Tο ερώτημα εάν το κράτος, όπως είναι δομημένο με εξουσιαστικούς θεσμούς και κανόνες δικαίου, παράγει αξιοπιστία ως κράτος δικαίου τίθεται εξαρχής και η απάντηση είναι σχετική: άλλοτε ναι και άλλοτε όχι. Ο σχετικισμός αυτός συνδέεται με το γεγονός ότι το κράτος, διεθνοποιημένο εν ολίγοις σήμερα, είναι οργανωμένο και λειτουργεί εντός του άνισου από τη φύση του καπιταλιστικού συστήματος με ανταγωνιστές σε συνεχή διελκυστίνδα. Κατά συνέπεια είναι συνεχώς διεκδικήσιμο το κράτος ως κράτος δικαίου και δεν θεωρείται δεδομένο.
Η αποτελεσματικότητα και η ποιότητα της λειτουργίας του συνδέονται με τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούν και τις κοινωνικές αντιστάσεις που αναπτύσσονται. Οι σπάνιες και κατ’ ανάγκην συγκλίσεις μεταξύ ανταγωνιστών ή κοινωνικών εταίρων, κατ’ άλλους, δεν αναιρούν την αντιπαλότητα που ενυπάρχει στο εσωτερικό του κράτους.
Ο σχετικισμός αυτός αποτυπώνεται στη νομοθετική, στην εκτελεστική, όσο και στη δικαστική λειτουργία κατά την ορολογία του άρθρου 26 του Συντάγματος, δικαστική δε εξουσία, όπως ορίζει ο τίτλος του Ε’ τμήματός του. Μιλάμε για δικαστική εξουσία και το ζητούμενο βέβαια είναι αν παράγεται πάντα από τις λειτουργίες της αξιόπιστης απονομής της δικαιοσύνης. Στον δημόσιο λόγο, μάλιστα, το παράγωγο («δικαιοσύνη») ταυτίζεται με το παράγον («εξουσία»). Ας είναι. Αρκεί να μη λησμονούμε ότι η δικαστική εξουσία ως τέτοια:
1. Δημιουργεί στην εσωτερική οργάνωση του συστήματος και εξαρτησιακές σχέσεις χειραγώγησης λειτουργικά υφισταμένων δικαστών, με συνέπεια να δημιουργείται περιθώριο επηρεασμού της δικαιοδοτικής κρίσης τους.
2. Συλλειτουργεί -και επιβάλλεται- με τις άλλες κατά το Σύνταγμα εξουσίες. Ωστόσο, υπάρχουν δικαστές που συνάπτουν ή επιδιώκουν τη σύναψη και σχέσεων συναλλαγής με την εκτελεστική εξουσία ή αγωνιούν για την απόκτηση επαφών με κατεστημένα ΜΜΕ ή και οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα, είτε για την προώθησή τους στην κορυφή της δικαστικής ιεραρχίας είτε για άλλους ιδιοτελείς λόγους. Έτσι φαίνεται να εξαερούται και ο στοχασμός του Αριστόβουλου Μάνεση, που θεωρεί τη δικαστική εξουσία και ως «εξουσία - αντεξουσία».
3. Η δικαστική εξουσία παράγει -και αυτή- διαφθορά και όχι μόνο με την έννοια της οικονομικής συναλλαγής -αυτοί πιστεύω ότι είναι λίγοι- αλλά και με τη συμμετοχή τους σε διαπραγματεύσεις έναντι άλλων ωφελημάτων, με συνέπεια την επιβάρυνση ή αλλοίωση της δικαστικής κρίσης τους, για μεγάλου ιδίως ενδιαφέροντος υποθέσεις.
Το δικαστικό σύστημα, εκτός από τα συνταγματικά θεμέλιά του, τους κανόνες των διεθνών συμβάσεων, τους νόμους, τη νομολογία και τη θεωρία, έχει ανάγκη και από τους μύθους του, σε μεγαλύτερο βαθμό από άλλες εξουσίες, όπως ότι:
1. Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης θεωρείται ως εξ υπαρχής δεδομένη, ενώ υπό τον τίτλο του άρθρου 87 του Συντάγματος δεν στεγάζεται η αναφορά αυτή, αλλά η διασφάλιση της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστών - εισαγγελέων, που σημαίνει ότι με την οχύρωση αυτή οφείλουν οι δικαστές- εισαγγελείς να διεκδικούν ανά πάσα στιγμή την ανεμπόδιστη ολοκλήρωση του έργου τους κατά την απονομή δικαιοσύνης.
