Η παρέμβαση αυτή συνοψίζει τα σημαντικότερα ευρήματα από τις μελέτες σχετικά με το μέγεθος και τη μεταβολή κοινωνικών δεικτών όπως η εισοδηματική ανισότητα, η ανισότητα στην κατανομή του πλούτου και άλλοι δείκτες ευημερίας, τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και για την Ελλάδα.
Πρώτον, η εισοδηματική ανισότητα στις περισσότερες χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) βρίσκεται σε ιστορικώς υψηλά επίπεδα. Η παρατηρούμενη εδώ και δεκαετίες σταδιακή αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας όχι μόνο δεν ανακόπηκε κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, αλλά συνεχίστηκε και στη φάση της ανάκαμψης που ακολούθησε. Φαίνεται δηλαδή ότι η ανάπτυξη συνεχίζει να μη διαχέεται ομοιόμορφα σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα νοικοκυριά στο άνω ήμισυ της εισοδηματικής κατανομής έως το 2014 είχαν ανακτήσει σχεδόν το σύνολο των εισοδηματικών απωλειών της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης (2007-10), ενώ αντίθετα τα νοικοκυριά στο κάτω μέρος της κατανομής απέχουν αρκετά ακόμη από το να επιστρέψουν στα προ κρίσης επίπεδα.
Δεύτερον, η μείωση του μεριδίου του εισοδήματος από εργασία αποτελεί πλέον σαφή και μακροχρόνια διεθνή τάση. Πράγματι, το μέσο μερίδιο των εισοδημάτων από εργασία εκτιμάται ότι μειώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κατά 8-10%, προσεγγίζοντας πλέον το 50% του συνολικού εισοδήματος (από 59% περίπου που ήταν το 1948). Τα στοιχεία της βάσης δεδομένων AMECO για το προσαρμοσμένο (ως προς την αυτοαπασχόληση) μερίδιο του εισοδήματος από εργασία σε περίπου 40 χώρες του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι το μερίδιο αυτό, έπειτα από μια αναμενόμενη (αντικυκλική) αύξησή του την περίοδο της κρίσης (καθώς στη διάρκεια της ύφεσης τα κέρδη τείνουν γενικά να μειώνονται ταχύτερα από τους μισθούς), επανήλθε μετά την κρίση στη μακροχρόνια πτωτική του πορεία για τις περισσότερες χώρες. Το φαινόμενο αυτό υπήρξε εντονότερο στις χώρες όπου πρόσφατα εφαρμόστηκαν προγράμματα προσαρμογής (π.χ. Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία).
Τρίτον, σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ ο πλούτος κατανέμεται εξαιρετικώς πιο άνισα απ’ ό,τι το εισόδημα. Στην έννοια του πλούτου περιλαμβάνονται τα ακίνητα, οι καταθέσεις, οι μετοχές, τα ομόλογα και οι άλλοι χρηματοοικονομικοί τίτλοι που αποτελούν πηγή εισοδήματος από κεφάλαιο, αλλά παρέχουν και ευρύτερη κοινωνικοοικονομική δύναμη.
Συγκεκριμένα, το 10% των νοικοκυριών που βρίσκονται στο άνω άκρο της κατανομής του πλούτου κατέχει περίπου το 50% του συνολικού πλούτου, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό με βάση την κατανομή του εισοδήματος φθάνει στο 25%. Είναι αξιοσημείωτο ότι το ποσοστό του συνολικού πλούτου που κατέχει το ανώτερο 1% της κατανομής του είναι περίπου ίσο με το ποσοστό του συνολικού εισοδήματος που συγκεντρώνει το άνω 10% της κατανομής των εισοδημάτων. Ακόμη, το 40% των φτωχότερων νοικοκυριών κατέχει το 3% του συνολικού πλούτου, ενώ κατέχει 20% του συνολικού εισοδήματος.
Παρόμοιες τάσεις παρατηρούνται και στην Ελλάδα, όπου η βαθιά και παρατεταμένη ύφεση άφησε το αποτύπωμά της στους διάφορους κοινωνικούς δείκτες. Ειδικότερα, η Ελλάδα εισήλθε στην κρίση με υψηλότερο επίπεδο ανισότητας και φτώχειας συγκριτικά με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), το οποίο αυξήθηκε ακόμη περισσότερο τα πρώτα έτη της κρίσης, ιδίως σε σύγκριση με το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών πριν από την κρίση.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών στην Ελλάδα, το 44,9% του πληθυσμού το 2018 θα κατατασσόταν ως εκτεθειμένο στον κίνδυνο φτώχειας με βάση τις συνθήκες του 2008 (έναντι 20,1% το 2008).
