Το 2003 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του Βρετανού ιστορικού Έρικ Χόμπσμπαουμ με τίτλο «Συναρπαστικά χρόνια». Σε αυτήν ο μεγάλος μαρξιστής διανοητής κατέγραφε τη δική του πορεία στον χρόνο, η οποία ταυτιζόταν με τον συναρπαστικό 20ό αιώνα. Ο τίτλος του βιβλίου ήταν σαν ένας απολογισμός μίας εποχής εντάσεων και αναζητήσεων, προσδοκιών και διαψεύσεων, που φαινόταν να έχει κλείσει οριστικά μέσα από την ηγεμονία του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου παραδείγματος.
Η πορεία των πραγμάτων, όμως, έδειξε ότι τίποτα δεν τελειώνει οριστικά. Ο 21ος αιώνας μάς εκπλήσσει διαρκώς. Διαδοχικές και συχνά απρόβλεπτες κρίσεις -με τελευταία αυτή της πανδημίας- έχουν οδηγήσει στην αναδιάταξη των πολιτικών και κοινωνικών ισορροπιών. Δόγματα πολιτικής ορθοδοξίας που φάνταζαν κυρίαρχα μετά το 1990, δοκιμάζονται από την ίδια την πραγματικότητα, γεωπολιτικές σταθερές ρευστοποιούνται, νέα ανοιχτά ερωτήματα -όπως αυτό της πράσινης μετάβασης- διεκδικούν πειστικές απαντήσεις, το αίτημα της κοινωνικής ισότητας διατρέχει την παγκόσμια συζήτηση. Ζούμε συναρπαστικά χρόνια.
Η διαπίστωση αυτή συμβαδίζει με την επίγνωση ότι δεν υπάρχει κάποια έτοιμη συνταγή από το παρελθόν για να αναμετρηθούμε με τις δυνατότητες και τις προκλήσεις της δικής μας εποχής. Την ίδια στιγμή, όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε μετέωροι σε μια σφαίρα αγνωστικισμού και αμηχανίας. Διότι αν κάτι φαίνεται ξεκάθαρα μέσα από τις εμπειρίες της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας, είναι η επιστροφή της πολιτικής. Οι πολιτικές αποφάσεις έχουν σημασία, επηρεάζουν καθοριστικά την πορεία των κοινωνιών. Η διεθνής συζήτηση γύρω από την καταπολέμηση των ορατών συνεπειών του κορωνοϊού υπογραμμίζει αυτή τη διάσταση.
Στην πρώτη φάση, είδαμε τον θρίαμβο των δημόσιων πολιτικών: το εθνικό σύστημα υγείας, η χάραξη πολιτικής για το σύνολο της κοινωνίας, η υπαγωγή του ατομικού κέρδους στο συλλογικό καλό, υπήρξαν οι παγκόσμιοι πυλώνες της απορρόφησης του ωστικού κύματος μιας πρωτοφανούς περιπέτειας.
Σήμερα, διαφορετικές κυβερνήσεις σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη αναζητούν τη διέξοδο μέσα από μια πολιτική που συνδυάζει την ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων, τη μακροπρόθεσμη θωράκιση των κοινωνιών, τον στρατηγικό σχεδιασμό γύρω από την οικονομία και την ανάπτυξη. Δεν είναι πια κάποιοι αφηρημένοι και εν ολίγοις αυθαίρετοι δείκτες αυτοί που καθορίζουν τη συζήτηση.
Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι η μάχη έχει κριθεί. Αλλά σίγουρα οι όροι της έχουν μεταβληθεί. Η σύγκριση της στάσης της Ε.Ε. στα χρόνια της οικονομικής κρίσης και στις μέρες της πανδημίας καταδεικνύει την αλλαγή που έχει συντελεστεί: οι πολιτικές της λιτότητας έχουν αντικατασταθεί από τις πολιτικές της ανάκαμψης.
Δυστυχώς, στη χώρα μας βιώνουμε μια παράδοξη χρονοκαθυστέρηση. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας παραμένει προσκολλημένη σε ένα μείγμα πολιτικής, στο οποίο κυριαρχεί η ανακύκλωση του παλιού και η καχυποψία για τη δυνατότητα μιας αποφασιστικής δημόσιας παρέμβασης με στόχο την αναπτυξιακή μεταβολή της χώρας. Η προσκόλληση αυτή έχει ιδεολογικές αφετηρίες, αλλά διαπλέκεται και με την εγγενή εσωστρέφεια και τις οικονομικές προσδέσεις της Νέας Δημοκρατίας.