2. Η επίκληση της συνείδησης του δικαστή ως ασφαλιστικής δικλίδας της για την αξιόπιστη απονομή δικαιοσύνης κ.ά., ενώ δεν αντιλαμβάνομαι για ποιο λόγο θεωρούμε ειδικά για τους δικαστές ότι αυτή αποτελεί το απόλυτο της διασφάλισης της αξιόπιστης κρίσης τους και δεν την επικαλούμαστε για τους χειριστές-πιλότους που μεταφέρουν ανθρώπινες ζωές, για τους ιατρούς-χειρουργούς που από τη συνειδητή εργασία τους εξαρτάται η ζωή των ασθενών τους, ή τους κατασκευαστές μηχανικούς όταν ανεγείρουν οικοδομές κ.ά.
Οι επισημάνσεις αυτές ως προς τη συνείδηση έχουν βέβαια διαχρονική αναφορά, όσο και οριζόντια, σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες. Έτσι η αξιοπιστία και η ανεξαρτησία του δικαστικού συστήματος περνά τόσο μέσα από την εφαρμογή των κανόνων δικαίου και των εργαλείων εφαρμογής τους όσο και από την απομυθοποίησή του.
Την ανεξαρτησία, μάλιστα, της δικαιοσύνης όσο και τη συνείδηση του δικαστή ως δεδομένες επικαλούνται υποκριτικά οι άλλες εξουσίες, κυρίως η εκτελεστική, θεωρώντας, όμως, ότι έτσι αποκτούν το προνόμιο παραβίασής της.
Η σημερινή κυβέρνηση έχει προσφέρει αναρίθμητα δείγματα παρόμοιας συμπεριφοράς, με την ενδεικτική αναφορά:
1. Του τεραστίων διαστάσεων σκανδάλου Novartis και του διωγμού από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, αλλά και υπουργούς, της Εισαγγελέως Διαφθοράς Ελ. Τουλουπάκη και των επίκουρων εισαγγελέων, καθώς και της κατασυκοφάντησης, με τη συγχορδία φιλικών ΜΜΕ, πρώην υπουργών και δημοσιογράφων με σκοπό την απαλλαγή πολιτικών προσώπων από τις ευθύνες συμμετοχής τους στο σκάνδαλο αυτό.
2. Του σκανδάλου υποκλοπών και της επιχείρησης απαξίωσης της ΑΔΑΕ και της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
3. Της αξιοποίησης του Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, που είχε τοποθετηθεί από την κυβέρνηση μόλις τον περασμένο Σεπτέμβριο, τόσο για την υπόθεση αυτή όσο και για την κάλυψη ευθυνών εξαιτίας του ανθρωποκτόνου δυστυχήματος στα Τέμπη.
Πέραν αυτών, ας διερωτηθούμε τι απέμεινε από τα τεράστια σκάνδαλα των τελευταίων και μόνο χρόνων, όπως Siemens, Βατοπεδίου, Βγενόπουλου, Χρηματιστηρίου, λίστας Λαγκάρντ κ.ά.
Έτσι, στο ερώτημα «απονέμεται ή όχι δικαιοσύνη;», η απάντηση είναι σχετική. Πότε ναι και πότε όχι. Σε συνδυασμό με τις συνθήκες που επικρατούν, αλλά και με τους δικαστές που χειρίζονται τις υποθέσεις, από τους οποίους άλλοι αντέχουν και μπορούν - άλλοι όχι. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι οι πρώτοι είναι πολλοί. Οφείλουμε να τους στηρίζουμε παντί τρόπω. Με αυτούς και μόνο συνδέεται η αξιοπιστία και το κύρος του δικαστικού θεσμού.
Αίθουσα στα Δικαστήρια της οδού Ευελπίδων. Η αποτελεσματικότητα και η ποιότητα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης συνδέονται με τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούν και τις κοινωνικές αντιστάσεις που αναπτύσσονται.
*Ο κ. Αντώνης Ρουπακιώτης είναι Δικηγόρος, πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.