Γιατί θριαμβεύει ο Viktor Orban

Η ιστορία της κομμουνιστικής Ουγγαρίας, το σοκ της δυτικής ελευθερίας και οι επιλογές που μοιάζουν μονόδρομος.

  • της Maria Schmidt
Γιατί θριαμβεύει ο Viktor Orban

Εμείς οι Ούγγροι σπανίως ζούσαμε εύκολη ζωή. Όπως συνέβη και με άλλα κράτη που βρέθηκαν υπό την άμεση κυριαρχία της Σοβιετικής Ένωσης τον 20ό αιώνα, έπρεπε να αγωνιστούμε για να διατηρήσουμε την εθνική μας κουλτούρα και τον τρόπο ζωής μας. Ωστόσο, οι δοκιμασίες αυτές μας προετοίμασαν καλά για τις προκλήσεις του 21ου αιώνα.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σοβιετική Ένωση επέβαλε ένα κοινωνικό πείραμα στην Ουγγαρία, αναγκάζοντάς μας να ζούμε σε μια κομμουνιστική κοινωνία για σχεδόν μισό αιώνα. Το 1956 επαναστατήσαμε κατά του εγκάθετου από τη Σοβιετική Ένωση καθεστώτος, σε μια προσπάθεια να ανακτήσουμε την εθνική μας ανεξαρτησία. Όμως, η επανάστασή μας απέτυχε και πληρώσαμε βαρύ τίμημα. Η απελευθέρωση θα ερχόταν δεκαετίες αργότερα, με την κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας.

Στο απολυταρχικό καθεστώς που επιβλήθηκε στην Ουγγαρία από την κομμουνιστική Μόσχα, η πολιτική ασκούνταν σε απροσπέλαστα, γεμάτα καπνό κρυφά δωμάτια. Δεν υπήρχε καμία απολύτως ενημέρωση κι έτσι ο κόσμος βασιζόταν στις φήμες για να μάθει τι γινόταν.

Την ίδια ώρα, ο κόσμος αδιαφορούσε πλήρως για το ποιος είχε και ποιος δεν είχε πέσει στη δυσμένεια της κομμουνιστικής ηγεσίας. Η κοινωνία ήταν χωρισμένη σε «Αυτούς» (τα μέλη του Κόμματος και οι καριερίστες εντός των τειχών της εξουσίας) και σε «Εμάς» (αυτούς που είχαν ως βασικό στόχο να ζήσουν ανεξάρτητοι στην περιφέρεια του συστήματος).

Επί κομμουνισμού θα ήταν αδιανόητο να βγω έξω με αξιωματούχο του Κόμματος ή να κάνω μια φιλική κουβέντα με αξιωματικό του στρατού ή της αστυνομίας. Αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν σε διαφορετικό κόσμο από τον κόσμο των υπολοίπων. Οποιοσδήποτε είχε την εκτίμηση του Κόμματος ή είχε τιμηθεί με αξιώματα, στα δικά μας μάτια δεν υπήρχε ως άνθρωπος. Εμείς προσβλέπαμε στους δικούς μας ήρωες. Είχαμε τους μαχητές της ελευθερίας από το ’56. Είχαμε τους ποιητές μας, όπως τον Gyorgy Petri. Είχαμε τους συγγραφείς μας σαν τον Imre Kertesz. Τους ζωγράφους μας όπως τον Gabor Karatson (έναν από τους σημαντικότερους προδρόμους του ουγγρικού Πράσινου Κινήματος). Είχαμε τους τραγουδιστές μας και τους ιστορικούς μας.

Η αποπνικτική ατμόσφαιρα επί κομμουνισμού επικράτησε καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Στη συνέχεια, όμως, τη δεκαετία του 1980, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Η παλαιά φρουρά των κομμουνιστών αξιωματούχων αποσυρόταν και τους διαδόχους τους δεν τους πολυενδιέφερε η επίσημη ιδεολογία του καθεστώτος. Είχαν, όμως, την ίδια εμμονή, όπως και η παλαιά φρουρά, με τη συγκέντρωση πλούτου και επιρροής. Ως αποτέλεσμα, το καθεστώς γινόταν όλο και πιο ασταθές, ενώ εμείς νιώθαμε όλο και πιο απελευθερωμένοι και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.

