Oι ελληνοτουρκικές σχέσεις αναπτύσσονται σήμερα σε ένα διεθνές περιβάλλον που μεταβάλλεται, με σημαντικές αλλαγές στον συσχετισμό δυνάμεων, στις περιφερειακές ισορροπίες και στη συμπεριφορά των κύριων «παικτών». Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικές αλλαγές.
Πρώτον, ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλάζει τις συμμαχίες σε παγκόσμιο επίπεδο. Φέρνει πολύ κοντά τη Μόσχα και το Πεκίνο -εξέλιξη καθόλου βέβαιη πριν από τη στάση των ΗΠΑ στον πόλεμο αυτό. Προφανώς έχει πια επικρατήσει στην Ουάσιγκτον η άποψη που υποστηρίζει τη συνέχιση του πολέμου μέχρι να γονατίσει η Ρωσία, στέλνοντας μήνυμα υπεροχής και προς την Κίνα. Την ίδια στιγμή, διάφοροι αναλυτές στις δυτικές πρωτεύουσες αντιλαμβάνονται ότι με αυτή την πολιτική η Ρωσία θα εξαρτηθεί πλήρως από το Πεκίνο, μια εξέλιξη που η αμερικανική στρατηγική προσπαθούσε να αποτρέψει για δύο δεκαετίες.
Δεύτερον, η Κίνα πραγματοποιεί μια μεγάλη στροφή στην εξωτερική της πολιτική με τη μεσολάβησή της μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας. Μέχρι τη μεσολάβηση αυτή, η οποία βέβαια δεν είναι σημερινή αλλά έχει ξεκινήσει εδώ και περίπου δύο χρόνια, η Κίνα απέφευγε συστηματικά να επέμβει με οποιονδήποτε τρόπο σε διενέξεις που δεν αφορούσαν την εγγύς περιφέρειά της, πολλώ δε μάλλον στις διενέξεις στη Μέση Ανατολή και την περιοχή του Περσικού κόλπου, που θεωρούνταν περιοχή αποκλειστικής επιρροής της Ουάσιγκτον. Ας μην ξεχνάμε ότι η Μέση Ανατολή αποτελεί το πεδίο εμπέδωσης κάθε νέου μοντέλου του διεθνούς συστήματος: του διπολικού με την κρίση του Σουέζ (1956), του μονοπολικού με τον Πόλεμο του Κόλπου (1991) και ίσως σήμερα του πολυπολικού με την κινεζική μεσολάβηση στον Περσικό κόλπο.
Τρίτον, ως απόρροια των παραπάνω, σημαντικές χώρες στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο αναθεωρούν τη στρατηγική συμμαχιών τους, προσπαθώντας να διευρύνουν τις επιλογές τους πέρα από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Άλλωστε, είναι διάχυτη στις αραβικές πρωτεύουσες η πεποίθηση ότι οι ΗΠΑ είναι έτοιμες «να αποχωρήσουν» από τη Μέση Ανατολή, δηλαδή να μειώσουν αισθητά το στρατιωτικό αποτύπωμά τους στην περιοχή, αφήνοντας τις αραβικές μοναρχίες εκτεθειμένες στο εγχώριο πολιτικό Ισλάμ και στην ιρανική επιρροή.
Έτσι, παρατηρούμε μια προσέγγιση της Αιγύπτου με τη Ρωσία και την Κίνα αλλά και μια ενδοπεριφερειακή προσέγγιση μεταξύ Τουρκίας, Σαουδικής Αραβίας και Εμιράτων, που συμπαρασύρει και την Αίγυπτο, η οποία, λόγω των οξύτατων οικονομικών προβλημάτων της, δεν είναι δυνατόν να αντισταθεί σθεναρά στην προτροπή των μοναρχιών του Κόλπου για αποκατάσταση των σχέσεών της με την Άγκυρα. Στο ίδιο πλαίσιο, οι στρατιωτικές επιδρομές και οι εποικισμοί της κυβέρνησης Νετανιάχου στα κατεχόμενα Παλαιστινιακά Εδάφη δημιουργούν σοβαρά εσωτερικά προβλήματα στις μοναρχίες του Κόλπου, οι οποίες κατανοούν ότι δεν μπορούν να βασίζονται αποκλειστικά στο Ισραήλ για την αντιμετώπιση του Ιράν.
