Aρκετούς μήνες μετά την εκλογή του προέδρου Joe Biden και την εκλογική ήττα των λαϊκιστών πολιτικών, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν καταιγισμό προκλήσεων για τη σταθερότητά τους ως δημοκρατίας. Στις προκλήσεις περιλαμβάνονται το προβληματικό εκλογικό σύστημα, οι τεχνολογικοί γίγαντες που διψούν για δεδομένα και ένα σύστημα υγείας που χαρακτηρίζεται από ανισότητες. Αυτές ήταν ορισμένες μόνο από τις απόψεις που διατυπώθηκαν στο Athens Democracy Forum 2021.
Στα προηγούμενα συνέδρια, στον δημόσιο διάλογο κυριάρχησε το ζήτημα της προεδρίας του Donald Trump, με τον πρώην επικεφαλής στρατηγικής του προέδρου, τον Steve Bannon, που συμμετείχε στο συνέδριο το 2019, να δηλώνει ότι είναι «ο λαϊκιστικός εθνικισμός του Donald Trump που θα μας πάει μπροστά». Φέτος οι ομιλητές, ειδικά εκείνοι από τις ΗΠΑ, εστίασαν όχι στον νυν πρόεδρο, αλλά σε ό,τι προσδιόρισαν ως ασθένειες που ταλανίζουν τη χώρα.
Η πρώτη προειδοποίηση ήλθε από τη Stacey Abrams, τη συνήγορο για τα δικαιώματα ψήφου, η οποία ήταν επικεφαλής των Δημοκρατικών στη Βουλή των Αντιπροσώπων της Georgia και υποψήφια του κόμματος για κυβερνήτρια της πολιτείας το 2018.
Στην εναρκτήρια συζήτηση του Forum, η κα Abrams αποδοκίμασε αυτό που αποκάλεσε «ξεκοίλιασμα» της Πράξης για τα Δικαιώματα Ψήφου του 1965, η οποία απαγορεύει τον φυλετικό διαχωρισμό κατά την εκλογική διαδικασία. Η ίδια επεσήμανε ακόμη την αποδυνάμωση των «πυλώνων προστασίας των πιο ευάλωτων μελών της κοινωνίας μας, μια αποδυνάμωση που προέρχεται από την καταπίεση των ψηφοφόρων».
«Παρακολουθούμε την προέλαση του αυταρχισμού με διαφορετική περιβολή, αλλά με παρόμοια κατάληξη, η οποία είναι η καταπίεση των μειονοτικών φωνών και δικαιωμάτων», ανέφερε.
Η κα Abrams επισήμανε ότι σε 48 από τις 50 πολιτείες έχουν προχωρήσει 600 νομοσχέδια «που υπονομεύουν τα δικαιώματα ψήφου» και «ψεύτικοι έλεγχοι» έχουν διενεργηθεί από Ρεπουμπλικανούς ηγέτες σε όλη τη χώρα. Ήταν επείγον και για τα δύο βουλευτικά όργανα να ψηφίσουν την Πράξη για την Ελευθερία της Ψήφου, σύμφωνα με την οποία «ασχέτως του πού κατοικείς στη χώρα, θα απολαμβάνεις τουλάχιστον τα ίδια θεμελιώδη δεδομένα δημοκρατίας», είπε. «Αυτό σήμερα δεν συμβαίνει».
Το συνέδριο ξεκίνησε μετά από μια σοβαρή διένεξη που σχετίζεται με εταιρεία της Silicon Valley. Σύμφωνα με δημοσίευμα της «Wall Street Journal», το Facebook ετοιμαζόταν να λανσάρει την υπηρεσία Instagram Kids για παιδιά ηλικίας 13 ετών ή νεότερα, παρότι γνωρίζει τη βλάβη που το Instagram προκαλεί στην πνευματική υγεία των έφηβων κοριτσιών (μετά το ρεπορτάζ της εφημερίδας, το Facebook ανακοίνωσε ότι αναβάλλει την ανάπτυξη του Instagram Kids).
