Zούμε στην εποχή μας τις συνέπειες ενός διασυνδεδεμένου κόσμου, όπου «το πέταγμα μιας πεταλούδας στην Κίνα μπορεί να φέρει καταιγίδα στη Νέα Υόρκη», ενός κόσμου, όμως, ο οποίος βρίσκεται σε φάση συνταρακτικών γεωπολιτικών, τεχνολογικών και κοινωνικών μεταβολών, με χαώδεις συνέπειες, που ουδείς μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια.
Η ρίζα, όμως, πολλών από αυτές τις εξελίξεις βρίσκεται τρεις δεκαετίες πριν. Στην απόφαση του αμερικανικού κατεστημένου να υιοθετήσει στην πράξη το ιδεολογικό αφήγημα του Φράνσις Φουκουγιάμα ότι έχει έρθει το «τέλος της ιστορίας» και εν ολίγοις ότι είναι μονόδρομος η εξάπλωση των αρχών της φιλελεύθερης δυτικής δημοκρατίας ανά τον κόσμο.
Γεωπολιτικά, η θέση αυτή εκφράστηκε αρχικά μέσα από το δόγμα Κλίντον για «ανθρωπιστικές παρεμβάσεις» σε περιοχές όπου δεν διακυβεύονταν εμφανώς κρίσιμα συμφέροντα των ΗΠΑ, με αποκορύφωμα τους βομβαρδισμούς στη Σερβία. Όμως, ίσως περισσότερη σημασία έχει η χρήση της ως ιδεολογικού προκαλύμματος για το επιχειρηματικό, οικονομικό και πολιτικό άνοιγμα της Δύσης στην Κίνα, με τη φιλοδοξία ότι το αμοιβαίο κέρδος θα οδηγήσει τον ασιατικό γίγαντα σε εκδημοκρατισμό δυτικού τύπου.
Κρίνοντας από τα μέχρι τώρα αποτελέσματα, επρόκειτο περί μοιραίου λάθους. Αγνοώντας τα μακροχρόνια διδάγματα της Realpolitik και πιασμένες χέρι-χέρι, οι πολιτικές και επιχειρηματικές ηγεσίες της Δύσης επέλεξαν να ενισχύσουν τον -τότε- μοναδικό πιθανό μελλοντικό αντίπαλο, απέναντι στην παντοκρατορία της αμερικανικής και δυτικής ισχύος που δημιούργησε η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης.
Τρεις δεκαετίες αργότερα, οι περισσότεροι πυλώνες στους οποίους στηρίχθηκε η επικυριαρχία της Δύσης (τεχνολογία, στρατιωτική ισχύς, εκμετάλλευση πόρων σε παγκόσμια κλίμακα, καπιταλιστικό σύστημα) τρίζουν συθέμελα, ενώ ο λεγόμενος «παγκόσμιος Νότος», στον οποίο αντιστοιχούν τα 2/3 του πληθυσμού της Γης, δείχνει να χειραφετείται όλο και περισσότερο, με την Κίνα να παίζει κεντρικό ρόλο σε συνδυασμό με τη Ρωσία.
Δεν είναι βεβαίως τυχαίο ότι οι χώρες του «παγκόσμιου Νότου» τηρούν στην ουκρανική κρίση είτε ουδέτερη στάση είτε «γέρνουν» υπέρ της Ρωσίας. Πρόκειται για μια πραγματικότητα που ουδείς μπορεί να αγνοήσει.
Το οικονομικό και κοινωνικό αποτύπωμα από αυτόν τον σεισμό που μεταβάλλει γεωπολιτικές και διεθνείς οικονομικές ισορροπίες έχει ήδη γίνει εμφανές. Ο δυτικός «τρόπος ζωής», η προσδοκία αύξησης της ευμάρειας που επικράτησε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, απειλείται κι αυτό είναι ήδη ορατό από τις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις. Σε αρκετές χώρες της Δύσης, μάλιστα, και από τον πάγιο «ρυθμιστή» της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τη μεσαία αστική τάξη. Οι ανισότητες ενισχύονται και μαζί τους μεγαλώνει το αίσθημα ανασφάλειας και αβεβαιότητας για το μέλλον.
Την κατάσταση χειροτέρεψε η ανοιχτή σύγκρουση στην Ουκρανία, καθώς οι επιπτώσεις του πολέμου γιγάντωσαν τον πληθωρισμό, ιδίως στην Ευρώπη, ενώ δημιούργησαν τεράστιες νέες απαιτήσεις για αμυντικό εξοπλισμό, σε μια περίοδο κατά την οποία οι δημοσιονομικές αντοχές της Δύσης κάθε άλλο παρά ανεξάντλητες είναι.
Η τραπεζική αναταραχή ήλθε να επιδεινώσει την κατάσταση, δείχνοντας ξανά ότι η γιγάντωση του χρηματοοικονομικού/χρηματιστηριακού συστήματος στη Δύση αποτελεί όχι μόνο ένα πολύτιμο όπλο, αλλά και αχίλλειο πτέρνα στις δύσκολες περιόδους.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, βρίσκει πιο ικανοποιητική εξήγηση και η κοινωνική αναταραχή στη Γαλλία, που έχει άλλωστε σημαντική παράδοση στις κοινωνικές αντιδράσεις. Θα ήταν εξαιρετικά κοντόφθαλμο να την αποδώσουμε αποκλειστικά στην επιμονή Μακρόν να περάσει την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης κατά 2 χρόνια. Αυτή μπορεί να είναι η αφορμή, αλλά δεν είναι η αιτία.
