσε περισσότερους ανθρώπους και υπήρχε λιγότερο η αίσθηση της ανέχειας και περισσότερο η αίσθηση του δικαίου και του ότι το παιχνίδι είναι ανοιχτό και ορθολογικό, νομίζω ότι κάποιος σαν τον Donald Trump θα είχε λιγότερο χώρο να κινηθεί.

Ο τύπος της πολιτικής που βλέπει κανείς στις περιπτώσεις Trump και Brexit είναι η πολιτική που παίρνει ζωή όταν οι άνθρωποι αρχίζουν να αισθάνονται ότι το σύστημα είναι σικέ. Και ενώ μπορεί να διαφωνώ με κάποιους για το αν και πού αυτή η θέση είναι πολιτική, νομίζω ότι έχουν απόλυτο δίκιο: το σύστημα είναι σικέ.

*Ο Anand Giridharadas είναι συγγραφέας του «Winners Take All: The Elite Charade of Changing the World».

v