Η διένεξη κατέδειξε την ισχύ των αμερικανικών τεχνολογικών γιγάντων -μια ισχύ που η συγγραφέας και ομότιμη καθηγήτρια στο Harvard Business School, Shoshana Zuboff, αποδοκίμασε.
Σε παρέμβασή της μέσω video conference, η καθηγήτρια Zuboff προειδοποίησε ότι αν επιτραπεί στις τεχνολογικές εταιρείες να συνεχίσουν να συγκεντρώνουν τα δεδομένα των ανθρώπων και να κερδίζουν χρήματα από αυτό που αποκάλεσε «Καπιταλισμό της Παρακολούθησης» (Surveillance Capitalism), θα υπάρξουν κατακλυσμιαίες επιπτώσεις για τη δημοκρατία και την ανθρωπότητα.
Εξέφρασε την άποψη ότι οι δυτικές δημοκρατίες αποκοιμήθηκαν κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, καθώς οι τεχνολογικοί γίγαντες ενεπλάκησαν στη «μαζική καταστροφή της ιδιωτικότητας», σε παραπληροφόρηση και σε γιγάντιας κλίμακας προσπάθειες τροποποίησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ενάντια σε αυτές τις παραβιάσεις δεν υπήρξε κανένας νόμος, είπε. Έτσι, ο καθένας ανά τον κόσμο ήταν «γυμνός και ευάλωτος», χωρίς τα δικαιώματα, τους νόμους και τους θεσμούς που δημιουργήθηκαν για να μας κυβερνούν στον ψηφιακό μας αιώνα εν ονόματι της δημοκρατίας».
Η καθηγήτρια Zuboff προειδοποίησε ότι, εκτός κι αν υπάρξει μέσα στην επόμενη δεκαετία «δημοκρατική αντεπανάσταση» που θα στραφεί κατά των εταιρειών τεχνολογίας, αυτές «θα συνεχίσουν να ξηλώνουν το κοινωνικό και ψυχολογικό υπόστρωμα στο οποίο στηρίζεται η δημοκρατία». «Η δημοκρατία βρίσκεται υπό καθεστώς πολιορκίας στην οποία μόνο η ίδια μπορεί να βάλει τέλος», κατέληξε.
Όπως συνέβη και πέρσι, το συνέδριο αυτής της χρονιάς πραγματοποιήθηκε παρά τις δυσμενείς συνθήκες λόγω της πανδημίας, η οποία έχει έως τώρα σκοτώσει 700.000 άτομα στις ΗΠΑ. Τον περασμένο Μάρτιο, ο πρόεδρος Biden ανακοίνωσε πακέτο ενίσχυσης 1,9 τρισ. δολαρίων, αποτελούμενο από άμεσες πληρωμές, συμπληρώματα επιδομάτων ανεργίας, φορολογικές εκπτώσεις για παιδιά και διανομή εμβολίων. Το πακέτο βρίσκεται ακόμη στο Κογκρέσο, όπου εξελίσσεται έντονη συζήτηση για την τύχη του.
Από την αρχή της πανδημίας, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ έχει διατηρήσει τα επιτόκια κοντά σε μηδενικό επίπεδο, ενώ προχώρησε σε αγορές ομολόγων με εγγύηση του Δημοσίου αξίας 120 δισ. δολ. κάθε μήνα, για να διασώσει το χτυπημένο από την πανδημία έθνος. Καθώς η οικονομία ανακάμπτει, ο πληθωρισμός είναι πιθανό σύντομα να επιστρέψει.
Ο βραβευμένος με Nobel καθηγητής Οικονομικών Joseph Stiglitz, ο οποίος διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Columbia, ρωτήθηκε σχετικά με τον πληθωρισμό και το εάν πρόκειται να χτυπήσει σκληρότερα τις μεσαίες και εργατικές τάξεις. «Όπως το βλέπω, ο πληθωρισμός στην παρούσα φάση είναι απλός λόξιγκας», απάντησε. «Κανονικά δεν σβήνεις μια οικονομία και μετά προσπαθείς να την ξαναβάλεις μπροστά. Είναι ασυνήθιστοι καιροί και οι οικονομίες δεν ξεπερνούν τέτοιες δραματικές μεταβάσεις πολύ εύκολα». «Όπως όταν μια χώρα μπαίνει σε έναν πόλεμο και μετά βγαίνει από αυτόν», εξήγησε, «έτσι κι αυτό ήταν ένας μεγάλου μεγέθους μετασχηματισμός -και η αγορά δεν τα πάει καλά με αυτούς».
