Μια ομάδα διαδηλωτών βγήκε στους δρόμους της Μόσχας τον Ιούλιο του 2019 και μια φιλελεύθερη εφημερίδα της αντιπολίτευσης δημοσίευσε μια φωτογραφία, στην οποία η αστυνομία έχει σταματήσει μια νεαρή γυναίκα σε ένα ατσάλινο οδόφραγμα. Το πλακάτ που κρατούσε, έγραφε: «Έχω το δικαίωμα της επιλογής».
Σε μια εποχή που οι διανοούμενοι διχογνωμούν για το αν η δημοκρατία έχει χάσει την αξιοπιστία της ακόμη και εντός των δυτικών κρατών, οι κραυγές των διαδηλωτών στη Μόσχα έδειχναν το πρόβλημα με ακρίβεια: οι εκλογές που δεν δίνουν ουσιαστικές επιλογές δεν είναι μόνο ψευδείς, αλλά είναι και απόδειξη για την αποφασιστικότητα μιας κυβέρνησης να εμποδίσει κάθε αμφισβήτηση -όσο και αν αυτή δεν συνιστά απειλή- της ισχύος της, την οποία η ίδια φροντίζει να διαιωνίζει.
Έτσι, χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους της Μόσχας το καλοκαίρι του 2019, για να διαμαρτυρηθούν για την ακύρωση περίπου 30 υποψηφιοτήτων της ανεξάρτητης αντιπολίτευσης για τις δημοτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Οι υποψηφιότητες ακυρώθηκαν με διάφορες αιτιολογίες, περιλαμβανομένης και της κατηγορίας ότι οι υπογραφές και τα έγγραφα που προσκόμισαν για να διεκδικήσουν το αξίωμα, ήταν ψευδή ή άκυρα.
Οι ενδελεχείς απορρίψεις από τις εκλογικές αρχές συνδυάστηκαν με τον παραλογισμό: σε κάποιους υποψήφιους καταλογίστηκε ότι υπέγραψαν χωρίς να συμπληρώσουν τις πλήρεις διευθύνσεις τους ή ότι κάποιες υπογραφές δεν ήταν από υπαρκτά πρόσωπα! Και όλο αυτό για τις εκλογές των τοπικών συμβουλίων, που πολύ λίγο επηρεάζουν την εξουσία του Vladimir V. Putin.
Οι εκλογές στη μετασοβιετική Ρωσία ήταν προβληματικές από τις πρώτες ημέρες της ομοσπονδιακής δημοκρατίας. Αλλά οι διαμαρτυρίες του 2019, που συνοδεύθηκαν από τις συλλήψεις πολλών ηγετών της αντιπολίτευσης και την κράτηση περίπου 1.400 συμμετεχόντων σε μια μη εγκεκριμένη διαδήλωση στις 27 Ιουλίου, έριξαν ένα ιδιαίτερα σκληρό φως στην όλο και πιο αυταρχική διακυβέρνηση του Putin.
Η κατάσταση στη Ρωσία υπογραμμίζει μια ανησυχητική τάση, η οποία επισημάνθηκε από έναν ανεξάρτητο οργανισμό ερευνών, το Freedom House, στην ετήσια έκθεσή του για το 2019, με τίτλο «Η δημοκρατία σε υποχώρηση». Μετά την πορεία προς τη δημοκρατία, που ακολούθησε τα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους και την κατάρρευση του κομμουνισμού, το ποσοστό των «ελεύθερων κρατών» -όπως ορίζεται από τον οργανισμό Freedom House- υποχώρησε παγκοσμίως. Μεταξύ των ετών 2005 και 2019 διαμορφώθηκε στο 44% από 46%, ενώ το μερίδιο των «ανελεύθερων κρατών» αυξήθηκε στο 26% από 23%.
Η τάση αυτή υπερισχύει στην Κεντρική Ευρώπη, με επιδείνωση της αξιολόγησης για την Ουγγαρία, όπου ο πρωθυπουργός Viktor Orban διαφήμισε τις αρχές της «αντιφιλελεύθερης δημοκρατίας». Ο Putin έχει επίσης αποδυναμώσει το πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας: σε μια συνέντευξή του τον Ιούνιο του 2019 στους «Financial Times» δήλωσε ότι η «φιλελεύθερη ιδέα έχει ξεπεραστεί», καθώς έρχεται σε αντίθεση με τα «συμφέροντα» και τις «παραδοσιακές αξίες» της πλειοψηφίας του πληθυσμού.
