Φαίνεται πως σε όλο τον κόσμο οι πολίτες γίνονται πιο ενεργοί ξανά, μέσα από τις δημοκρατικές διαδικασίες.
Τον Μάιο του 2019, η συμμετοχή των ψηφοφόρων στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ήταν η υψηλότερη των τελευταίων 20 ετών και το 2018 η συμμετοχή στις ενδιάμεσες εκλογές των ΗΠΑ ήταν η υψηλότερη των τελευταίων 100 ετών. Ωστόσο, και στις δύο αυτές περιπτώσεις, η συμμετοχή των ψηφοφόρων μόλις που άγγιξε το 50%.
Με βάση τα πρόσφατα δεδομένα, καταγράφεται άνοδος. Στις ενδιάμεσες εκλογές του 2014 στις ΗΠΑ, μόνο το 37% του εκλογικού σώματος ψήφισε, ποσοστό που αυξήθηκε στο 50% το 2018. Στην Ευρώπη, η συμμετοχή έφτασε το 50% από 42% το 2014.
Αν και η συμμετοχή είναι υψηλότερη στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ -60% το 2016- μπορούμε να πούμε πως η δημοκρατία ακμάζει από τη στιγμή που το 40%-50% των ψηφοφόρων εξακολουθούν να επιλέγουν να μείνουν στο σπίτι τους;
Οι ΗΠΑ γενικά βρίσκονται στον… βυθό της κατάταξης των ανεπτυγμένων κρατών με βάση το ποσοστό της συμμετοχής των ψηφοφόρων. Λίγο μετά τις εκλογές του 2014, ο γερουσιαστής Bernie Sanders επέπληξε τη χώρα, λέγοντας πως «οι Αμερικανοί θα πρέπει να ντρέπονται». «Η χαμηλή συμμετοχή των ψηφοφόρων», έγραψε στην εφημερίδα «The Guardian», «ήταν ένας διεθνής εξευτελισμός».
Η χαμηλή συμμετοχή ψηφοφόρων ενθαρρύνει τους πολιτικούς να σχεδιάζουν πολιτικές που εξυπηρετούν τα συμφέροντα των λίγων αντί των πολλών. Αυτό με τη σειρά του διευρύνει τα κοινωνικά ρήγματα και βλάπτει την οικονομία. Στις ΗΠΑ, σχεδόν το ήμισυ των ανθρώπων που δεν ψηφίζουν, έχουν οικογενειακά εισοδήματα κάτω των 30.000 δολαρίων ετησίως και μόλις το 19% των πιθανών ψηφοφόρων προέρχονται από οικογένειες χαμηλού εισοδήματος.
Έτσι, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Δείκτης Δημοκρατίας του Economist Intelligence Unit υποβάθμισε τις ΗΠΑ από «άρτια δημοκρατία» σε «ελλειμματική δημοκρατία» το 2017, με βάση τη μειωμένη συμμετοχή των ψηφοφόρων και την εμπιστοσύνη στις δημοκρατικές διαδικασίες.
Αυτή η μακροχρόνια απάθεια θέτει σε κίνδυνο το πολιτικό σύστημα. Απειλείται η αξιοπιστία της κυβέρνησης, όταν συμμετέχουν τόσοι λίγοι άνθρωποι. Για να έχουμε ισχυρή δημοκρατία, χρειαζόμαστε αφοσιωμένους πολίτες που θα πηγαίνουν στις κάλπες.
Ένας αποτελεσματικός τρόπος για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος -τρόπος που μπορεί να μην αρέσει στους Αμερικανούς, οι οποίοι γενικά μισούν να τους υποδεικνύουν τι θα κάνουν- είναι η υποχρεωτική ψήφος, που αυτή τη στιγμή είναι νόμος σε περισσότερες από 20 χώρες.
Το 1893 το Βέλγιο έγινε η πρώτη δημοκρατία που θεσμοθέτησε την υποχρεωτική ψήφο με κοινοβουλευτική πράξη. Οι υποστηρικτές του νόμου θεώρησαν πως αυτός ήταν ένας τρόπος να δοθεί δύναμη στην εργατική τάξη. Η Αυστραλία εισήγαγε την υποχρεωτική ψήφο μέσω τροποποίησης της Εκλογικής Πράξης το 1924, ως απάντηση στη μείωση του αριθμού των ψηφοφόρων. Η συμμετοχή το 1922 είχε μειωθεί κάτω από το 60% από περισσότερο από 70% που ήταν το 1919. Η νομοθεσία έφερε γρήγορα αποτέλεσμα: το 1925 ψήφισε το 91% του εκλογικού σώματος. Επιπλέον, έναν αιώνα αργότερα, η υποχρεωτική ψήφος εξακολουθεί να είναι αποτελεσματική.
Όσο μεγαλύτερη είναι η δεξαμενή των ψηφοφόρων, τόσο ισχυρότερο είναι το συμβόλαιο μεταξύ των πολιτών και των ηγετών. Στις ευρωεκλογές του 2019, η υποχρεωτική ψήφος στο Βέλγιο και το Λουξεμβούργο έφεραν τη συμμετοχή στο 90% και 86% αντίστοιχα. Συγκριτικά, στη Γαλλία η συμμετοχή ήταν 50% και στην Ολλανδία 42%.
