Οι αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις, η πανδημία, αλλά και η κλιματική κρίση έχουν αναδείξει τους περιορισμούς και τα προβλήματα του κυρίαρχου μέχρι χτες οικονομικού και κοινωνικού συστήματος, κλονίζουν εγκατεστημένες αντιλήψεις και βεβαιότητες. Η ανάγκη αλλαγής πορείας είναι πλέον εμφανής σε όλο και περισσότερους. Και σε αυτή την αλλαγή, ο ρόλος του κράτους είναι ιδιαίτερα κρίσιμος.
Για να αντιμετωπίσουμε αυτές τις παγκόσμιες κρίσεις χρειαζόμαστε μια καλύτερη παγκόσμια διακυβέρνηση. Που θα αντιμετωπίζει τις διακρατικές ανισότητες και θα αναβαθμίζει το επίπεδο συνεννόησης μεταξύ των κρατών και τον τρόπο λήψης των αποφάσεων. Που θα κατανέμει δικαιότερα παγκόσμια βάρη και οφέλη. Καταλαβαίνουμε όλοι ότι αν δεν αντιμετωπιστεί ο κορωνοϊός παντού στον κόσμο, η πανδημία θα συνεχίσει να μας απειλεί όλους. Αλλά με βάση στοιχεία του Σεπτεμβρίου του 2021, ο αριθμός πλήρως εμβολιασμένων στην Αφρική αγγίζει μόλις το 4% έναντι 51% στην Ευρώπη.
Χρειαζόμαστε αναβάθμιση της ικανότητας των κρατών να θέτουν και να υλοποιούν συμπεριληπτικούς οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους αντί απλά να παρατηρούν τις «αποτυχίες» των παγκόσμιων αγορών και τη διεύρυνση των κάθε είδους ανισοτήτων. Η πρόσφατη συμφωνία στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ για τη θέσπιση ενός παγκόσμιου ελάχιστου εταιρικού φόρου 15% και τη φορολόγηση των κερδών των ψηφιακών κολοσσών, με βάση τη χώρα στην οποία δημιουργείται η οικονομική αξία και όχι τη χώρα της φορολογικής έδρας, θα αποτρέψει τον φορολογικό ανταγωνισμό και θα αυξήσει τα φορολογικά έσοδα παγκοσμίως. Είναι ένα σημαντικό βήμα που θα φαινόταν αδιανόητο πριν από μερικά χρόνια.
Όμως, πολλά περισσότερα πρέπει να γίνουν. Το εμβόλιο για την Covid-19 είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του στρεβλού τρόπου με τον οποίο μέχρι σήμερα αντιμετωπίζουμε αρκετά ζητήματα: περισσότερα από 12 δισ. δολάρια επενδύθηκαν από τις κυβερνήσεις σε έξι διαφορετικές φαρμακευτικές εταιρείες για την παραγωγή εμβολίων, αλλά στη συνέχεια, οι πατέντες πήγαν στον ιδιωτικό τομέα. Μια νέα διακυβέρνηση, με ενισχυμένο τον ρόλο του κράτους, δεν μπορεί να περιορίζεται στη χρηματοδότηση, αλλά πρέπει να επεκτείνεται στην επίτευξη μιας νέας συμφωνίας με τον ιδιωτικό τομέα, στη βάση της επίτευξης ενός κοινά αποδεκτού στόχου. Εν προκειμένω, στη διασφάλιση ότι τα εμβόλια θα είναι παγκοσμίως διαθέσιμα. Θα πρέπει να κοινωνικοποιούμε τα οφέλη και όχι μόνο τους κινδύνους.
Περισσότερα από 12 δισ. δολάρια επενδύθηκαν από τις κυβερνήσεις σε έξι διαφορετικές φαρμακευτικές εταιρείες για την παραγωγή εμβολίων κατά της Covid-19, αλλά στη συνέχεια οι πατέντες πήγαν στον ιδιωτικό τομέα. Μια νέα διακυβέρνηση, με ενισχυμένο τον ρόλο του κράτους, πρέπει να επεκτείνεται στην επίτευξη μιας νέας συμφωνίας με τον ιδιωτικό τομέα, στη βάση της επίτευξης ενός κοινά αποδεκτού στόχου.
Με αφορμή την τελευταία φράση, ας θυμηθούμε ότι η κοινωνικοποίηση κινδύνων όπως αυτός για την υγεία οδήγησε στην ανάγκη δημιουργίας του κοινωνικού κράτους και ειδικότερα του δημόσιου συστήματος υγείας.
