Μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως η Μεταπολίτευση αποτέλεσε, πέρα από πολιτειακή μεταβολή και μεταβατική περίοδο, ένα ιστορικό πλαίσιο αναφοράς μακράς διαρκείας πέρα από κάθε προηγούμενο στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Ο πολυσήμαντος αυτός «χρονότοπος» κατέστησε την Ελλάδα μια ιδιότυπη εξαίρεση, εφόσον αντίστοιχός του δεν απαντάται στην ισπανική ή την πορτογαλική περίπτωση, όπου το πέρασμα από τη δικτατορία στη δημοκρατία αναφέρεται απλά ως «μετάβαση».
Δύο ειδών Μεταπολιτεύσεις κυριάρχησαν στο ελληνικό συλλογικό φαντασιακό.
Η πρώτη έχει θετικό πρόσημο και συνδεέται με την άμεση και εξαιρετικά επιτυχημένη μετάβαση στη δημοκρατία τον Ιούλιο του 1974, υπό το βάρος της κυπριακής τραγωδίας και εν ολίγοις «χάρη» σ’αυτήν.
Σύμφωνα με αυτή την οπτική, η μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία έγινε με άψογο τρόπο, η τελευταία παγιώθηκε ταχύτατα και η περίοδος που ακολούθησε αποτέλεσε εποχή πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών κατακτήσεων που προοιωνίζονταν ένα καλύτερο μέλλον: εκδημοκρατισμός, αναδιανεμητικές πολιτικές, οικοδόμηση κράτους πρόνοιας, διεύρυνση των μεσαίων στρωμάτων, άνοδος του βιοτικού επιπέδου, ευρωπαϊκή ενσωμάτωση. Αυτή η πρώτη, θετική Μεταπολίτευση υποδηλώνει την οικοδόμηση ενός καθ’ όλα άρτιου και υγιούς δημοκρατικού συστήματος.
Η δεύτερη, η αρνητική Mεταπολίτευση, είναι η υποτιθέμενη μήτρα όλων των σημερινών δεινών. Ήδη από τη δεκαετία του 1980 και ενώ στην πολιτική σκηνή μεσουρανούσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, παρατηρούνταν μια κριτική τάση, κυρίως από μια μερίδα πολιτικών επιστημόνων και εντύπων με επιρροή, όπως ο «Πολίτης», απέναντι στον λαϊκισμό του πρώτου ΠΑΣΟΚ. Το τελευταίο από τότε ταυτίστηκε με την έννοια της εκτροχιασμένης Μεταπολίτευσης και έγινε εν μέρει συνώνυμο και μετωνυμία της.
Η διαπάλη ανάμεσα στην «καλή» και την «κακή» Μεταπολίτευση εντάθηκε εντυπωσιακά από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης και μετά. Στη δημόσια σφαίρα πλήθυναν οι αρνητικές κρίσεις και κυριάρχησε ένας λόγος σύμφωνα με τον οποίο η λεγόμενη «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης» ευθύνεται για πολλά -αν όχι για όλα- τα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας: τις πελατειακές σχέσεις, τη συντεχνιακή οργάνωση του κράτους και της οικονομίας, τη δημοσιονομική εκτροπή, τη διαφθορά, τη διάχυση του λαϊκισμού.
Ήταν μια ανάγνωση της πρόσφατης ιστορίας, η οποία έθετε υπό καθολική αμφισβήτηση ακόμα και όσα μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν επιτεύγματα. Είναι πλέον ηγεμονική η άποψη πως φαινόμενα βίας και ανομίας της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, κυρίως σε σχέση με το πανεπιστημιακό «άσυλο» και το «άβατο» τον Εξαρχείων, είναι άμεσα και υπόγεια συνδεδεμένα με τη δεκαετία του 1970 και τις μετα-αυταρχικές κληρονομιές της.
Συγκέντρωση «αγανακτισμένων» το 2012, στην Πλατεία Συντάγματος. Η οικονομική κρίση έφερε στο επίκεντρο την «κακή» Μεταπολίτευση, λίγα μόλις χρόνια αφότου η «καλή» Μεταπολίτευση είχε επιτύχει τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, προκαλώντας εθνική υπερηφάνεια.
Στο αντίποδα βρέθηκε το φαινόμενο των «πλατειών» το 2012, που φλέρταραν με την έννοια των αυταρχικών συνεχειών από τη δικτατορία στη δημοκρατία μετά την πολιτειακή αλλαγή του 1974, αρθρωμένη στο γνωστό σύνθημα «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία, η Χούντα δεν τελείωσε το ’73» (αναβίωση παλαιότερου αναρχικού συνθήματος, που αναφερόταν στην υποτιθέμενη αδιάλειπτη αστυνομική βία κατά τη διάρκεια της «μακράς Μεταπολίτευσης»).
