Ο μέγας Ευρωπαίος Ζαν Μονέ έγραψε στα απομνημονεύματά του: «Η Ευρώπη θα οικοδομηθεί μέσα από κρίσεις και θα είναι το άθροισμα των λύσεων που θα έχουν δοθεί στις κρίσεις αυτές». Μια κρίση με μοναδικά χαρακτηριστικά, η οποία κατέληξε σε αποφάσεις που δεν μπορούσε κανείς να διανοηθεί, είναι η κρίση του κορωνοϊού.
Είναι το turning point της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα.
Η πανδημία έπληξε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. και οι επιπτώσεις σε όλους τους τομείς ήταν πρωτοφανείς.
Στην πρώτη φάση, υπήρξε κίνδυνος διάλυσης. Για πρώτη φορά έχουμε κλείσιμο των εσωτερικών συνόρων, αναστολή της Συνθήκης του Σένγκεν, συγκρότηση ομάδων κρατών-μελών τα οποία συνασπίζονται και το πρωτοφανές γεγονός, Επίτροποι να υπερβαίνουν τη συλλογικότητα της Επιτροπής και με κοινό άρθρο να ζητούν νέο Ευρωπαϊκό Ταμείο.
Η πρώτη αυτή φάση της κρίσης έδειξε έλλειψη συνοχής στην Ε.Ε. Αυτή, βέβαια, είχε ξεκινήσει από τη χρηματοοικονομική κρίση και την άνοδο των ανισοτήτων εντός της Ε.Ε. Εκφράστηκε με φαινόμενα όπως η άνοδος του λαϊκισμού, το Brexit, αλλά και τα φαινόμενα της «μη φιλελεύθερης δημοκρατίας».
Στην πανδημία ξεκίνησε μια νέα μορφή «διακυβερνητισμού», η οποία ήταν μεν εμφανής από το 2010, αλλά πήρε μεγάλες διαστάσεις. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο απέκτησε απόλυτα κυρίαρχο ρόλο, με πρωταγωνιστές τη Γαλλία και τη Γερμανία.
Κατά τη διάρκεια της χρηματοοικονομικής κρίσης, η έλλειψη θεσμών, η μη πρόβλεψη από τη Συνθήκη αντίστοιχων κινδύνων και οι αντιθέσεις Βορρά - Νότου οδήγησαν σε μεγάλες καθυστερήσεις, οι οποίες έθεσαν σε κίνδυνο τόσο το ευρώ όσο και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στην κρίση της πανδημίας, οι Ευρωπαίοι ηγέτες κατανόησαν γρήγορα την ανάγκη ευρωπαϊκής λύσης, με πολιτική προτεραιότητα στην υποστήριξη της συνοχής σε κάθε κοινωνία κράτους-μέλους.
Αυτή η πολιτική επιλογή, που έδωσε προτεραιότητα στον άνθρωπο, στην προστασία της υγείας του από την πανδημία και στην οικονομική επιβίωσή του, υπήρξε κορυφαία και σωτήρια.
Δύο είναι οι μεγάλες συνέπειες αυτής της πολιτικής. Κατ’ αρχάς, η δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, παράλληλα με μια σειρά προγραμμάτων και δράσεων που αφορούσαν τους νέους, τις επιχειρήσεις, την αγορά εργασίας. Και δεύτερον, η αίσθηση μετά από αρκετά χρόνια στους Ευρωπαίους πολίτες ότι η Ε.Ε. μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο και να απαντήσει στις ανάγκες τους και στα προβλήματά τους.
Το Ταμείο Ανάκαμψης συνδυάζει την αναδιανεμητική με την αναπτυξιακή λειτουργία και σταθεροποιεί τις οικονομίες. Ταυτόχρονα δίνει δυνατότητα για την υλοποίηση των δύο αναγκαίων μεταβάσεων στις δύο προτεραιότητες της Ε.Ε. αλλά και του πλανήτη, που είναι ο ψηφιακός μετασχηματισμός και η κλιματική αλλαγή.
Αυτή η εξέλιξη είναι μια ιστορική υπέρβαση δύο ευρωπαϊκών ταμπού: το πρώτο είναι η γενναία αύξηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού ως ποσοστού του ευρωπαϊκού ΑΕΠ και το δεύτερο είναι η ευρωπαϊκή εγγύηση κοινού χρέους.
