Η κλιματική κρίση ξεκινά από τις πόλεις μας

Αν δεν οριστεί το περιβάλλον ως ύψιστο δημόσιο αγαθό, και όχι η άμεση απόδοση της οικονομίας, όπως γινόταν και γίνεται, η κατάρρευση είναι νομοτελειακή. Γράφει ο Νίκος Μπελαβίλας.

Η κλιματική κρίση ξεκινά από τις πόλεις μας
  • του Νίκου Μπελαβίλα*

Οι ελληνικές πόλεις πέρασαν από φάσεις με διαφορετικά διακυβεύματα στη νεότερη ιστορία της χώρας. Οι μεταρρυθμίσεις και οι σχεδιασμοί μετά την ίδρυση του κράτους επιχειρούσαν την έξοδο από το οθωμανικό παρελθόν, τη δημιουργία νεωτερικών πόλεων, την κάλυψη των βασικών όρων υγιεινής και λειτουργίας. Ήταν η προσπάθεια εγκατάλειψης της μεσαιωνικής μορφής των πόλεων.

Μία μακρά δεύτερη φάση στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα ερχόταν να απαντήσει στην ευρύτατη εκβιομηχάνιση, στην τραγωδία της αστεγίας και των κακών συνθηκών κατοίκησης όχι μόνο του προσφυγικού πληθυσμού του Μεσοπολέμου, αλλά και μεγάλων γηγενών εργατικών πληθυσμών. Είναι η εποχή γιγαντιαίων προγραμμάτων στέγασης και ταυτόχρονα εξορθολογισμού της κατασκευής των κτιρίων, με την εισαγωγή οικοδομικών κανόνων και την καινοτομία της πολυκατοικίας.

Η τρίτη φάση είναι η μεταπολεμική ραγδαία αστικοποίηση, με την ταυτόχρονη εγκατάλειψη των προγραμμάτων κοινωνικής στέγασης. Οι πόλεις επεκτάθηκαν άναρχα, με βάση μόνο την αγορά και τη ζήτηση, σε έκταση και ύψος με ένα ελάχιστο θεσμικό πλαίσιο. Είναι οι πόλεις της αθηναϊκής «αντιπαροχής».

Μετά τη δικτατορία των Συνταγματαρχών και με την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974, άρχισε να συνειδητοποιείται το περιβαλλοντικό πρόβλημα. Τοπικές κρίσεις, όπως το νέφος της ατμοσφαιρικής ρύπανσης της Αθήνας λόγω του κυκλοφοριακού και της βιομηχανίας, οι αστικές πλημμύρες και οι περιαστικές δασικές πυρκαγιές, η θαλάσσια ρύπανση, η καταπάτηση της γης ήταν ζητήματα που έθεσαν στο τραπέζι την προστασία του περιβάλλοντος, φέρνοντας νέους σχεδιασμούς και επιβολή σε εθνική κλίμακα όρων προστασίας.

Πανοραμική άποψη της Θεσσαλονίκης. Η μάλλον ειδυλλιακή εικόνα αποκρύπτει το μεγάλο μέγεθος των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές πόλεις, καθώς επεκτάθηκαν άναρχα, με βάση μόνο την αγορά και τη ζήτηση. Σήμερα αποτελούν πλέον ισχυρότατους θύλακες της κλιματικής αλλαγής. Shutterstock / SIAATH

Οι συγκρούσεις γύρω από ζητήματα περιβάλλοντος δεν ήταν ένα ελληνικό φαινόμενο. Απλώνονταν σε όλο τον παγκόσμιο Βορρά, στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Προς το τέλος του 20ού αιώνα άρχισε να γίνεται κατανοητό ότι εξελισσόταν, πέρα από τα τοπικά προβλήματα, μία ευρύτερη παγκόσμια αναστάτωση, με επιδείνωση της κλιματικής ισορροπίας, με επιτάχυνση φαινομένων αλλαγών. Σήμερα τα πιο πάνω αποτελούν πλέον κοινό τόπο.

