Ο πόλεμος για τα προσωπικά δεδομένα

Για ποιους λόγους οι πρακτικές των τεχνολογικών κολοσσών και ο «Καπιταλισμός Παρακολούθησης» απειλούν ευθέως την ίδια τη Δημοκρατία.

Ο πόλεμος για τα προσωπικά δεδομένα
  • της Shoshana Zuboff*

100 χρόνια πριν, η συγκέντρωση επιχειρηματικής δύναμης θεωρούνταν οικονομική εξουσία. Εξουσία που είχαν οι ιδιοκτήτες με βάση την ιδιοκτησία τους. Τις αντιδημοκρατικές οικονομικές συνέπειες αυτής της συγκέντρωσης τις επωμίστηκαν κυρίως εργάτες, καταναλωτές, έμποροι. Δεκαετίες αγώνων και συλλογικής δράσης είχαν ως αποτέλεσμα αντιμονοπωλιακούς νόμους, τουλάχιστον σε αρκετές κοινωνίες, αλλά επίσης -και ίσως το σημαντικότερο- έναν καταστατικό χάρτη δικαιωμάτων για εργάτες και καταναλωτές, νόμους για να τους προστατεύουν και θεσμούς επιφορτισμένους με την τήρηση και την επιβολή τους.

Όμως, όσο σημαντικά κι αν είναι τα μέτρα που προέκυψαν, δεν μπορούν να μας προστατεύσουν από τις νέες απειλές που αντιμετωπίζουμε. Η εταιρική δύναμη δεν είναι πλέον μόνο οικονομική, αλλά και κοινωνική. Αποκάλεσα τις οικονομικές συνθήκες που οροθέτησαν αυτή την εξουσία «Καπιταλισμό Παρακολούθησης» (Surveillance Capitalism), γιατί διατηρεί δομικά στοιχεία του παραδοσιακού καπιταλισμού -ιδιοκτησία, αγορές, ανάπτυξη και κέρδος- ωστόσο, δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς τις τεχνολογίες του 21ου αιώνα και τις κοινωνικές εφαρμογές τους όσον αφορά την παρακολούθηση.

Κρυφές μέθοδοι παρατήρησης καταγράφουν αθέατες ιδιωτικές εμπειρίες και ταυτόχρονα τις μεταφράζουν σε συμπεριφορικές πληροφορίες. Και, με μαγικό τρόπο, αυτά τα παράνομα συλλεχθέντα δεδομένα χρηστών μετατρέπονται σε εταιρική ιδιοκτησία, έτοιμα για ανάπτυξη και πώληση. Αξιοποιούνται υπό τη μορφή καταναλωτικών τάσεων και πουλιούνται σε εταιρικούς πελάτες, σε μια νέας μορφής αγορά που εμπορεύεται μοντέλα πρόγνωσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Αυτά είναι τα εμπορεύσιμα προϊόντα όσον αφορά τα «ανθρώπινα ομόλογα».

Οι αντιδημοκρατικές κοινωνικές συνέπειες που παράγονται από αυτές τις διαδικασίες δεν περιορίζονται στους οικονομικούς ρόλους των ατόμων, ως εργατών ή και καταναλωτών. Επιβαρύνουν τους χρήστες συνολικά. Πρόκειται για ένα νέο είδος ανθρωπότητας και αφορά όλους μας, συνέχεια και παντού. Ο δικός μας πολιτισμός είναι ένας πολιτισμός πληροφοριών, ο οποίος δεν έχει βρει ακόμα το πάτημά του στη δημοκρατία, μιας και οι κοινωνικές επιπτώσεις δεν μπορούν να συμπιεστούν και ν’αντιμετωπιστούν στα στενά νομικά πλαίσια του 20ού αιώνα. Ως εκ τούτου, παραμένουμε γυμνοί και ευάλωτοι. Και φυσικά χωρίς τα δικαιώματα, τους νόμους και τους θεσμούς που φτιάξαμε, για να μας κυβερνούν σε αυτόν τον ψηφιακό αιώνα, στο όνομα της «δημοκρατίας».

