O πρόεδρος της Νικαράγουας Daniel Ortega, που βρίσκεται στην ηγεσία της χώρας από το 2007, θέτει υποψηφιότητα για τέταρτη συνεχόμενη θητεία το 2021. Ουσιαστικά, όλοι οι δυνητικοί αντίπαλοί του είτε έχουν εξαφανιστεί είτε έχουν φυλακιστεί είτε έχουν εξοριστεί, ενώ τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης έχουν φιμωθεί και η αξιωματική αντιπολίτευση έχει επισήμως αποκλειστεί από το να θέσει υποψηφιότητα.
Ωστόσο, ο κ. Ortega συνεχίζει να προωθεί την ψευδαίσθηση της διενέργειας ελεύθερων εκλογών, μιμούμενος τις τακτικές του προέδρου της Βενεζουέλας Nicolas Maduro. Το 2020, η κυβέρνηση του Maduro καταδίωξε τους διαφωνούντες ηγέτες, δημοσιογράφους και ακτιβιστές στη Βενεζουέλα, ενόψει των κοινοβουλευτικών εκλογών του Δεκεμβρίου, στις οποίες τελικά η αντιπολίτευση κήρυξε μποϊκοτάζ. Το κυβερνών κόμμα του Maduro και οι σύμμαχοί του κέρδισαν το 91% των εδρών στην Εθνοσυνέλευση.
Η Νικαράγουα δεν είναι η μόνη χώρα που κατασκευάζει ένα δημοκρατικό προσωπείο, αλλά οι μέθοδοι του Ortega υπήρξαν ιδιαιτέρως εντυπωσιακοί. «Πρόκειται για μια δραματική κλιμάκωση της συστημικής καταπίεσης, την οποία έχουμε να δούμε στη Λατινική Αμερική από τη δεκαετία του 1980», δήλωσε ο Michael Shifter, πρόεδρος του think tank Inter-American Dialogue με έδρα την Ουάσιγκτον.
«Εξακολουθεί να υπάρχει η επιθυμία από την πλευρά των αυταρχικών καθεστώτων να έχουν ένα δημοκρατικό φύλλο συκής, όσο αναξιόπιστο κι αν είναι αυτό», είπε. Σημείωσε πως το πρόσχημα αυτό μπορεί να ήταν η δικαιολογία που χρειάζονταν το Μεξικό και η Αργεντινή για να αποφύγουν τη συμμετοχή σε μια πρόσφατη ψηφοφορία του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών για την καταδίκη των πολιτικών διώξεων που ασκεί στους αντιπάλους του ο Ortega στη Νικαράγουα.
Στην εποχή μας, κυβερνήσεις όπως αυτή της Νικαράγουας, της Βενεζουέλας και άλλων κρατών, που απορρίπτουν τον πολιτικό πλουραλισμό, είναι έτοιμες να κάνουν τα πάντα για να προσποιηθούν πως ενστερνίζονται τη δημοκρατία -κυρίως αντιγράφοντας τις κρίσιμης σημασίας τελετουργίες των κατά περιόδους εκλογών.
Όταν έρχεται η ώρα των εκλογών, οι αυταρχικοί ηγέτες επιτρέπουν ως ένα βαθμό τις προεκλογικές πολιτικές εκστρατείες, ελέγχουν τους υποψήφιους (αποκλείοντας, ή ακόμα και φυλακίζοντας, εκείνους που θεωρούνται υπερβολικά επικριτικοί προς την κυβέρνηση) και στη συνέχεια δίνουν παράσταση με την καταμέτρηση των ψήφων -ενώ μόνος στόχος τους είναι να κρατηθούν στην εξουσία.
Αλλά οι ψευδοεκλογές μπορεί να είναι απρόβλεπτες. Μια υπερβολικά μεγάλη νίκη μπορεί να εγείρει υποψίες και να ενθαρρύνει έναν εξοργισμένο λαό να κατέβει στους δρόμους, όπως συνέβη μετά τις προεδρικές εκλογές του 2020 στη Λευκορωσία. Μια υπερβολικά μεγάλη ήττα μπορεί να είναι δύσκολο να νοθευτεί, όπως έγινε στη Ζάμπια τον Αύγουστο, όταν, παρά τις ξεκάθαρες προσπάθειες της κυβέρνησης να εκφοβίσει τους ψηφοφόρους, ο διεκδικητής Hakainde Hichilema κατάφερε να κερδίσει την προεδρία με διαφορά άνω του 1 εκατ. ψήφων.