Έτσι, σε απόλυτους όρους (με σταθερό δηλαδή κατώφλι φτώχειας στα προ κρίσης επίπεδα), ο κίνδυνος φτώχειας παραμένει εξαιρετικά υψηλός -παρά τη μικρή αποκλιμάκωση τα δύο τελευταία έτη- κυρίως λόγω της δραματικής μείωσης, στην περίοδο της κρίσης, του ΑΕΠ και του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, που ουσιαστικά μετατόπισαν όλη την κατανομή του εισοδήματος προς τα κάτω.
Ωστόσο, σε σχετικούς όρους (με μεταβαλλόμενο δηλαδή κατώφλι φτώχειας, οριζόμενο ως το 60% του διάμεσου εισοδήματος για κάθε έτος), ο κίνδυνος σχετικής φτώχειας για το σύνολο του πληθυσμού αυξήθηκε κατά τα πρώτα έτη της κρίσης (2008: 20,1%, 2013: 23,1%), ενώ μετά το 2014 αποκλιμακώθηκε και έχει πλέον υποχωρήσει κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα (2018: 18,5%), παραμένοντας όμως σε υψηλότερο επίπεδο από τον μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. (2018: 16,8%). Ανάλογη ήταν η εξέλιξη και για την εισοδηματική ανισότητα στην Ελλάδα.
Η αγορά Μοδιάνο στη Θεσσαλονίκη. Ο κίνδυνος σχετικής φτώχειας και η εισοδηματική ανισότητα στην Ελλάδα έχουν υποχωρήσει κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα, παραμένουν όμως σε υψηλότερο επίπεδο από τον μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε.
Ωστόσο, δυσανάλογα μεγαλύτερη ήταν η επιδείνωση των κοινωνικών δεικτών στην Ελλάδα κατά την περίοδο της κρίσης για την ομάδα των ανέργων και των νεότερων ζευγαριών με παιδιά. Πράγματι, η ομάδα των ανέργων εισήλθε στην πρόσφατη κρίση με εξαιρετικά υψηλό ποσοστό (κινδύνου) φτώχειας, το οποίο διευρύνθηκε δραματικά, παραμένοντας ακόμη και σήμερα (2018: 43,3%) περίπου 2,5 φορές υψηλότερο σε σχέση με το σύνολο του πληθυσμού (18,5%). Υψηλότερο ποσοστό σχετικής φτώχειας καταγράφεται σήμερα και για την ομάδα των παιδιών (0-17 ετών, κίνδυνος φτώχειας 22,7%), ενώ για τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω το σχετικό ποσοστό έχει πλέον περιοριστεί σημαντικά (11,6%).
Συνοψίζοντας, η διεύρυνση της ανισότητας παγκοσμίως εγείρει ιδιαίτερη ανησυχία, καθώς, εκτός των άλλων, έχει οδηγήσει σε μείωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς και στις εθνικές κυβερνήσεις, υπονομεύοντας την κοινωνική συνοχή και τις δημοκρατικές λειτουργίες. Έχει επίσης γίνει σαφές από τις διάφορες μελέτες ότι η εξαγωγή συμπερασμάτων σε σχέση με το επίπεδο ευημερίας των νοικοκυριών, βασισμένων στους μέσους όρους διαφόρων «κυρίαρχων» δεικτών (ΑΕΠ, διαθέσιμο εισόδημα κ.ά.) δεν είναι αντιπροσωπευτική. Είναι πλέον σημαντικό η ανάλυση των οικονομικών ανισοτήτων να δίνει μεγαλύτερη έμφαση σε δείκτες ανισοτήτων πέραν των εισοδηματικών, ιδίως σε εκείνους που αντανακλούν ανισότητες ως προς τις ευκαιρίες και τις δυνατότητες πρόσβασης των πολιτών στις παρεχόμενες υπηρεσίες (υγεία, εκπαίδευση, πολιτισμός κ.λπ.), την ποιότητα ζωής και την ευημερία των πολιτών.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, ο επαναπροσδιορισμός των βασικών παραμέτρων της κοινωνικής πολιτικής με σκοπό τη στήριξη των ανέργων, των νεότερων ζευγαριών με παιδιά και της οικογένειας γενικότερα προβάλλει πλέον ως επιτακτικά αναγκαίος.
*Ο Θεόδωρος Μ. Μητράκος είναι Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, με κύριες αρμοδιότητες την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των ασφαλιστικών εταιρειών και την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας της Τράπεζας. Διδάκτορας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, με πλούσιο ερευνητικό και συγγραφικό έργο σε θέματα αγοράς εργασίας, ευρωπαϊκής και κοινωνικής πολιτικής, διανομής εισοδήματος και αγοράς ακινήτων.