Σε έναν πολιτισμό πληροφοριών, τα παραπάνω συνιστούν μια μορφή κοινωνικής τάξης, η οποία προκύπτει από τα δομικά στοιχεία της γνώσης, της εξουσίας και της δύναμης, όπως αυτά σχετίζονται με την πληροφορία.
Σήμερα, οι εταιρείες του Καπιταλισμού Παρακολούθησης, ξεκινώντας από τους κολοσσούς της τεχνολογίας, κρατούν τις απαντήσεις στην κάθε ερώτηση. Δεν εκλέξαμε, όμως, αυτούς για να μας κυβερνούν. Βασιζόμενοι στην εξουσία που τους δίνει η ιδιοκτησία τους, οι εταιρικές αυτοκρατορίες παρακολούθησης έχουν προχωρήσει σε ένα δομικά αντιδημοκρατικό πραξικόπημα.

Με αυτό, εννοώ μια επαναστατική εξαγορά πληροφορίας και γνώσης. Είναι εκείνοι που αποφασίζουν τι θα είναι γνωστό, ποιοι θα το γνωρίζουν και για ποιον σκοπό. Οι κοινωνικές επιπτώσεις που ακολουθούν, αφήνουν τους νομοθέτες και το κοινό σε μόνιμη σύγχυση από την καθημερινότητα.

Η κατανόησή μας, ωστόσο, εμποδίζεται από λάθη κατηγοριοποίησης. Οι κοινωνικές επιπτώσεις, όπως η ολοκληρωτική καταστροφή της ιδιωτικότητας που συντελέστηκε τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ή η παραπληροφόρηση, η πολωμένη ρητορική, ο μαζικής κλίμακας συμπεριφορικός αποπροσανατολισμός -καθένα οροθετείται και εξετάζεται ως ξεχωριστό φαινόμενο, αφήνοντάς μας σε ένα κλίμα ασάφειας, κατακερματισμού και σύγχυσης.

Όσο συνεχίζουμε να βλέπουμε αυτά τα δεινά ως ξεχωριστά, ασύνδετα μεταξύ τους προβλήματα, θα παραμένει αδύνατο να λυθούν. Η προοπτική του Καπιταλισμού Παρακολούθησης ως μιας ανατρεπτικής θεσμικής τάξης πραγμάτων προσφέρει μια διέξοδο από αυτή την τρέλα.

Αυτός ο θεσμός ξεπερνά τα όρια ατόμων, οργανισμών, τομέων, κοινοτήτων, κοινωνιών και εθνών, επανασυνδέοντας εικονικά κάθε ανθρώπινη αλληλεπίδραση με ψηφιακές αρχιτεκτονικές, συσκευές, προϊόντα, υπηρεσίες και δομές πληροφοριών. Ο Καπιταλισμός Παρακολούθησης, όπως όλοι οι θεσμοί, αυτοαναπαράγεται. Και όλες οι δράσεις οδηγούν στην αυτοενδυνάμωση και αυτοαναπαραγωγή, χωρίς να έχει σημασία πόσο ειλικρινά ικετεύουμε και παρακαλάμε τους ηγέτες για αλλαγή.

Η «Οικονομία της Παρακολούθησης» (Surveillance Economics) δεν είναι η αναπόφευκτη συνέπεια των ψηφιακών τεχνολογιών. Ο Καπιταλισμός Παρακολούθησης δεν είναι μια εταιρεία ούτε ένα άτομο. Ο Καπιταλισμός Παρακολούθησης είναι το σιδερένιο κλουβί της ψηφιακής εποχής. Και όσο η δημοκρατία κοιμόταν, του επιτράπηκε να την κάνει κτήμα του, να διαχειρίζεται και να μεσολαβεί για το ψηφιακό περιβάλλον. Αυτή τη στιγμή, όλοι οι δρόμοι προς την οικονομική και κοινωνική συμμετοχή περνούν μέσα από το θεσμικό περιβάλλον του Καπιταλισμού Παρακολούθησης, ένα γεγονός που γιγαντώθηκε με αγριότητα τα τελευταία χρόνια της παγκόσμιας πανδημίας.

Ο οικονομικός θεσμός του Καπιταλισμού Παρακολούθησης είναι το ενωμένο μέτωπο εναντίον του οποίου τα αντιδημοκρατικά δεινά αποκαλύπτονται όχι ως μεμονωμένα φαινόμενα, αλλά ως συνδεδεμένες συνέπειες μιας μοναδικής αιτίας. Το επίκεντρο είναι μια μοναδιαία διαδικασία που εκτυλίσσεται σε τέσσερα στάδια και καθένα από τα στάδια αυτά αναπτύσσει τις προϋποθέσεις και τον σκελετό του επόμενου.