Αν στις ΗΠΑ η ψήφος ήταν υποχρεωτική, πιθανότατα θα υπήρχε μεγαλύτερη συμμετοχή των ομάδων χαμηλότερου εισοδήματος και των μειονοτήτων, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αλλαγή του τύπου των πολιτικών που εκλέγονται. Θα νόμιζε κανείς πως αυτό θα ευνοούσε τους υποψήφιους των Δημοκρατικών, όμως αυτό δεν ισχύει απαραίτητα. Ενώ λ.χ. η υποχρεωτική ψήφος θεωρήθηκε πως βοήθησε το Εργατικό Κόμμα της Αυστραλίας, δεν στάθηκε εμπόδιο να πάρουν την εξουσία και κόμματα της κεντροδεξιάς.
Οι έρευνες για την υποχρεωτική ψήφο δεν δίνουν ξεκάθαρη εικόνα για τις πολιτικές συνέπειες. Ωστόσο, είναι ξεκάθαρο πως η υποχρεωτική ψήφος μπορεί να αλλάξει τη σύσταση του εκλογικού σώματος. Μετά την άρση της υποχρεωτικής ψήφου στην Ολλανδία το 1967, η συμμετοχή μειώθηκε κατά σχεδόν 20%.
Θα πρέπει να εξετάσουμε επίσης άλλους, πιο ριζοσπαστικούς τρόπους για να έχουμε καλύτερα ενημερωμένους και πιο ενεργούς ψηφοφόρους. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να απαιτείται οι πολίτες να υποβάλλονται σε κυρωμένες από το κράτος εξετάσεις αγωγής του πολίτη προκειμένου να ψηφίσουν. Στις ΗΠΑ, στην Αυστραλία και σε αρκετές ευρωπαϊκές και ασιατικές χώρες, οι μετανάστες -ασχέτως του μορφωτικού τους επιπέδου ή της χώρας προέλευσής τους- ήδη απαιτείται να περνούν τέτοια τεστ για να αποκτήσουν την υπηκοότητα.
Φυσικά, η πολυτάραχη ιστορία των πολιτικών δικαιωμάτων και του δικαιώματος ψήφου σημαίνει πως, ακόμα και η υπόνοια κάποιου είδους διακρίσεων, θα δεχόταν σκληρή κριτική και, αν τέτοιες πρακτικές εφαρμόζονταν απρόσεκτα, θα δημιουργούνταν δυνατότητες για καταχρήσεις και επιπλέον διακρίσεις. Ορισμένοι σίγουρα θα έφερναν αντιρρήσεις σε αυτή την πρόταση, υποστηρίζοντας ότι θα αναβίωνε τα τεστ που κάποτε χρησιμοποιούνταν για να στερηθούν το δικαίωμα ψήφου οι φυλετικές μειονότητες και οι φτωχοί στις ΗΠΑ -και θα πρέπει οπωσδήποτε να διασφαλίσουμε πως δεν θα ξαναϋπάρξουν τέτοιες διακρίσεις. Όμως, το να αφήνονται οι ψηφοφόροι να έχουν ελλιπή πληροφόρηση, τους εξαπατά.
Μια πιο ακραία απαίτηση θα έβλεπε τις δημοκρατίες να δίνουν μεγαλύτερο βάρος στις ψήφους πολιτών που εμπλέκονται περισσότερο στις πολιτικές διαδικασίες. Το 2018 το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάσισε πως το Οχάιο μπορεί να διαγράψει ψηφοφόρους από τους εκλογικούς του καταλόγους, αν δεν ψηφίσουν σε συγκεκριμένο αριθμό εκλογών και αν δεν προσκομίσουν στοιχεία που επιβεβαιώνουν τον τόπο κατοικίας τους. Έξι άλλες αμερικανικές πολιτείες έχουν παρόμοιους νόμους.
Η απόφαση αυτή επιβραβεύει τους πολίτες που παραμένουν ενεργοί στην εκλογική διαδικασία και τιμωρεί αυτούς που δεν είναι ενεργοί. Αυτό μπορεί να φαίνεται σαν οπισθοδρόμηση από το δημοκρατικό ιδεώδες της ψήφου, όμως φέρνει στο επίκεντρο τη σημασία της ψήφου ως πολιτικού καθήκοντος. Όμως, θα πρέπει να εφαρμοστεί με τρόπο που ενθαρρύνει τον κόσμο να συμμετέχει και να ψηφίζει και όχι να εξυπηρετεί στο ξεκαθάρισμα των εκλογικών καταλόγων.
Μπροστά στις σοβαρές μακροπρόθεσμες οικονομικές απειλές, οι ισχυρότερες δημοκρατίες του κόσμου πρέπει να δείξουν πως μπορούν να είναι ανθεκτικές όχι με το να αντιστέκονται στην αλλαγή, αλλά με το να προσαρμόζονται. Αυτό απαιτεί τη διάθεση να διερευνηθούν ιδέες που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη δημοκρατία. Για τους σκεπτικιστές -και για αυτούς που πιστεύουν πως η απάντηση είναι πάντα η περισσότερη και όχι η λιγότερη δημοκρατία- η απάντηση μπορεί να είναι να βάζουμε τη διασφάλιση των ελευθεριών του αύριο πάνω από το δικαίωμα της μη συμμετοχής σε ψηφοφορίες σήμερα.
*Η Dambisa Moyo είναι Οικονομολόγος - συγγραφέας του «Edge of Chaos: why Democracy is failing to deliver economic growth - and how to fix it».