Δεν είναι τυχαία, άλλωστε, και η άνοδος ακροδεξιών σχηματισμών στην εξουσία, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την κυβέρνηση Μελόνι στην Ιταλία, ούτε και η διαρκώς αυξανόμενη εμβέλεια της ΛεΠεν στην ίδια τη Γαλλία.
Το μεγάλο πρόβλημα στην Ευρώπη -και συνολικότερα στη Δύση- είναι ότι έχουμε φτάσει σε ένα σημείο καμπής, σε ένα… γνήσιο «turning point», στο οποίο δεν υπάρχουν ούτε εύκολες λύσεις ούτε εύκολες εξηγήσεις.
Ποιος πολιτικός της Δύσης θα τολμήσει να πει ότι η «παγκοσμιοποίηση», που όντως αύξησε δραστικά το βιοτικό επίπεδο σε πολλές χώρες του Τρίτου Κόσμου, ενείχε τα σπέρματα για την ανάδυση νέων διεθνών ισορροπιών, που καθόλου δεν ευνοούν το βιοτικό επίπεδο των ψηφοφόρων του;
Ποιος θα μπορούσε να πείσει τους πολίτες ότι τα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στα οποία διαμορφώθηκε το αυξανόμενο επίπεδο ευμάρειας, ενδεχομένως αποτελούν «μια στιγμή της ιστορίας» και όχι υπόσχεση αέναης ανόδου;
Πολύ πιθανότερο είναι να επικρατήσει η τρέχουσα τάση προς μια έντονη διεθνή αντιπαράθεση, με ιδεολογικό προκάλυμμα τις θεμελιώδεις διαφορές που όντως χωρίζουν πολύ μεγάλο μέρος των ηγεσιών του «παγκόσμιου Νότου», με έμφαση στην Κίνα και τη Ρωσία, από τις φιλελεύθερες δημοκρατικές και ανθρωπιστικές αρχές της Δύσης. Προκειμένου αφενός να δικαιολογηθούν οι συνεχιζόμενες κοινωνικοοικονομικές συνέπειες πίσω από την ανάγκη διαμόρφωσης «πολεμικών οικονομιών» στη Δύση (μια έκφραση που έχει ήδη έλθει στο προσκήνιο διεθνώς), αφετέρου να επιχειρηθεί η διατήρηση της επικυριαρχίας της για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Πρόκειται για εγχείρημα παράτολμο, ακόμη κι αν είναι θεμιτό. Και όχι μόνο επειδή τυχόν αποτυχία θα έχει πολύ βαριές συνέπειες, αφού η Δύση θα κληθεί να παίξει τα «ρέστα» της.
Κυρίως διότι, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δεν φαίνεται να διαμορφώνονται συνθήκες ευρείας συναίνεσης σε αυτή την κατεύθυνση στις κοινωνίες πολλών χωρών της Δύσης. Παράλληλα, είναι εμφανές ότι η προσπάθεια να ντυθεί η σύγκρουση με χρώματα ιδεολογικά αφήνει παγερά αδιάφορο σχεδόν το σύνολο του «παγκόσμιου Νότου».
Όμως, και ο εναλλακτικός δρόμος εμφανίζεται κλειστός. Ιστορικά καμία αυτοκρατορία δεν δέχτηκε να παραδώσει τα σκήπτρα χωρίς να είναι υποχρεωμένη να το πράξει. Συνηθισμένες εδώ και δεκαετίες στον ρόλο της «πρώτης υπερδύναμης», χωρίς ισότιμους αντιπάλους, οι ΗΠΑ δεν είναι καθόλου εύκολο να αποδεχτούν ότι ο ηγεμονικός τους ρόλος ανά τον κόσμο μπορεί να τελειώσει υπέρ ενός πολυπολικού κόσμου, με πολύ μεγάλη επιρροή της Κίνας, ίσως μελλοντικά και της Ινδίας. Αντίστοιχα, η Ευρώπη δείχνει να σύρεται προς την ίδια κατεύθυνση, υποχρεωμένη από εξαρτήσεις οικονομικές, στρατιωτικές και πολιτισμικές, έχοντας και το πρόσθετο μειονέκτημα των εσωτερικών αντιθέσεων.
Ίσως στην πιο κρίσιμη στιγμή της ιστορίας της, η «Ενωμένη Ευρώπη» εμφανίζεται αδύναμη να παίξει κρίσιμο ρόλο σε ένα κορυφαίο ζήτημα, στο οποίο θα μπορούσε να είναι ο ιδανικός ρυθμιστής. Ίσως ο μόνος που θα μπορούσε να βάλει φρένο στο επαπειλούμενο χάος.
«Όχι στις συντάξεις του Macron!». Στιγμιότυπο από τις διαδηλώσεις που συντάραξαν τη Γαλλία, με αιτία την επιχειρούμενη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού (19/1/2023). Η οικονομική διαταραχή παγκοσμίως έχει μεταφραστεί σε πίεση στο εσωτερικό πολλών χωρών της Δύσης, με τις ανάλογες κοινωνικές αντιδράσεις.
*Ο κ. Γιώργος Παπανικολάου είναι Διευθυντής Euro2day.gr