Το πρώτο στάδιο είναι το θεμελιώδες -η μαζική κεκαλυμμένη εξαγωγή δεδομένων χρηστών. Όλα βασίζονται σε αυτό. Και φυσικά οδηγεί στο δεύτερο στάδιο, την αναπάντεχη και αντιδημοκρατική συγκέντρωση γνώσης ως τη βάση για μια νέα μορφή κοινωνικής ανισότητας, ορισμένη ως η διαφορά μεταξύ του τι γνωρίζει κάποιος και του τι μπορεί να είναι γνωστό για τον ίδιο.

Το σκάνδαλο της Cambridge Analytica, που αποκαλύφθηκε το 2018, έδειξε με ηχηρό τρόπο τους κινδύνους από την «αξιοποίηση» των προσωπικών δεδομένων στον ψηφιακό κόσμο. shutterstock / AlexandraPopova

Το τρίτο στάδιο είναι όταν η ιδιόκτητη γνώση μετατρέπεται σε δύναμη, η οποία οπλίζει τα συμπεριφορικά μοντέλα και τη στοχοποίηση. Ταυτόχρονα, παράγει κοινωνικές ανισότητες και διασπείρει οικονομικό χάος, καθώς η παραπληροφόρηση μεγεθύνεται από υπολογιστικά συστήματα φτιαγμένα να μεγιστοποιούν την παραγωγή και τη βελτιστοποίηση προγνώσεων.

Τέλος, το τέταρτο στάδιο εκμεταλλεύεται αυτές τις συνθήκες με επιθετική επίδειξη επιστημικής κυριαρχίας, καθώς εταιρικές αυτοκρατορίες παρακολούθησης ανταγωνίζονται τη δημοκρατία για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις νομικές αρχές που μας κυβερνούν. Το κάνουν αξιοποιώντας τον απόλυτο έλεγχο και την ανυπολόγιστη δύναμή τους σε κρίσιμα υπολογιστικά συστήματα και υποδομές. Ο στόχος είναι να απομακρύνουν τους πολίτες από την κυβέρνησή τους, να αντικαταστήσουν κοινωνικές δομές με ψηφιακά συστήματα και να εγκαθιδρύσουν την υπολογιστική διακυβέρνηση στη θέση της Δημοκρατίας.

Ο καπιταλισμός στην ψηφιακή εποχή θα μπορούσε να πάρει τόσες μορφές... Το πρόβλημα είναι ότι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες παγκοσμίως απέτυχαν να δημιουργήσουν ένα συμπαγές πολιτικό όραμα για τον ψηφιακό αιώνα, που να προωθεί τις αρχές και τη διακυβέρνηση της δημοκρατίας. Οι Κινέζοι κατ’ αντιδιαστολή έμαθαν πώς να σχεδιάζουν και να υλοποιούν ψηφιακές τεχνολογίες που προωθούν συστήματα απολυταρχικού ελέγχου, στρατηγικές που αποδείχτηκαν δομικής σημασίας τόσο στην εγχώρια όσο και τη διεθνή πολιτική τους. Η αποτυχία της Δύσης άφησε κενό κι αυτό το κενό καλύφθηκε γρήγορα από τον Καπιταλισμό Παρακολούθησης.

Το παραπάνω είχε ως αποτέλεσμα να βρεθεί η δημοκρατία σε μια τύπου πολιορκία, την οποία μόνο η ίδια μπορεί να τερματίσει. Η δημοκρατία είναι ο μοναδικός αντισταθμιστικός θεσμός που έχει τη νόμιμη εξουσία να αλλάξει την πορεία μας. Εάν αυτή η κρίσιμη δεκαετία του ψηφιακού αιώνα αποδειχθεί το σημείο καμπής, που πιστεύω ότι έτσι θα γίνει, τότε όλες οι λύσεις θα δείχνουν σε μία και μοναδική λύση: μια δημοκρατική αντεπανάσταση. Ας μην μπερδευόμαστε, θα πρόκειται για τη μάχη για την ψυχή του πολιτισμού δεδομένων. Τα πάντα εξαρτώνται από τις κυβερνήσεις πια. Χρειαζόμαστε μια ισχυρή διεθνική συζήτηση και συνεργασία, όπου αυτό που υποθέσαμε ότι είναι αναπόφευκτο, δεδομένο και μη ανατρέψιμο, τελικά αποδεικνύεται μια ανθρώπινη ανακάλυψη και μια παράβαση των πιο δομικών αρχών προσφοράς και ζήτησης.