Ένας άνδρας κλείνει την πόρτα στα κεντρικά γραφεία του Ενωμένου Κόμματος για την Εθνική Ανάπτυξη στη Lusaka της Ζάμπια, στην περιοχή Matero. Τον Αύγουστο του 2021, οι ψηφοφόροι εξέλεξαν τον υποψήφιο της αντιπολίτευσης, Hakainde Hichilema, στην προεδρία της χώρας. Patrick Meinhardt/Agence France-Presse - Getty Images
Οι αυταρχικοί ηγέτες έχουν μάθει πως πρέπει να ζυγίζουν προσεκτικά πώς και πότε θα παρέμβουν. Ο υπερβολικός προεκλογικός ενθουσιασμός μπορεί να ενθαρρύνει υπερβολικά μεγάλη προσέλευση ψηφοφόρων, φέρνοντας έτσι περισσότερες ψήφους για την αντιπολίτευση. Η χαμηλή προσέλευση είναι πιο ασφαλής, επειδή οι αυταρχικοί ηγέτες έχουν τρόπους για να διασφαλίσουν πως στις κάλπες θα φτάσουν οι δικοί τους ψηφοφόροι.
Τέτοιες ίντριγκες απαιτούν προετοιμασία, δεξιότητες και χρήμα, για μια άσκηση που οι περισσότεροι πολίτες γνωρίζουν πως είναι απάτη.
Γιατί, λοιπόν, μπαίνουν στον κόπο να προσποιηθούν;
Οι εκλογές, ακόμα και οι… ελαττωματικές, εξυπηρετούν έναν σκοπό. Ο στόχος, τόσο των αυταρχικών ηγετών όσο και των δημοκρατών, είναι η νομιμοποίηση -το δικαίωμα να κυβερνούν, που, κατά την άποψη των περισσότερων πολιτών τον 21ο αιώνα, μπορεί να αποκτάται μόνο με την ψήφο του λαού ή τουλάχιστον με κάτι που μοιάζει με ψήφο.
Σε άλλες εποχές, ακόμα και τώρα σε κάποια μέρη του κόσμου, το δικαίωμα της διακυβέρνησης μπορούσε μόνο να κληροδοτηθεί από έναν μονάρχη σε έναν άλλο υπό τις ευλογίες κάποιας θρησκευτικής αρχής ή να επιβληθεί με σιδηρά πυγμή από μια ιδεολογία όπως ο κομμουνισμός. Αλλά όπου εξαντλήθηκαν οι επιλογές αυτές, η δημοκρατία -ή κάτι που της μοιάζει- φαίνεται να είναι η καλύτερη -και ενδεχομένως η μόνη- επιλογή για τη διατήρηση ενός μονοπώλιου εξουσίας, πλην της καθαρής δικτατορίας.
«Πρακτικά μιλώντας, στον σύγχρονο κόσμο δεν υπάρχουν εναλλακτικές ιδεολογίες», έγραψε στο «New Left Review» το 2008 ο Ρώσος πολιτικός επιστήμονας Dmitri Furman. Χρησιμοποίησε τον όρο «δημοκρατία ιμιτασιόν» για να περιγράψει τον συνδυασμό δημοκρατικής φόρμας και αυταρχικής πραγματικότητας που υπήρχε τότε στο μεγαλύτερο μέρος της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Η φόρμουλα αυτή τελειοποιήθηκε πρόσφατα στη χώρα όπου εδώ και 20 χρόνια κυβερνά ο Vladimir V. Putin, τη Ρωσία, ενόψει των βουλευτικών εκλογών του Σεπτεμβρίου. Ποτέ δεν υπήρχε αμφιβολία πως η Ενωμένη Ρωσία, το κόμμα του Putin, θα έβγαινε πρώτη. Και πράγματι, η τελική ψήφος έδωσε στο κόμμα τις 324 από τις 450 έδρες της ρωσικής Βουλής, της Δούμας, υπεραρκετές για να διασφαλίζουν συνταγματική πλειοψηφία -ή πλειοψηφία των δύο τρίτων (αλλά λιγότερες από τις 343 έδρες που κατέλαβε η Ενωμένη Ρωσία το 2016).
Αλλά ο Putin και οι σύμμαχοί του δεν διακινδύνευσαν και εφάρμοσαν σκληρά μέτρα για να μείνουν εκτός εκλογικής διαδικασίας οι επικριτές του, ενώ έκαναν γενναίες προσφορές για να πείσουν τους αδιάφορους ψηφοφόρους. Οι συνταξιούχοι και οι στρατιωτικοί, δύο κρίσιμης σημασίας μερίδες ψηφοφόρων, έλαβαν εφάπαξ προεκλογικά μπόνους, που εκτιμάται πως κόστισαν στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση 6,7 δισ. δολάρια.