Όταν ο Mikhail Gorbachev έγινε ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης το 1985, διαισθανθήκαμε πως ήταν μόνο θέμα χρόνου για να καταρρεύσει το ουγγρικό καθεστώς. Ο βετεράνος ηγέτης του κόμματος Janos Kadar γνώριζε πως οι μεταρρυθμίσεις του Gorbachev θα ήταν μοιραίες -και το είπε στον Σοβιετικό ηγέτη.

Είχε δίκιο. Οι νέοι αξιωματούχοι που ανέλαβαν την εξουσία στα τέλη της δεκαετίας του ’80, σύντομα αποδέχθηκαν το αναπόφευκτο και υπέκυψαν στην αλλαγή. Τον Ιούνιο του 1989, επέτρεψαν τον επανενταφιασμό του Imre Nagy, του πρώην μεταρρυθμιστή πρωθυπουργού που εκτελέστηκε μετά την επανάσταση του 1956. Σε αυτή τη μνημειώδη στιγμή, ο νεαρός Viktor Orban ζήτησε δημοσίως ελεύθερες εκλογές και απαίτησε την απόσυρση των Σοβιετικών στρατιωτών από την Ουγγαρία.

Τον Σεπτέμβριο του 1989, το καθεστώς άνοιξε τα σύνορα της Ουγγαρίας με την Αυστρία, επιτρέποντας σε δεκάδες χιλιάδες Ανατολικογερμανούς πρόσφυγες που είχαν κατακλύσει την Ουγγαρία, να πάνε στη Δυτική Γερμανία. Αυτό αποσταθεροποίησε το καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας και ξεκίνησε μια αλυσιδωτή αντίδραση που τελικά θα οδηγούσε στην πτώση του Τείχους του Βερολίνου και στην επανένωση της Γερμανίας αλλά και της Ευρώπης. «Στην Ουγγαρία ήταν που βγήκε η πρώτη πέτρα από το Τείχος του Βερολίνου», θυμόταν αργότερα ο πρώην Γερμανός καγκελάριος Helmut Kohl.

Αυτές ήταν αξέχαστες μέρες για μας. Το καλοκαίρι του 1989, ο πρόεδρος George H.W. Bush επισκέφθηκε τη Βουδαπέστη και διαβεβαίωσε τους ηγέτες της νέας αντιπολίτευσης πως οι ΗΠΑ δεν θα απογοήτευαν την Ουγγαρία όπως έκαναν το 1956. Τελικά διεξήχθησαν ελεύθερες εκλογές το 1990 και οι εκπρόσωποι του παλαιού καθεστώτος καταψηφίστηκαν. Η Σοβιετική Ένωση απέσυρε τους τελευταίους της στρατιώτες από την Ουγγαρία και αποχωρήσαμε από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας.

Ενθουσιασμένοι που ανακτήσαμε τον έλεγχο της μοίρας μας και βγήκαμε από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, εμείς οι Ούγγροι αφελώς πιστέψαμε πως η Δυτική Ευρώπη θα μοιραζόταν τη χαρά μας. Νομίζαμε πως τα άλλα κράτη θα έδειχναν συμπόνια για τα βάσανά μας όσο μας κυβερνούσαν οι κομμουνιστές και θα μας έτειναν χείρα βοηθείας για να ξεπεράσουμε τις προκλήσεις που αντιμετωπίζαμε.