Αυτό το καινούργιο ζήτημα αναγνωρίζει ότι οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες δεν είναι φωτεινοί πυλώνες της επιχειρηματικότητας, αλλά μάλλον αδίστακτα μονοπώλια των οποίων οι κολοσσοί χτίζονται βασισμένοι σε μια μηχανή κοινωνικών δεινών που έχει τελειοποιήσει την εξαγωγή πληροφοριών και την καταστροφή της ιδιωτικότητας και, φυσικά, είναι πλέον σε τροχιά για να κονιορτοποιήσει τα κοινωνιολογικά και ψυχολογικά υποστρώματα στα οποία βασίζεται η Δημοκρατία. Όλη αυτή η κατάσταση αφήνει «εμάς τους ανθρώπους» ως αβοήθητους περαστικούς να παρακολουθούμε την κατεδάφιση των κοινωνικών σταθερών και των θεμελιωδών θεσμών.

Όσον αφορά το κοινό, τα δεδομένα των τελευταίων ετών αποκαλύπτουν μια καθοριστική μείωση πίστης στον Καπιταλισμό Παρακολούθησης. Το βλέπουμε σε έρευνες μεγάλης κλίμακας, το βλέπουμε στη δυσφορία των υπαλλήλων σε εταιρείες τεχνολογίας και στα ποσοστά αποχώρησής τους από αυτές, το βλέπουμε σε αναλύσεις εμπειρογνωμόνων σε όλο τον κόσμο.

Ένα σημείο αναφοράς προέρχεται από μια σημαντική έρευνα που διεξήχθη στις ΗΠΑ και δημοσιεύθηκε στα μέσα Σεπτεμβρίου 2021. Περίπου στις αρχές της πανδημίας, το 2020, ο Eric Shmidt, ο πρώην CEO της Google, εξέφρασε την άποψη στους δημοσιογράφους ότι η πανδημία θα μάθαινε στους Αμερικανούς να είναι «λίγο πιο ευγνώμονες για τις ισχυρές εταιρείες τεχνολογίας». Βέβαια, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, ένα εκκωφαντικό 93% των συμμετεχόντων Αμερικανών πολιτών συμφώνησαν ότι θα έπρεπε να είναι παράνομο για τις ιδιωτικές εταιρείες να συλλέγουν πληροφορίες για τους χρήστες χωρίς τη συγκατάθεσή τους.

Αυτό είναι ένα χτύπημα στην καρδιά του Καπιταλισμού Παρακολούθησης. Το ίδιο το κοινό, στην Αμερική τουλάχιστον, που ευαισθητοποιήθηκε με μια μικρή καθυστέρηση σε σχέση με τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, ζητά να επαναπροσδιοριστεί ως «κλοπή» η άνευ συγκατάθεσης εξαγωγή δεδομένων, o θεμελιώδης λίθος της παράνομης δύναμης του Καπιταλισμού Παρακολούθησης. Η δουλειά μας ως ακτιβιστών, ακαδημαϊκών, δημοσιογράφων, ηγετών, πρέπει να είναι να υποστηρίξουμε και να κινητοποιήσουμε αυτό το κύμα δημόσιας επίγνωσης.

Οι νομοθέτες επίσης έχουν ξεκινήσει να δείχνουν θάρρος, νιώθοντας το κοινό αίσθημα δικαίου στο πλευρό τους, προωθώντας έτσι με μια νέα επιμονή πως οτιδήποτε ψηφιακό έχει θέση ανάμεσά μας μόνο στο πλαίσιο της δημοκρατίας. Η Ευρώπη συνεχίζει να οδηγεί τον υπόλοιπο κόσμο. Το Νομοσχέδιο Ψηφιακών Υπηρεσιών (Digital Services Act), το Νομοσχέδιο Ψηφιακών Αγορών (Digital Markets Act) και οι προτάσεις για δημοκρατική διακυβέρνηση τεχνητής νοημοσύνης άρχισαν να μας βάζουν σε μια πορεία δημοκρατικών αρχών. Δεν είναι πανάκεια. Είναι, όμως, ακριβώς αυτό που χρειαζόμαστε: ένα νέο ξεκίνημα όσον αφορά τη σύνδεση της συλλογής δεδομένων με τα θεμελιώδη δικαιώματα και τη χρήση της πληροφορίας στον δημόσιο βίο.