Μέλη τοπικής εκλογικής επιτροπής αδειάζουν μια κάλπη σε εκλογικό κέντρο στη Μόσχα τον Σεπτέμβριο, μετά τις τριήμερες κοινοβουλευτικές εκλογές της Ρωσίας. Alexander Nemenov/Agence France-Presse - Getty Images
Οι υποστηρικτές του φυλακισμένου ηγέτη της αντιπολίτευσης Alexei Navalny, που τώρα χαρακτηρίζονται επισήμως «εξτρεμιστές», απαγορεύτηκε να θέσουν υποψηφιότητα και ορισμένοι φυλακίστηκαν ή αναγκάστηκαν να φύγουν από τη χώρα. Δημοφιλείς υποψήφιοι από τα νόμιμα κοινοβουλευτικά κόμματα της Ρωσίας -συμπεριλαμβανομένων του φιλελεύθεροι κεντρώου κόμματος Yabloko και του Κομμουνιστικού Κόμματος- εξοβελίστηκαν από τους εκλογικούς καταλόγους με διάφορα προσχήματα -από λάθος δικαιολογητικά μέχρι και ισχυρισμούς για βεβαρημένο ποινικό μητρώο. Ένας γνωστός υποψήφιος του Yabloko στην Αγία Πετρούπολη βρέθηκε αντιμέτωπος με δύο άλλους υποψήφιους που όχι μόνο άλλαξαν το όνομά τους παίρνοντας το δικό του, αλλά και την εμφάνισή τους!
Το Κρεμλίνο τα έβαλε επίσης με ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, με τον ισχυρισμό πως πολλοί δημοσιογράφοι ήταν ξένοι πράκτορες. Ωστόσο, και πάλι διέρρευσαν ειδήσεις για τοπικούς αξιωματούχους που έκαναν μεγάλες προσπάθειες για να μαγειρέψουν τις ψήφους υπέρ της Ενωμένης Ρωσίας. Φέρεται να καταγράφηκαν αξιωματούχοι να συζητούν για στόχους 42%-45%, υποθέτουμε για την Ενωμένη Ρωσία, και κυβερνητικοί λειτουργοί διαμαρτυρήθηκαν πως πιέστηκαν από τους «εργοδότες» τους να ψηφίσουν. Στη σημερινή Ρωσία, αυτά τα πλεονεκτήματα αποκαλούνται «διοικητικοί πόροι» -κι αυτά έγειραν την πλάστιγγα υπέρ της Ενωμένης Ρωσίας.
Παρόμοιες τακτικές ήταν αποτελεσματικές και στο παρελθόν. Στις κοινοβουλευτικές εκλογές της Ρωσίας το 2016, οι αξιωματούχοι στην πόλη Saratov δεν το ρίσκαραν. Σε περίπου 100 από τις 373 εκλογικές περιφέρειες της πόλης, τα αποτελέσματα ήταν ακριβώς τα ίδια: 62,2% για την Ενωμένη Ρωσία, 11,8% για το Κομμουνιστικό Κόμμα. Τοπικός αξιωματούχος της εκλογικής επιτροπής αγνόησε τα ύποπτα αποτελέσματα, θεωρώντας τα απλή σύμπτωση.
Πολλά έχουν αλλάξει τα τελευταία πέντε χρόνια. Οι μη δημοφιλείς συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις του 2018 έπληξαν και τον Putin και την Ενωμένη Ρωσία στις δημοσκοπήσεις. Ενόψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου, η δημοφιλία του κόμματος υποχώρησε σε ιστορικό χαμηλό, κάτω από το 30% πανεθνικά και ακόμα χαμηλότερα στις μεγάλες πόλεις.
«Οι δημοσκοπικές επιδόσεις της Ενωμένης Ρωσίας είναι κακές, αλλά αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία», ανέφερε ο Aleksei Mukhin, διευθυντής του ρωσικού think tank Center for Political Information, στους «Moscow Times», σε συνέντευξη που παραχώρησε στις αρχές Σεπτεμβρίου 2021. Ένα ανακυκλωμένο ανέκδοτο της σοβιετικής εποχής επανήλθε μετά τις εκλογές: «Εσύ παριστάνεις πως κάνεις εκλογές και εμείς παριστάνουμε πως ψηφίζουμε», κατά το παλιό «εσύ παριστάνεις πως μας πληρώνεις και εμείς παριστάνουμε πως δουλεύουμε».
Αλλά οι εκλογές ωφελούν την κυβέρνηση Putin, σύμφωνα με ανάλυση των πολιτικών επιστημόνων Ivan Krastev και Stephen Holmes στο βιβλίο τους με τίτλο «The Light That Failed: Why the West is Losing the Fight for Democracy», που εκδόθηκε το 2019.
