Η συμβολή όλων των εμπλεκομένων στην παγκόσμια μεταφορική αλυσίδα αποτελεί απαρέγκλιτη προϋπόθεση για την πράσινη μετάβαση της ναυτιλίας, τονίζει ο κ. Θεόδωρος Ε. Βενιάμης, Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών (ΕΕΕ), καθώς αυτή τη στιγμή λείπουν τα κατάλληλα μέσα για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός. Επίσης, ο κ. Βενιάμης κρίνει τις ισχύουσες πρακτικές σε διεθνές επίπεδο, καταγράφει την ισχύ του ελληνόκτητου στόλου και διατυπώνει τη σαφή αισιοδοξία του για το μέλλον του κλάδου.
Η παγκόσμια και η ελληνική ναυτιλία βρίσκονται μπροστά σε κρίσιμες αλλαγές, που ξεκινούν από την οριζόντια απόφαση-ορόσημο της ανθρωπότητας να περιορίσει τις επιβαρυντικές για το περιβάλλον επιπτώσεις των δραστηριοτήτων της και ειδικότερα να μειώσει σημαντικά τις εκπομπές άνθρακα, με τελικό στόχο τον μηδενισμό τους.
Για τον ναυτιλιακό κλάδο, η τρέχουσα συγκυρία προσομοιάζει με την αντίστοιχη των χρόνων που το πλοίο περνούσε από το ιστίο στην τεχνολογία του ατμού. Και τότε η νέα τεχνολογία ήρθε στη ναυτιλία «από έξω», από τους δημιουργούς των νέων μηχανών. Σήμερα, ένας ολόκληρος κλάδος καλείται να προσαρμοστεί και πάλι σε μια νέα πραγματικότητα, που διαμορφώνεται από τους απαιτητικούς περιβαλλοντικούς στόχους.
Και ενώ η ναυτιλία δηλώνει πρόθυμη να τους υιοθετήσει πλήρως, δεν έχει τα εργαλεία για να τους επιτύχει, καθώς δεν είναι η ίδια αρμόδια για τον σχεδιασμό και την παραγωγή των απαραίτητων για τη μετάβαση τεχνολογικών καινοτομιών και καυσίμων. Καλείται, λοιπόν, να συνεχίσει να προσφέρει τις αναντικατάστατες υπηρεσίες της στο παγκόσμιο εμπόριο και στην οικονομία, χωρίς να γνωρίζει τι καύσιμα θα πρέπει και θα μπορούν να χρησιμοποιούν τα πλοία της.
Χωρίς νέα ναυτιλιακά καύσιμα και συναφείς τεχνολογίες διαθέσιμα παγκοσμίως, η απεξάρτηση της ναυτιλίας από τον άνθρακα δεν θα μπορέσει να επιτευχθεί εντός συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος. Είναι αναγκαία, επομένως, η συμβολή και η συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων μερών εκτός του ναυτιλιακού κλάδου, όπως παραγωγών και προμηθευτών καυσίμων, ναυλωτών, ναυπηγείων και κατασκευαστών ναυτιλιακών μηχανών, ώστε να παρέχουν στη ναυτιλιακή βιομηχανία τα κατάλληλα μέσα για την απανθρακοποίηση.
Στο πλαίσιο αυτό, η πρωτοβουλία του Έλληνα Πρωθυπουργού, κ. Κυριάκου Μητσοτάκη, προς την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κα Ursula von der Leyen, για τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Κέντρου Ερευνών για Εναλλακτικά Ναυτιλιακά Καύσιμα και Τεχνολογίες για την απανθρακοποίηση του ναυτιλιακού κλάδου, είναι άκρως επίκαιρη και έχει την πλήρη υποστήριξη της ελληνικής ναυτιλιακής κοινότητας -και όχι μόνο. Με τη ναυτιλιακή της τεχνογνωσία, τη μακροχρόνια πείρα και επιστημονική κατάρτιση, η Ελλάδα, ως πρώτη ναυτιλιακή χώρα παγκοσμίως, μπορεί να συνδράμει ουσιαστικά σε αυτό τον σκοπό.
Επιπλέον, είναι απολύτως αναγκαίο να ισχύσει και στη ναυτιλία η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», που συνεπάγεται την ανάληψη της ευθύνης και του κόστους συμμόρφωσης με τις προβλεπόμενες απαιτήσεις από τον υπεύθυνο της εμπορικής εκμετάλλευσης του πλοίου (δηλαδή τον commercial operator). Συνεπώς, η περιφερειακή και κατά κύριο λόγο εισπρακτικής φύσεως πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για επέκταση του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (EU ETS) στη διεθνή ναυτιλία, είναι αναγκαίο να ευθυγραμμιστεί πλήρως με την αρχή αυτή, η οποία αναγνωρίζεται και στο πλαίσιο της ανωτέρω εθνικής πρωτοβουλίας.