«Δεν εκπλήσσομαι που έχουμε ελλείψεις», είπε. «Θα υπάρξει απότομη άνοδος στις τιμές ορισμένων προϊόντων. Θα υπάρξει κάποιος πληθωρισμός». Ωστόσο, επεσήμανε ότι υπάρχουν τα μέσα για να αποτραπεί η διάβρωση των εισοδημάτων «όσων βρίσκονται στο μέσο και στο χαμηλότερο επίπεδο». Τα κυβερνητικά προγράμματα βοήθειας ήταν προσαρμοσμένα στον πληθωρισμό, ενώ και οι μισθοί τείνουν να αυξάνονται σε περιόδους πληθωρισμού. «Πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι έχουν ληφθεί μέτρα προστασίας», κατέληξε.
Το άλλο θέμα που ανέδειξε η πανδημία είναι το αμερικανικό σύστημα περίθαλψης -η άνιση πρόσβαση στην περίθαλψη και την ασφάλιση. Ήταν ένα θέμα που συζητήθηκε στο συνέδριο.
«Αυτό που πρέπει να σκεφτούμε ως χώρα είναι γιατί είχαμε τόσο κακή επίδοση στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού», αναρωτήθηκε ο Dr Paul Farmer, ο οποίος είναι πρόεδρος του τμήματος παγκόσμιας υγείας της ιατρικής σχολής του Harvard και μέλος της ομάδας στρατηγικού σχεδιασμού στην Partners in Health, μια μη κερδοσκοπική εταιρεία υγείας, η οποία εστιάζει σε περιοχές και χώρες με έλλειμμα πόρων.
Ο Dr Farmer έδωσε μια σειρά από εξηγήσεις. Είπε ότι οι υπηρεσίες και το ασφαλιστικό σύστημα των ΗΠΑ είναι ετερόκλητα, σαν μωσαϊκό, κάτι που αντανακλά τη «μακρόχρονη ένταση» ανάμεσα στις τοπικές κυβερνήσεις και την ομοσπονδιακή διοίκηση σε ό,τι αφορά την πολιτική της υγείας.
Υπάρχουν ακόμη και πολιτισμικά θέματα, όπως «μια μακρόχρονη ιστορία εχθρότητας απέναντι στις κυβερνητικές προσπάθειες για εισβολή στις ζωές των ανθρώπων» και «η αποτυχία της χώρας να επενδύσει στη δημόσια υγεία» κατά τις περασμένες δεκαετίες, είπε.
Αυτό που έκανε η Covid-19, ήταν να βοηθήσει τις ΗΠΑ να έρθουν πιο κοντά στην αναγνώριση του ότι η υγεία αποτελεί ανθρώπινο δικαίωμα. «Το να βλέπουν πώς είναι να περνάς μια πανδημία όταν δεν έχεις ισχυρό δίχτυ ασφαλείας, υπήρξε μάθημα για πολλούς», ανέφερε. Έτσι, υπάρχουν λόγοι να είμαστε αισιόδοξοι.
«Κάποιες φορές χρειάζεται ένα γεγονός σαν αυτό ή σαν τη Μεγάλη Ύφεση που ξεκίνησε το 1929, για να πυροδοτηθούν κάποιες μεταρρυθμίσεις», είπε. «Επιπλέον, στις ΗΠΑ έχουμε μια στιγμή φυλετικής αφύπνισης, η οποία έχει καθυστερήσει υπερβολικά». «Παραμένω αισιόδοξος ότι θα πάμε τα πράγματα μπροστά», κατέληξε.
Το κοινό συγκεντρώνεται για το ξεκίνημα του φετινού Athens Democracy Forum στις 30 Σεπτεμβρίου.
*Η Farah Nayeri είναι τακτική συνεργάτρια των «New York Times»