Οι εκλογές έχουν μετατραπεί σε εθνικές τελετουργίες, σε θεάματα που δημιουργούν την ψευδαίσθηση πως οι Ρώσοι ψηφοφόροι μπορούν να παίξουν ρόλο στην πολιτική. Μπορούν επίσης να μετρήσουν τη διάθεση του λαού ανά περιφέρεια και να επιτρέψουν στο Κρεμλίνο να υπολογίσει την αφοσίωση και την ικανότητα των τοπικών αξιωματούχων.
«Στη μετακομμουνιστική Ρωσία δυσκολευόσουν να βρεις πώς συμπεριφέρονταν οι τοπικοί αξιωματούχοι, να καταλάβεις ποιος ήταν αξιόπιστος, ποιος θα μπορούσε να προσελκύσει ψήφους», ανέφερε σε συνέντευξη ο Holmes. «Δεν έχει να κάνει μόνο με την αφοσίωση, αλλά και με το ποιος είναι αποτελεσματικός. Οι εκλογές σού δίνουν τα εργαλεία για να μετρήσεις επιδόσεις».
Παραδόξως, «μια καθοδηγούμενη δημοκρατία», ένας όρος που συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει το σύστημα διακυβέρνησης του Putin, δεν έχει τόσο να κάνει με το να προσποιείσαι ότι είσαι δημοκρατικός, αλλά με το ότι προσποιείσαι πως διαχειρίζεσαι, σημείωσαν οι Holmes και Krastev στο βιβλίο τους. «Η εκλογική νοθεία επέτρεψε επίσης στην κυβέρνηση να μιμηθεί την αυταρχική εξουσία που στην πραγματικότητα δεν είχε», έγραψαν. «Κατά την πρώτη δεκαετία του Putin στην εξουσία, η οργάνωση ψευδοεκλογών ήταν σαν να φοράς προβιά για να αποδείξεις πως είσαι λύκος».
Αλλά οι περισσότεροι ψευδοδημοκράτες αυτές τις μέρες είναι απρόθυμοι να δείξουν τον αυταρχισμό που τους χαρακτηρίζει: δεν ξέρουν πώς να είναι λύκοι. Στη Νικαράγουα, όπου ο Ortega έχασε τις εκλογές το 1990 μετά από πέντε χρόνια στην εξουσία, η σημερινή κυβέρνηση φαίνεται πως πήγε πιο πέρα από άλλους για να γίνει ένα αστυνομοκρατούμενο κράτος, αλλά οι περισσότεροι άλλοι αυταρχικοί ηγέτες προσέχουν να μην περάσουν αυτή τη γραμμή, με τον κίνδυνο κάποιες φορές να φανούν αναποτελεσματικοί.
Συνήθως προωθούν την παραμονή τους στην εξουσία ως εγγύηση σταθερότητας και προστασίας του έθνους σε έναν εχθρικό και ασταθή κόσμο. Και σε ορισμένες περιπτώσεις, τέτοιοι ηγέτες πράγματι χαίρουν ευρείας υποστήριξης: η δημοτικότητα του Putin στη Ρωσία έχει μειωθεί από το 88% που ήταν μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, αλλά εξακολουθεί να κινείται πάνω από το 60%, πολύ ψηλότερα από τις δημοσκοπικές επιδόσεις ηγετών δυτικών δημοκρατιών.
Αυτές τις μέρες, οι εκλογές μπορεί να είναι ένα απαραίτητο εργαλείο για να κρατηθούν στην εξουσία τα αυταρχικά συστήματα εξουσίας, αλλά παραμένουν ριψοκίνδυνες, όπως στην περίπτωση της Ζάμπια, όπου η αντιπολίτευση κατάφερε να εξασφαλίσει μια νίκη που ήταν πολύ μεγάλη για να διαψευσθεί, και της Λευκορωσίας, όπου η παραποίηση των αποτελεσμάτων ήταν τόσο προφανής που ο κόσμος βγήκε στον δρόμο για να διαμαρτυρηθεί.
«Η πολιτική έχει να κάνει με το να δίνεις υποσχέσεις, να απογοητεύεις και να διαχειρίζεσαι την απογοήτευση», είπε ο Holmes. «Η ιδιαίτερη μαγεία της δημοκρατίας είναι πως, αν και πολλοί μπορεί να έχουν απογοητευθεί, έχουν την ελπίδα πως στις επόμενες εκλογές μπορεί να φέρουν κάποια άλλη ομάδα να κυβερνήσει. Όταν εγκαταλείπεται η ιδέα πως μπορεί να έρθει στην εξουσία μια άλλη ομάδα, τότε αυξάνονται οι πιέσεις».
*Η Celestine Bohlen είναι αρθρογράφος των «New York Times» για διεθνή θέματα - πρώην ανταποκρίτριά τους στη Βουδαπέστη, τη Ρώμη και τη Μόσχα