Δυστυχώς, αντί να μας συμπεριφερθούν σαν να είμαστε δυνητικοί σύμμαχοι που επιτέλους εντάσσονται στον ελεύθερο κόσμο, τα έθνη της Δυτικής Ευρώπης μάς συμπεριφέρθηκαν σαν να είμαστε κατατροπωμένοι ηττημένοι του Ψυχρού Πολέμου, που έπρεπε να υποκύψουν στη σοφία των παλιών εχθρών τους. Χρησιμοποίησαν την οικονομική τους ισχύ για να αποκτήσουν τον έλεγχο των αγορών μας και στη συνέχεια μας άφησαν να περιμένουμε στον προθάλαμο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για 15 χρόνια. Δεν γνωρίσαμε μια πραγματική επανένωση με τη Δυτική Ευρώπη. Αντιθέτως, αναγκαστήκαμε να προσαρμοστούμε στη Δύση. Ποτέ δεν σκέφτηκε η Δύση ότι ίσως αυτή θα έπρεπε να προσαρμοστεί σ’ εμάς.

Στο διάστημα αυτό, οι Βρυξέλλες και η νεοφιλελεύθερη οικονομική ατζέντα τους αποκτούσαν όλο και μεγαλύτερη επιρροή στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στερώντας ουσιαστικά από τους πολίτες το δικαίωμα να κάνουν οι ίδιοι τις δικές τους επιλογές για την οικονομία. Με αυτόν τον τρόπο υποβάθμισαν τις εθνικές εκλογές στην Ευρώπη, μετατρέποντάς τες σε επίσημες ασκήσεις αλλαγής κυβερνήσεων και όχι πολιτικών.

Ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Viktor Orban, σε τελετή μνήμης το 2018 στην Αίθουσα Μνήμης κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στο Μουσείο Ολοκαυτώματος Yad Vashem στην Ιερουσαλήμ.

Εν τω μεταξύ, στην Ουγγαρία, ορισμένοι από τους επιγόνους του παλαιού κομμουνιστικού καθεστώτος κατάφεραν να διατηρήσουν σημαντική επιρροή στους οικονομικούς και πολιτιστικούς θεσμούς της χώρας.

Ευτυχώς, η εξουσία τους δέχθηκε σημαντικό πλήγμα το 2010, όταν εξελέγη με μια σαρωτική νίκη πρωθυπουργός ο V. Orban. Οι πολιτικές ελίτ που προτιμούσαν να διατηρούν το status quo κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2008, άφησαν ξεκρέμαστη τη μεσαία τάξη, καθώς και τους πιο ευάλωτους πολίτες της Ουγγαρίας. Αυτό έπληξε βαρύτατα την πολιτική νομιμοποίηση των παραδοσιακών κομμάτων της Ουγγαρίας, γι’ αυτό και οι ψηφοφόροι στράφηκαν σε μια νέα πολιτική κατεύθυνση.

Έκτοτε ο V. Orban έχει βάλει πρώτα τα συμφέροντα της Ουγγαρίας όταν σχεδιάζει τις οικονομικές του πολιτικές και έχει αρνηθεί να ακολουθήσει τις πολιτικές ντιρεκτίβες από τους γραφειοκράτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες. Εργάστηκε επίσης για να αντικαταστήσει τη νεοφιλελεύθερη εμπροσθοφυλακή που οδήγησε τη χώρα προς τη χρεοκοπία κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Για να ενισχύσει την οικονομία, επέβαλε ειδικές εισφορές σε πολυεθνικές εταιρείες και τράπεζες για να κατανείμει το βάρος της κρίσης όσο το δυνατόν πιο αναλογικά μεταξύ των παικτών της αγοράς που την προκάλεσαν (και έβγαλαν κέρδος από αυτήν) και των πολιτών της Ουγγαρίας.

Το 2014, ο Orban διακήρυξε πως η Ουγγαρία θα απομακρυνθεί από τον φιλελευθερισμό των αρχών του 21ου αιώνα, που χρεοκόπησε τόσο εντυπωσιακά το 2008. Αντιθέτως, διακήρυξε το όραμά του για μια μη φιλελεύθερη κοινωνία -ο ίδιος την ονόμασε «αντιφιλελεύθερη»- με βάση την κοινή ταυτότητα, τον Χριστιανισμό και την αλληλεγγύη. Είχε κατανοήσει πως η Δύση υπέφερε από μια συστημική κρίση, τόσο σε οικονομικούς όρους όσο και εντός της ίδιας της φιλελεύθερης τάξης.