Παρότι η κλιματική κρίση οδήγησε σε μια παγκόσμια καμπάνια για την αντιμετώπισή της, παρότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχουν τεθεί στόχοι και διαμορφώνονται θεσμικά πλαίσια που ενσωματώνονται στα εθνικά, στον τομέα κυρίως της ενέργειας και της παραγωγής, η υπόθεση του αστικού φαινομένου είναι πολύ πίσω.

Οι πόλεις, όχι μόνο οι ελληνικές, αποτελούν ισχυρότατους θύλακες που συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή: με τις εκπομπές αερίων, τα υλικά και τη δόμησή τους, την τεράστια κατανάλωση ενέργειας κτιρίων, υποδομών, δικτύων και μεταφορών, την αποψίλωση του αστικού και περιαστικού πρασίνου. Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι κατά πολύ χειρότερα σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Το πράσινο των πόλεων, τρεις φορές πιο χαμηλά από τις πιο πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, η κυκλοφορία με ιδιωτικά οχήματα στα ύψη, η χρήση υλικών μη φιλικών στο περιβάλλον, η κατασπατάληση ενδοαστικών και περιαστικών ελεύθερων εκτάσεων για δόμηση.

Στα μεγάλα έργα, είτε αυτά αφορούν οδικούς άξονες είτε νέες χρήσεις παραγωγικές είτε επέκτασης δόμησης, ελάχιστα λαμβάνεται υπόψη η κλιματική παράμετρος. Γιγαντιαίες κατασκευές, τεράστιοι νέοι δρόμοι συνεχίζουν να καλύπτουν ακτές, λόφους, αγροτικές εκτάσεις και δάση στις πόλεις και γύρω από αυτές. Η διαχείριση των απορριμμάτων βρίσκεται σε στάδια της περασμένης πεντηκονταετίας. Οι δρόμοι του νερού, ρέματα και ποτάμια, διακόπτονται, νέες θερμικές νησίδες δημιουργούνται, το πολύτιμο οξυγόνο της χλωρίδας και οι φυσικές επιφάνειες χάνονται.

Εν ολίγοις, παρά τη γνώση του προβλήματος, ο κατασκευαστικός τομέας κτιρίων, υποδομών και εν γένει τεχνικών έργων, ο τομέας των απορριμμάτων, αλλά και ο ενεργειακός τομέας των πόλεων στην Ελλάδα κινείται σαν να μην υπάρχει κανένα πρόβλημα, επιδεινώνοντας την κατάσταση. Αδράνεια, παθογένειες του κρατικού μηχανισμού, αλλά κυρίως η απελευθέρωση της αγοράς τα τελευταία 20 χρόνια, έχουν οδηγήσει στα πιο πάνω.

Πρόκειται για μία βαλκανικού τύπου νεοφιλελεύθερη πολιτική και μία οπισθοδρομική οικονομία -κυρίως κρατικοδίαιτη των κλάδων που αναφέρθηκαν- η οποία διεκδικεί το ανεξέλεγκτο στο όνομα μίας ασαφούς «ανάπτυξης» και ταυτόχρονα κινείται με αποκλειστικό στόχο τη μεγιστοποίηση των κερδών.

H απάντηση στην κλιματική κρίση βρίσκεται στον αντίποδα. Η αγορά σχεδιάζει με ορίζοντα την ταχεία απόσβεση μιας επένδυσης και τη μέγιστη κερδοφορία -πέντε, δέκα χρόνια το πολύ. Η κοινωνία και η πολιτεία οφείλουν να σχεδιάζουν με το βλέμμα ταυτόχρονα στην άμεση βελτίωση της ποιότητας ζωής, αλλά και στην ευημερία των επόμενων γενεών.

Το ίδιο ισχύει και για τις πόλεις. Δηλαδή, με απλά λόγια, αν οι πόλεις δεν σχεδιαστούν με προοπτική ανάσχεσης της κλιματικής κρίσης, με το περιβάλλον ως ύψιστο δημόσιο αγαθό και όχι με γνώμονα την άμεση απόδοση της οικονομίας, κάποια στιγμή θα καταρρεύσουν, παρασέρνοντας και τον πλανήτη.

*Ο κ. Νίκος Μπελαβίλας είναι Καθηγητής Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ), Διευθυντής Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος.

v