Σε κάθε περίπτωση, τα περιφερειακά μέτρα είναι επιζήμια για τη ναυτιλιακή βιομηχανία και θα πρέπει τουλάχιστον να λαμβάνουν υπόψη τον διεθνή χαρακτήρα και τα εγγενή χαρακτηριστικά του κλάδου, παραμένοντας συμβατά με τους κανόνες και τα πρότυπα του ΙΜΟ, ο οποίος είναι ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος διεθνής οργανισμός για τη ναυτιλία και έχει ήδη αναλάβει σχετική δράση.
Σε αυτή τη γεμάτη προκλήσεις περίοδο, ο ελληνικός εμπορικός στόλος εξακολουθεί να βρίσκεται στην κορυφή της διεθνούς ναυτιλίας με άνω του 19% της παγκόσμιας χωρητικότητας και το 58% της ευρωπαϊκής ναυτιλίας, αποτελώντας τη ραχοκοκαλιά του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου. Η ναυτιλία των Ελλήνων, με την τεχνογνωσία και την πείρα που κατέχουν τα μέλη της ως hands-on επιχειρηματίες, διατηρεί την πρωτοκαθεδρία της παρά τον έντονο ανταγωνισμό που δέχεται από άλλες ναυτιλιακές δυνάμεις.
Το 2020 ο ελληνόκτητος στόλος αυξήθηκε κατά 4%, φτάνοντας περίπου τα 365 εκατ. τόνους dwt. Οι Έλληνες πλοιοκτήτες ελέγχουν άνω του 30% του παγκόσμιου στόλου δεξαμενόπλοιων, περίπου το 15% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς χημικών και παραγώγων πετρελαίου, το 16% του παγκόσμιου στόλου υγραεριοφόρων (LNG / LPG), το 20% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου και το 10% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων. Τα ποσοστά μιλούν από μόνα τους, με τους Έλληνες πλοιοκτήτες να συνεχίζουν να επενδύουν σε νεότευκτα, σύγχρονα και αποδοτικά ενεργειακά πλοία.
Όλα τα παραπάνω συνιστούν το «θαύμα» της ελληνικής ναυτιλίας, η οποία συνεχίζει το ταξίδι της σε ήρεμες αλλά και φουρτουνιασμένες θάλασσες, διαχειριζόμενη με απόλυτη επιτυχία κρίσεις όπως αυτή της πανδημίας. Οι Έλληνες πλοιοκτήτες αποτελούν το χαρακτηριστικό παράδειγμα του τι μπορεί να καταφέρει το ελληνικό επιχειρείν, εφόσον αφεθεί να δραστηριοποιηθεί σε ένα υγιές περιβάλλον ελεύθερου ανταγωνισμού.
Στο ορατό μέλλον, η ελληνική ναυτιλιακή οικογένεια στοχεύει να εξακολουθήσει να κρατά τα σκήπτρα της παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας με ένα παράλληλο όραμα: να αναβιώσει η ναυτοσύνη των Ελλήνων, ώστε να μη χαθεί η ναυτική τεχνογνωσία από τον τόπο μας. Πρόκειται για στόχο η επίτευξη του οποίου, σε κάθε περίπτωση, απαιτεί επιμονή και προσήλωση. Υπάρχει η αισιοδοξία, όμως, ότι όλο και περισσότερα Ελληνόπουλα θα επιλέγουν τη δημιουργική επαγγελματική απασχόληση στη ναυτιλία, που προσφέρει «μια θάλασσα ευκαιρίες», όπως είναι και το μήνυμα της καμπάνιας της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών για την προσέλκυση νέων στο ναυτικό επάγγελμα.
Εν κατακλείδι, βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας νέας εποχής, όπου θα τεθούν κρίσιμες παράμετροι για τη λειτουργία της διεθνούς ναυτιλίας, τόσο ως προς το περιβαλλοντικό αποτύπωμά της όσο και ως προς την ανταγωνιστικότητά της, δύο στόχοι πλήρως αλληλένδετοι και αλληλοεξαρτώμενοι.
Στο αβέβαιο αυτό και γεμάτο προκλήσεις πλαίσιο, η ελληνική ναυτιλία έχει αποδεδειγμένα την ποσοτική αλλά και την ποιοτική δυναμική, ώστε σε συνδυασμό με τα εχέγγυα που της προσδίδει η μακρόχρονη ναυτική παράδοση, να αντεπεξέλθει σε κάθε πρόκληση, καθώς και να διατηρήσει αλλά και να ενισχύσει τον ρόλο της ως εθνικού κεφαλαίου για την πατρίδα μας, αλλά και ως καθοριστικού παράγοντα στις εξελίξεις στη διεθνή ναυτιλιακή σκηνή.