Το παράδειγμα της ενέργειας είναι ενδεικτικό και ταυτόχρονα εξαιρετικά ανησυχητικό. Τη στιγμή που όλο και περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προχωρούν σε τολμηρά μέτρα για τη διασφάλιση αυτού του βασικού κοινωνικού αγαθού, αλλά και κρίσιμου παραγωγικού συντελεστή, η ελληνική κυβέρνηση βαδίζει σε τελείως διαφορετικά μονοπάτια. Επιμένει στην πολιτική της ιδιωτικοποίησης και στο παρωχημένο πλέον δόγμα της αυτορρύθμισης μιας αγοράς που χρειάζεται ακριβώς το αντίθετο: ισχυρή δημόσια ρύθμιση και εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό!
Το ίδιο συμβαίνει και με το Ταμείο Ανάκαμψης. Ένα μοναδικό εργαλείο για τη θωράκιση της κοινωνίας και την ανασυγκρότηση της οικονομίας, στα χέρια της Νέας Δημοκρατίας μετατρέπεται σε μηχανισμό αναδιανομής πόρων στους ήδη ισχυρούς και ανατροφοδότησης ενός παρωχημένου και αποτυχημένου αναπτυξιακού κύκλου που σύντομα θα μας οδηγήσει σε νέα αδιέξοδα.
Το κτίριο Berlaymont της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καλυμμένο με banner για το πρόγραμμα «Next Generation EU». Το Ταμείο Ανάκαμψης στην Ελλάδα αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να μετατραπεί σε μηχανισμό αναδιανομής πόρων στους ήδη ισχυρούς και να ανατροφοδοτήσει έναν παρωχημένο και αποτυχημένο αναπτυξιακό κύκλο. Shutterstock / PP Photos
Δεν μπορούμε πια να ισχυριζόμαστε ότι δεν ξέρουμε. Ξέρουμε πολύ καλά πού έχει οδηγήσει το άναρχο αναπτυξιακό μοντέλο της νεοφιλελεύθερης εποχής. Η ελληνική κρίση, το τεκτονικό σοκ της απώλειας του 1/3 του ΑΕΠ, οι εξαιρετικά εύθραυστες δομές της οικονομίας που αναδύθηκαν εκ νέου μέσα στην πανδημία, έχουν ως αποτέλεσμα την ανασφάλεια, την εμπέδωση της ανισότητας, την καταστροφή του περιβάλλοντος και την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής των πολιτών.
Για τον λόγο αυτό είναι η ώρα μιας άλλης πολιτικής. Μιας νέας αρχής. Η νέα αρχή προϋποθέτει τον συγχρονισμό με την παγκόσμια και ευρωπαϊκή συζήτηση γύρω από τους στόχους της κοινωνικής θωράκισης και του παραγωγικού μετασχηματισμού. Η νέα αρχή στηρίζεται στη χάραξη δημόσιων πολιτικών, στην ενεργητική κρατική παρέμβαση, στον μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό σχεδιασμό.
Στόχος της νέας αρχής είναι να μετατρέψουμε την Ελλάδα σε παγκόσμιο υπόδειγμα κοινωνικής πολιτικής, δίκαιης ανάπτυξης, συμπεριληπτικής πράσινης μετάβασης. Τα δικά μας συναρπαστικά χρόνια απαιτούν να κλονίσουμε τις ιστορικές βεβαιότητες -με κύρια αυτή που συνοψίζεται στη φράση «τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει»- και να επιμείνουμε στη δυνατότητα η πολιτική να μην αρκείται στην περιγραφή ή, έστω, τη διαχείριση της υπάρχουσας πραγματικότητας, αλλά στην αναδιαμόρφωσή της με όρους που θα εξυπηρετούν τα οράματα, τις επιθυμίες και τα συμφέροντα των πολλών.
*Ο κ. Αλέξης Χαρίτσης είναι Βουλευτής - Τομεάρχης Ανάπτυξης και Επενδύσεων ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