Όχι μόνο επειδή αυτό φαίνεται ηθικά σωστό και δίκαιο, αλλά και γιατί απλούστατα κανένας ιδιωτικός φορέας (έναντι κάποιου λογικού ασφάλιστρου) δεν μπορεί να καλύψει το κόστος αντιμετώπισης σοβαρών κινδύνων της ατομικής ή της δημόσιας υγείας. Στην Ελλάδα, το διαπίστωσαν αυτό ακόμα και πολίτες με υψηλά εισοδήματα και ιδιωτική ασφάλιση τον καιρό της πανδημίας, όταν ο ιδιωτικός τομέας τούς «παρέπεμπε» στον δημόσιο.
Επομένως, το κοινωνικό κράτος πρέπει να ενισχυθεί με δημόσιες επενδύσεις, με ενίσχυση του ανθρώπινου κεφαλαίου του δημόσιου τομέα και της ικανότητάς του να σχεδιάζει, να υλοποιεί και να παρέχει υπηρεσίες υψηλού επιπέδου, με ένα νέο μοντέλο διοίκησης και αξιοποίησης των χρηματοδοτικών, υλικών και ανθρώπινων δημόσιων πόρων. Επίσης, χρειάζεται μια νέα σοβαρή σχέση του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα, στο πλαίσιο καλά επεξεργασμένων δημόσιων πολιτικών που θα έχουν στόχο τη μείωση των ανισοτήτων.
Η αντιμετώπιση των ανισοτήτων, που βιώνεται από τους πολίτες ως αύξηση της ανασφάλειας για το μέλλον τους, δεν μπορεί να είναι απλά αντικείμενο πολιτικών αναδιανομής του εισοδήματος μέσω της φορολογίας ή του κοινωνικού κράτους. Πρέπει να επέμβουμε στην ίδια την οργάνωση της παραγωγής, σε ένα νέο συμπεριληπτικό οικονομικό μοντέλο.
Η πράσινη μετάβαση πρέπει να επιταχυνθεί, αλλιώς οι επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή θα είναι ασύμμετρες. Όμως, η πρόσφατη αύξηση των τιμών στην ενέργεια έδειξε ότι η μετάβαση αυτή μπορεί να οδηγήσει στη χειρότερη μορφή ανισότητας και ανασφάλειας, αν αφεθεί στις αγορές.
Η απάντηση σε αυτό το πρόβλημα είναι η υλοποίηση ριζοσπαστικών αλλά και ρεαλιστικών προτάσεων, όπως αυτή του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. για παραγωγή ενέργειας σε ποσοστό 50% από τα νοικοκυριά, τους αγρότες, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τις ενεργειακές κοινότητες, που μετατρέπει το σύνολο των καταναλωτών σε παραγωγούς, αυξάνοντας το εισόδημά τους και προστατεύοντάς τους από διακυμάνσεις των τιμών. Ο νέος αυτός δρόμος απαιτεί ένα αναβαθμισμένο κράτος, με σύγχρονες δομές σχεδιασμού και δημόσια εργαλεία πολιτικής.
Σε όλο τον κόσμο, το κράτος ανακτά τον έλεγχο των δικτύων διανομής ενέργειας και νερού, για να πετύχει την ενίσχυση της ανθεκτικότητας απέναντι στις μεταβλητότητες και τις αστάθειες των αγορών. Μόνο ένα ισχυρό και σύγχρονο κράτος μπορεί να είναι ο εγγυητής μιας συμπεριληπτικής ανάπτυξης, που δεν θα βασίζεται αποκλειστικά στον δείκτη του ΑΕΠ, αλλά στην ολιστική λογική των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ, σε κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς στόχους και δείκτες.
Δυστυχώς, η Ελλάδα έχει μια κυβέρνηση που κάνει ακριβώς τα αντίθετα, απογυμνώνοντας το κράτος από τα δημόσια εργαλεία (ιδιωτικοποίηση ΔΕΔΔΗΕ, μείωση θέσης στη ΔΕΗ), προσφέροντας φοροελαφρύνσεις σε μια μικρή μειοψηφία του πληθυσμού αντί να ενισχύει την ικανότητα του κράτους να παρεμβαίνει και να καθοδηγεί την οικονομία, αποκλείοντας μεγάλα τμήματα της κοινωνίας από μία βιώσιμη προοπτική, δείχνοντας μια ανεξήγητη εμπιστοσύνη στην επανάληψη ενός μοντέλου που μας οδήγησε στη χρεοκοπία. Η αλλαγή είναι επιβεβλημένη.
*Ο κ. Αλέξης Τσίπρας είναι Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., Πρωθυπουργός της Ελλάδας 2015-2019.