Στην πραγματικότητα, η φιλελεύθερη δημοκρατία -συνήθως ορίζεται ως μια διακυβέρνηση εκλεγμένη με ευρεία συμμετοχή, η οποία βασίζεται στον σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων, στο κράτος δικαίου και στον διαχωρισμό των εξουσιών- δεν τα πήγε καλά στην πρώην Σοβιετική Ένωση από το 1991, όταν η υπερδύναμη του Ψυχρού Πολέμου διαλύθηκε σε 15 ανεξάρτητα κράτη. Σύμφωνα με το σύστημα αξιολόγησης που χρησιμοποιεί το Freedom House, μόνο τρεις από τις 15 αυτές δημοκρατίες έχουν πλήρη ελευθερία: αυτές είναι οι βαλτικές χώρες (Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία). Από τις υπόλοιπες, πέντε είναι «μερικώς ελεύθερες» και επτά, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, «μη ελεύθερες».
Επιπλέον, τρία πρώην σοβιετικά κράτη -το Τουρκμενιστάν, το Ουζμπεκιστάν και το Τατζικιστάν- είναι ανάμεσα στις 13 χώρες του κόσμου με τους χειρότερους μέσους όρους αξιολόγησης από το Freedom House, το οποίο βασίζει τις κρίσεις του στο επίπεδο των πολιτικών δικαιωμάτων και στις ατομικές ελευθερίες που υπάρχουν στη χώρα.
Τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά, δεδομένων των υψηλών ελπίδων που είχαν αρκετοί άνθρωποι σε αυτές τις χώρες κατά τη διάρκεια των πρώτων μεθυστικών ημερών της ανεξαρτησίας. Δυστυχώς, δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος σε έναν αριθμό ηγετών των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών να βρουν τρόπο να δώσουν στα αυταρχικά τους καθεστώτα δημοκρατική επίφαση -διοργανώνοντας, για παράδειγμα, εκλογές στις οποίες οι ψηφοφόροι δεν έχουν δικαίωμα πραγματικής επιλογής.
Αυτοί οι ηγέτες, που συνήθως εμφανίζονται ως «πατέρες του έθνους», ανταποκρίθηκαν γρήγορα στην επιθυμία των λαών τους για ασφάλεια κατά τη διάρκεια των μεταβατικών περιόδων. Έξι από τις επτά «μη ελεύθερες» πρώην σοβιετικές χώρες έχουν βοηθηθεί από το γεγονός ότι διαθέτουν σημαντικές ποσότητες φυσικών πόρων -κυρίως πετρέλαιο και φυσικό αέριο-, κάτι που τόνωσε τις οικονομίες τους και τη λατρεία προς το πρόσωπο του ηγέτη τους. Εξαίρεση αποτελεί η Λευκορωσία, όπου ο πρόεδρος Alexander G. Lukashenko δημιούργησε ένα αυστηρά ελεγχόμενο πολιτικό σύστημα, που τον κράτησε στην εξουσία έως το 1994. Η Λευκορωσία θεωρείται η «πιο σοβιετική» από τα τμήματα της πρώην ΕΣΣΔ και είναι πλήρως εξαρτημένη από τη γειτονική Ρωσία για τα ενεργειακά της αποθέματα.
Αστυνομικοί κλείνουν δρόμο της Μόσχας κατά τη διάρκεια πορείας τον Ιούλιο του 2019, η οποία είχε ως αίτημα να επιτραπεί η εγγραφή υποψηφίων από την αντιπολίτευση στα μητρώα των εκλογών για το τοπικό κοινοβούλιο της Μόσχας.
Σε όλη την πλούσια σε πόρους Κεντρική Ασία -με την εξαίρεση του Κιργιστάν (που το Freedom House χαρακτηρίζει «μερικώς ελεύθερο»)- οι ηγέτες έχουν συνδυάσει τις παλιές φυλετικές παραδόσεις με γραφειοκρατικές πρακτικές της κομμουνιστικής εποχής και έχουν πετύχει μια εντυπωσιακής διάρκειας παραμονή στην εξουσία.
Ο πρόεδρος του Καζακστάν παραιτήθηκε τον Μάρτιο του 2019 έπειτα από 30 χρόνια διακυβέρνησης. Ο πρόεδρος του Ουζμπεκιστάν πέθανε το 2016 έπειτα από 27 χρόνια στην εξουσία. Ο ηγέτης του Τατζικιστάν εξακολουθεί να βρίσκεται στην εξουσία έπειτα από 25 χρόνια.
Το Τουρκμενιστάν, που κατατάσσεται προτελευταίο στη λίστα του Freedom House και είναι σε χειρότερη κατάσταση από τη Βόρεια Κορέα σε ό,τι αφορά την ελευθερία του Τύπου, σύμφωνα με την οργάνωση Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα, τώρα κυβερνάται από έναν πρώην οδοντίατρο, ο οποίος έπειτα από 13 χρόνια απόλυτης εξουσίας, ήδη συναγωνίζεται τον προκάτοχό του στην αγάπη για μνημεία ματαιοδοξίας που υμνούν τον ίδιο.