Εννέα χρόνια έχουν περάσει από τη σαρωτική νίκη του Orban το 2010, στην οποία κέρδισε πάνω από τα δύο τρίτα των κοινοβουλευτικών εδρών -επίτευγμα το οποίο έχει επαναλάβει δύο φορές. Αυτό είναι μια ξεκάθαρη απόδειξη της δημοφιλίας και της επιτυχίας των πολιτικών του. Η οικονομία της Ουγγαρίας είναι σε καλή κατάσταση: ο πληθωρισμός και η ανεργία είναι σε χαμηλά επίπεδα, ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ είναι περίπου 5% και οι πραγματικοί μισθοί έχουν αυξηθεί κατά 40% τα τελευταία χρόνια.

Η αντιφιλελεύθερη στροφή που προώθησε ο V. Orban και η εξάπλωση του λαϊκισμού που έφερε αυτή ήταν συνέπειες μιας ανισορροπίας εντός της φιλελεύθερης τάξης, μιας ανισορροπίας που ευνοούσε τις ελίτ έναντι των αναγκών των απλών πολιτών. Καθώς ο φιλελευθερισμός ατονεί, η πραγματική πλειοψηφική δημοκρατία και η λαϊκή εκπροσώπηση επιστρέφουν στην Ουγγαρία.

Και το ίδιο συμβαίνει και σε όλη την Ευρώπη. Στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Μάιο του 2019, οι «λαϊκιστές» (δημοκράτες, με άλλα λόγια) ενίσχυσαν σημαντικά τη θέση τους. Το ευρωπαϊκό εκλογικό σώμα ψήφισε υπέρ της ισορροπίας μεταξύ σταθερότητας και αλλαγών -υπέρ της διατήρησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς να χαθούν περισσότερα κράτη-μέλη και υπέρ του να παραμείνουν ζωντανά όλα τα επιτεύγματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αξίζουν και να απορριφθεί οτιδήποτε έχει αποδειχθεί μη βιώσιμο. Οι ψηφοφόροι έστειλαν ένα ξεκάθαρο μήνυμα: θέλουν περισσότερη ευελιξία στην πολιτική, λιγότερο ιδεολογικό δογματισμό και περισσότερη ετοιμότητα για συμβιβασμό.

Αν και κάποιοι ίσως να μην μπορούν να το αποδεχθούν, ο παλαιός κόσμος εξαφανίζεται. Δεν μπορεί να σωθεί. Αυτό που μπορεί και πρέπει να σωθεί είναι ο Δυτικός (Χριστιανικός) πολιτισμός. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι, όπως έγραψε κάποτε ο ιστορικός Niall Ferguson, «η μεγαλύτερη απειλή για τον δυτικό πολιτισμό δεν έρχεται από άλλους πολιτισμούς, αλλά από τη δική μας τη μικροψυχία -και από την ιστορική άγνοια που τη θρέφει».

Εμείς οι Ούγγροι γνωρίζουμε πολύ καλά πως κανένας άλλος δεν έχει το δικό μας συμφέρον στην καρδιά του. Γι’ αυτό και συνεχίζουμε να επιμένουμε στην ελευθερία, τη δημοκρατία και την ανεξαρτησία μας ως έθνους-κράτους.

Ως πολίτες μιας ελεύθερης χώρας στην καρδιά της Ευρώπης, έχουμε υπάρξει θεματοφύλακες μεταξύ της Ανατολής και της Δύσης για χιλιάδες χρόνια. Ελπίζουμε πως θα συνεχίσουμε να το κάνουμε για ακόμα 1.000 χρόνια.

*Η Maria Schmidt είναι Ιστορικός - ειδικευμένη στην έρευνα για τις δικτατορίες στον 20ό αιώνα. Πρώην σύμβουλος του πρωθυπουργού της Ουγγαρίας Viktor Orban, γενική διευθύντρια του Μουσείου της Τρομοκρατίας στη Βουδαπέστη.

v