Με βάση τα παραπάνω, οι τριγωνικές συμμαχίες (Ελλάδα - Κύπρος - Ισραήλ, Ελλάδα - Κύπρος - Αίγυπτος) που κυριάρχησαν στην ελληνική στρατηγική αποτροπής της τουρκικής επιθετικότητας τα τελευταία 15 χρόνια θα πρέπει να αναθεωρηθούν. Χώρες της περιοχής που μέχρι σήμερα ήταν ευνοϊκά διακείμενες προς αυτά τα σχήματα συνεργασίας, όπως η Σαουδική Αραβία, τα Εμιράτα και η Αίγυπτος, είναι πολύ πιθανό να αλλάξουν γραμμή καθώς θα προσεγγίζουν την Άγκυρα.
Τα Εμιράτα έχουν εδώ και καιρό επιλέξει να στηρίζουν την τουρκική οικονομία σε κρίσιμες στιγμές. Η συμφωνία Ιράν - Σαουδικής Αραβίας, ανεξάρτητα από την εξέλιξή της, δείχνει με πολύ σαφή τρόπο πόσο ρευστές και πολύπλοκες είναι οι περιφερειακές ισορροπίες στη Μέση Ανατολή και πόσο άστοχη είναι η σπουδή να εμπλακεί η Ελλάδα στις μεσανατολικές διενέξεις.
Η Τουρκία εισέρχεται σε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας. Μια νίκη της αντιπολίτευσης στις προεδρικές εκλογές αναμένεται ότι θα συνοδεύεται από σχετική κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΑΚΡ στην τουρκική Εθνοσυνέλευση και αυτό θα οδηγήσει σε πολύ σημαντικές αναταράξεις και μεγάλη πολιτική ρευστότητα, που θα επηρεάσει και την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας. Δεν είναι λίγες οι φορές που η αστάθεια στην Τουρκία οδηγεί τις κυβερνώσες ελίτ της χώρας σε τυχοδιωκτικές ενέργειες στον περίγυρό της.
Η Ελλάδα, σε αυτό το διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον, θα πρέπει να επανακαθορίσει τη θέση της σε τρεις βάσεις.
Πρώτον, στη βάση της διεθνούς θέσης της ως χώρας-γέφυρας μεταξύ της Ε.Ε., των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου και ως χώρας ήπιας ισχύος, δηλαδή ως δύναμης μεσολάβησης, πρωτοβουλιών ειρήνης, συνεργασίας και συλλογικής ασφάλειας.
Δεύτερον, θα πρέπει να επιδιώξει την επανασύνδεση της συμπεριφοράς της Τουρκίας με τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Αυτό δεν σημαίνει μόνο κυρώσεις σε περίπτωση επιθετικής πολιτικής αλλά και χειροπιαστές επιβραβεύσεις της Άγκυρας, όταν αυτή προχωρά σε κινήσεις καλής γειτονίας, με βασικό στόχο την επίλυση των ζητημάτων της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στο Διεθνές Δικαστήριο.
Και τρίτον, η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να πρωτοστατήσει στην οικοδόμηση σχημάτων οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας στα Βαλκάνια, αξιοποιώντας τη Συμφωνία των Πρεσπών ως βάση συνεννόησης και ως πρότυπο για την επίλυση διενέξεων στην περιοχή και προωθώντας με συνέπεια και ένταση την ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων. Η Τουρκία θα πρέπει είτε να ενταχθεί στα σχήματα αυτά με εποικοδομητικό τρόπο είτε να αντιταχθεί σε αυτά, χάνοντας την επιρροή της στην περιοχή.
Λίγο πριν από τη σύνοδο Υπουργών Άμυνας των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες (Ιούνιος 2019). Οι σχέσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας επανακαθορίζονται από τις αλλαγές στον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, στις περιφερειακές ισορροπίες και στη συμπεριφορά των κύριων «παικτών» στη γεωπολιτική σκακιέρα.
*Ο κ. Σωτήρης Ρούσσος είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, επικεφαλής του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών. Συγγραφέας, μεταξύ άλλων, του βιβλίου «Επανάσταση και Εξέγερση στη Μέση Ανατολή» (εκδόσεις Gutenberg).