Στο βιβλίο της «Δημοκρατία στην Κεντρική Ασία», που κυκλοφόρησε το 2015, η Mariya Omelicheval, βοηθός καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Κάνσας, επισημαίνει ότι οι ισχυροί άνδρες της Ασίας επιβιώνουν πολιτικά γιατί οι πληθυσμοί των χωρών τους τούς στηρίζουν. «Οι πολίτες της Κεντρικής Ασίας αντιλαμβάνονται τη δημοκρατία σαν ένα κενό ιδεολογικό πλαίσιο ή σαν μια συνταγή χάους», ανέφερε το 2015 σε συνέντευξή της στο «The Diplomat».
Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της, οι δυτικές προσπάθειες να προωθηθεί η δημοκρατία στην περιοχή απέτυχαν, επειδή συχνά συνοδεύονταν από «ηθική προσποίηση», «πολιτική δαιμονοποίηση» και «διδακτισμό», που γύρισαν μπούμερανγκ. «Η χρηματοδότηση της διοργάνωσης ελεύθερων και δίκαιων εκλογών σε κοινωνίες που στερούνται ανεξάρτητων ΜΜΕ, στις οποίες δεν λειτουργεί η κοινωνία των πολιτών και η ελευθερία λόγου, δεν θα έχει σαν αποτέλεσμα μόνο τη σπατάλη πόρων, αλλά θα ακυρώσει και την ίδια την ιδέα της δημοκρατίας», ανέφερε.
Οι παραδόσεις στη Ρωσία διαφέρουν από εκείνες της Κεντρικής Ασίας, αλλά και εδώ η φιλελεύθερη δημοκρατία -με τους ανεξάρτητους κλάδους της κυβέρνησης, την ελευθερία του λόγου, το κοινοβούλιο και τα ατομικά δικαιώματα- είχε δυσκολίες να καθιερωθεί. Τώρα, έχοντας συμπληρώσει 19 χρόνια στην εξουσία, ο Vladimir Putin θεωρείται ευρέως από αναλυτές ότι ήδη ετοιμάζει την άμυνά του απέναντι στην κριτική ενόψει του κρίσιμου 2024, όταν θα ολοκληρώσει την τελευταία, συνταγματικά επιτρεπτή, θητεία του στο αξίωμα.
Σε αντίθεση με τη γειτονική Ουκρανία, από την κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος και μετά, η Ρωσία δεν βίωσε ποτέ μια ειρηνική μετάβαση από μια εξουσία σε μια άλλη. Ο Putin επελέγη από τον πρόεδρο Boris Yeltsin για να τον διαδεχθεί το 2000, σε μια εκλογική διαδικασία στην οποία οι άλλοι υποψήφιοι βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση. Αντίθετα, η Ουκρανία το 2019 εξέλεξε νέο πρόεδρο και μια νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που αποτελούσαν την αντιπολίτευση στην απελθούσα κυβέρνηση.
Στη συνέντευξή του στους «Financial Times» ο Vladimir Putin επέλεξε δύο παράξενα παραδείγματα για να δείξει τη «φιλελεύθερη ιδέα» πίσω από τις δυτικές δημοκρατίες, στις οποίες αντιτίθεται έντονα: πρώτον, τα δικαιώματα των μεταναστών «να σκοτώνουν, να λεηλατούν και να βιάζουν ατιμώρητα» και, δεύτερον, το να είναι αποδεκτό για τα παιδιά να μπορούν να επιλέξουν ανάμεσα σε «πέντε ή έξι έμφυλες ταυτότητες», το οποίο, όπως είπε, είναι μια απόπειρα να «επισκιαστεί ο πολιτισμός, οι παραδόσεις και οι παραδοσιακές οικογενειακές αξίες εκατομμυρίων ανθρώπων που αποτελούν τον πυρήνα του πληθυσμού».
Αμφότερα τα θέματα που έθιξε ο Putin -τα οποία υποστηρίζονταν και ήταν αποδεκτά από ένα φιλελεύθερο δόγμα που τώρα έχει μεγάλη επιρροή στη Δύση- ταιριάζουν στην ακροδεξιά ρητορική που τώρα ακούγεται στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Περιέργως, αυτά τα θέματα δεν σχετίζονται καθόλου με τις ανησυχίες που ώθησαν τους Ρώσους υποστηρικτές της αντιπολίτευσης στους δρόμους της Μόσχας το καλοκαίρι. Δεν διαμαρτύρονταν ενάντια στις αλλαγές των έμφυλων ταυτοτήτων ή στην άφιξη βίαιων μεταναστών. Ζητούσαν απλώς το δημοκρατικό δικαίωμα να ακούγονται οι φωνές τους.
*Η Celestine Bohlen είναι πρώην ανταποκρίτρια των «New York Times» στη Μόσχα. Έχει καλύψει δημοσιογραφικά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ στη δεκαετία του 1990.