Οι τρέχουσες κοινοβουλευτικές συζητήσεις και τροπολογίες στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. είναι όλα μέρος ενός αναδυόμενου δημοκρατικού οράματος. Το ίδιο πνεύμα είναι επιτέλους σε κίνηση και στις ΗΠΑ, με δεκάδες βουλευτικές νομολογίες που θα διακόψουν ή ακόμα και θα καταστήσουν παράνομες τις πρακτικές του Καπιταλισμού Παρακολούθησης. Παράλληλα, προκύπτει ένα αυξανόμενο πλαίσιο νομοθετών με βαθιά γνώση και αντίληψη της οικονομικής διάστασης αυτής της παρακολούθησης.

Στην ίδια κατεύθυνση με το 93% των Αμερικανών πολιτών που θα ήθελαν να είναι παράνομη η συγκαλυμμένη εξαγωγή δεδομένων, τώρα πλέον έχουμε νομοθέτες και πολίτες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού που συγκλίνουν στην ιδέα να απαγορευθεί η «Διαφήμιση Παρακολούθησης» (Surveillance Advertising), το πρώτο και πιο κοινό προϊόν της παράνομης εξαγωγής δεδομένων. Είναι μια πρόταση που μόλις πριν από λίγα χρόνια θα ήταν ανήκουστη.

Τον Μάρτιο του 2021, οι βουλευτές Anna Eshoo και Jan Schakowsky ανακοίνωσαν τη δουλειά τους σε ένα νομοσχέδιο, προκειμένου να απαγορευθεί η προσωποποιημένη διαφήμιση. Τον Ιούνιο, η Alexandra Geese, μέλος της Ευρωβουλής, και η βουλευτής Lori Trahan επίσης μίλησαν δημόσια με θέμα την απαγόρευση των εν λόγω διαφημίσεων. Τον ίδιο μήνα, περισσότεροι από 50 διεθνείς οργανισμοί για τα ατομικά πολιτικά δικαιώματα παρέδωσαν στην Ευρωβουλή δήλωση υπογεγραμμένη από τα μέλη τους, λίγο πριν από τις διαβουλεύσεις για τις τροπολογίες στο Νομοσχέδιο Ψηφιακών Υπηρεσιών. Η δήλωση, που στο μεταξύ έχει υπογραφεί από περισσότερους από 100 οργανισμούς, απαιτούσε να μπει ένα τέλος στον Καπιταλισμό Παρακολούθησης, ξεκινώντας με την απαγόρευση των προσωποποιημένων διαφημίσεων. Και τον Σεπτέμβριο, οι «Financial Times» παρουσίασαν σε ρεπορτάζ τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για «σκληρότερους κανόνες», ώστε να μετριαστεί η ψηφιακή στοχοποίηση και παραμετροποίηση.

Αυτού του είδους η διεθνική σύγκλιση πολιτών και νομοθετών μπορεί να εκπληρώσει τη δέσμευση της επόμενης δεκαετίας και να μεταβάλλει την πορεία του πολιτισμού μας, επιβεβαιώνοντας ότι δεν υπάρχει «κυβερνοχώρος», ούτε κανένας άλλος «χώρος», ο οποίος εξαιρείται από τα κοινωνικά δικαιώματα και τους νόμους. Και για να το εξασφαλίσουμε, πρέπει να κάνουμε αυτό που έκαναν πάντα οι δημοκρατίες σε καιρούς που αντιμετωπίζουν συγκεντρωμένες αντιδημοκρατικές δυνάμεις: να θεσπίζουν νόμους.

Πρέπει να θεσπίσουμε νόμους που να προστατεύουν και να προωθούν τα δικαιώματα των πολλών έναντι των οικονομικών συμφερόντων των λίγων. Να επιβεβαιώσουμε ότι το πεπρωμένο μας δεν είναι να μετατραπούμε σε μια δυστοπία παρακολούθησης, ελέγχου και επίπλαστης βεβαιότητας για χάρη του πλούτου και της εξουσίας τρίτων. Να επιβεβαιώσουμε ότι δεν ξεχάσαμε και δεν θα ξεχάσουμε ότι κάθε γενιά καλείται να δώσει τη μάχη για την ανθεκτικότητα και την αναζωογόνηση μιας καλύτερης ιδέας για την ανθρωπότητα.

*Η Shoshana Zuboff είναι συγγραφέας και ακαδημαϊκός του Harvard. Το κείμενο είναι η ομιλία της στο Athens Democracy Forum με θέμα «Surveillance Capitalism and the Democratic Counter-Revolution» («Ο Καπιταλισμός Παρακολούθησης και η Δημοκρατική Αντεπανάσταση»).

v