Το σλόγκαν δεν λειτουργούσε υποχρεωτικά ανιστορικά προς όφελος της ομοιοκαταληξίας, αλλά αντιθέτως, ασκούσε κριτική στον θεωρούμενο ελλειμματικό εκδημοκρατισμό της Μεταπολίτευσης, αφήνοντας να εννοηθεί πως η δημοκρατία ουδέποτε αποκαταστάθηκε πλήρως έκτοτε. Παρέπεμπε μάλιστα στο 1973 ως σημείο τομής - τη στιγμή που η χούντα «θα έπρεπε» να είχε πέσει μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου και όχι υπό το βάρος της κυπριακής τραγωδίας οχτώ μήνες αργότερα.
Η άποψη αυτή ανέσυρε μια ριζοσπαστική Μεταπολίτευση «από τα κάτω», μια ξεχασμένη «λαϊκή» Μεταπολίτευση, σε ευθεία αντιπαράθεση με την από τα πάνω «βελούδινη» μετάβαση, σύμφωνα με τον όρο του γνωστού πολιτικού επιστήμονα Γιάννη Βούλγαρη.
Έχει ενδιαφέρον πως αυτή η οπτική συνέπεσε με την ολοένα αυξανόμενη λαϊκιστική ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ, που είχε πλέον αρχίσει να διευρύνει το ακροατήριό του με έναν αντιμνημονιακό «λαό», με ευθείες αναφορές στις δεκαετίες του 1940, αλλά και του 1970. Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας το 2013 θα υπερασπιζόταν το «’73» ως ορόσημο της πολιτειακής αλλαγής σε συμβολικό επίπεδο («Η πραγματική γιορτή της Μεταπολίτευσης είναι η 17η Νοέμβρη και όχι το γκαλά της 24ης Ιουλίου που θεσμοθετήθηκε στο Προεδρικό Μέγαρο»), αλλά και ως συνώνυμο της ρήξης με το παρελθόν σε πείσμα αυτών που «καταριούνται τη Μεταπολίτευση».
Βέβαια, το περίφημο «τέλος της Μεταπολίτευσης» ήταν το άλλο στοιχείο που κυριάρχησε στον δημόσιο λόγο κατά τη διάρκεια της κρίσης. Ενώ προαναγγέλθηκε με βεβαιότητα από το 2009 και έπειτα από πολιτικούς και αναλυτές (ορισμένοι από τους τελευταίους υπερθεμάτιζαν «να τελειώνουμε επιτέλους με τη Μεταπολίτευση»), φαίνεται πως η ίδια συνεχίζει αδιάλειπτη την πορεία της. Σε διαφορετικά, μάλιστα, χρονικά σημεία και αφετηρίες, πολιτικοί απο διαφορετικές παρατάξεις θα εξήγγειλαν μια «Νέα Μεταπολίτευση».
Η ιδέα της επιβεβλημένης ανάγκης μιας νέας αρχής, με παρόμοια χαρακτηριστικά με τη ρήξη του 1974, όπως ο καθένας τη σημασιοδοτούσε, αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο ενός αναγεννητικού λόγου που υιοθετήθηκε και από τη Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά το 2014, αλλά και λίγα χρόνια αργότερα, το 2016, από τον κυβερνώντα ΣΥΡΙΖΑ («η Νέα Μεταπολίτευση θα οδηγήσει σε μια νέα Ελλάδα»). Δεν είναι βέβαια ξεκάθαρο πόση και τι είδους απήχηση είχαν αυτού του είδους οι αναγωγές, επικλήσεις και χρήσεις του όρου (και του φορτίου του) στους ψηφοφόρους.
Το σίγουρο είναι πως στο πλαίσιο της ιστορικής κουλτούρας και των κοινωνικών σημάνσεων του παρελθόντος, η Μεταπολίτευση συνεχίζει να αποτελεί έναν πόλο στον οποίο επανερχόμαστε συνεχώς. Ακριβώς εξαιτίας της ιδιαιτερότητάς της είναι ένα σημαίνον που ανασηματοδοτείται κατά το δοκούν ανάλογα με τις ανάγκες της εκάστοτε συγκυρίας, που τον επενδύουν με διαφορετικά χαρακτηριστικά: θετική ή αρνητική, τετελεσμένη ή συνεχιζόμενη, παλιά ή νέα. Πιθανότατα η τάση αυτή θα συνεχιστεί και μετά το πέρας της πρόσφατης οικονομικής κρίσης -αναμένεται μόνο να δούμε ποιες θα είναι οι νέες της αναγνώσεις.
*Ο Κωστής Κορνέτης διδάσκει Σύγχρονη Ευρωπαϊκή Ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Sheffield. Το βιβλίο του «Children of the Dictatorship. Student Resistance, Cultural Politics and the “Long 1960s” in Greece» τιμήθηκε με το βραβείο «Edmund Keeley».