Επιβεβαιώνεται, λοιπόν, ιστορικά ότι η Ε.Ε., όταν βρίσκεται μπροστά σε μεγάλες κρίσεις, υπερβαίνει τις δικές της κόκκινες γραμμές και δημιουργεί εργαλεία που λειτουργούν ως καταλύτης εξελίξεων στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Αυτό το συμπέρασμα ας το κρατήσουμε ως θεμέλιο της αισιοδοξίας μας για την αντιμετώπιση της νέας κρίσης που προέκυψε με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Ο πόλεμος στην καρδιά της Ευρώπης έφερε νέα επιμέρους προβλήματα, όπως η αντιμετώπιση της ενεργειακής εξάρτησης από τη Ρωσία, η ενεργειακή φτώχεια (κυρίως των αδύναμων), ο παγκόσμιος ανταγωνισμός που προκαλεί ζητήματα επενδύσεων και εξαγωγών στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, αλλά και η αλλαγή του προϋπολογισμού άμυνας στις περισσότερες χώρες.
Όπως πάντα, υπάρχει μια κατηγορία πολιτικών και δημοσιολογούντων που λειτουργούν ως έμποροι του αντιευρωπαϊσμού. Επαναλαμβάνεται, λοιπόν, η ιστορία της αδύναμης, νεοφιλελεύθερης, γερμανικής Ευρώπης, η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τη νέα πραγματικότητα.
Όπως συνέβη πολλές φορές στο παρελθόν, έτσι και τώρα η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να σχεδιάσει από την αρχή, να εφεύρει νέες ισορροπίες και θεσμούς, ώστε να κερδίσει τα δύο μεγάλα στοιχήματα του 21ου αιώνα.
Το πρώτο είναι η εσωτερική συνοχή μεταξύ κρατών αλλά και εντός των κοινωνιών. Το δεύτερο είναι η κοινή εξωτερική πολιτική δράση, αναγκαία για να παίξει κυρίαρχο ρόλο μεταξύ των υπαρχουσών αλλά και αναδυόμενων μεγάλων δυνάμεων, προς όφελος των πολιτών της.
Η σε εξέλιξη συζήτηση για το Ταμείο Ευρωπαϊκής Κυριαρχίας, η σε σημαντικό βαθμό ενεργειακή απεξάρτηση μέσα σε ένα χρόνο από τη Ρωσία και η επανέναρξη των συζητήσεων για την ευρωπαϊκή άμυνα είναι θεμελιώδη ζητήματα, τα οποία απαιτούν χρόνο (τον οποίο δεν έχουμε) και πολιτική βούληση και από τις 27 χώρες.
Είμαστε και πάλι μπροστά ή στην ανάγκη αλλαγής των ευρωπαϊκών συνθηκών ή στην υπέρβασή τους με χρήση της ενισχυμένης συνεργασίας.
Το πρώτο ενδεχόμενο είναι εξαιρετικά δύσκολο, γιατί απαιτεί ομοφωνία, το δεύτερο απαιτεί να συμφωνήσουμε σε μια νέα αρχή το 2023: Θα προχωρήσουν όσες χώρες θέλουν και μπορούν, υποστηρίζοντας αυτές που θέλουν αλλά δεν μπορούν. Δεν πρέπει, όμως, οι χώρες που δεν θέλουν το βάθεμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης να λειτουργούν ως εσωτερικοί εχθροί.
Η Ευρώπη ή θα εξελίσσει συνεχώς την ενοποίησή της ή θα εξελιχθεί σε μια μορφή οικονομικής κοινοπολιτείας. Προσωπικά πιστεύω και παλεύω για το πρώτο, γιατί καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν μπορεί στο γεωπολιτικό τοπίο του 21ου αιώνα να επιβιώσει χωρίς την ασπίδα της Ε.Ε.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ ανακοινώνουν κοινά μέτρα της Ε.Ε. για την αντιμέτωπιση της πανδημίας Covid-19 (15/4/2020). Αυτή η πρωτοφανής, με τα μέχρι τότε δεδομένα, αντίδραση έσπασε αρκετά πολιτικά «ταμπού» και έγινε αφετηρία και για μια σειρά άλλων κοινών πολιτικών, όπως η αντίδραση στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
*Η κα Άννα Διαμαντοπούλου είναι Πρόεδρος του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη - Πρώην Επίτροπος Ε.Ε. - Πρώην Υπουργός.