Δύο είναι τα κύρια προβλήματα όσον αφορά στην προσέγγιση του λαϊκισμού ως κοινωνικού φαινομένου. Το ένα αφορά στην εννοιολόγησή του, δηλαδή πώς το προσδιορίζουμε, ώστε να αποφεύγονται συγχύσεις και παρανοήσεις. Και αυτό επειδή οι έννοιες είναι εργαλεία σκέψης για να αναλύουμε τη «μορφή», αλλά και την «ουσία» των πραγμάτων (αναλυτικά εργαλεία). Αν, λόγου χάρη, μια έννοια, εδώ του «λαϊκισμού», ορίζεται χαλαρά, χωρίς οροθέτηση έναντι άλλων εννοιών, είναι προφανές πως θα έχουμε μια προβληματική αξιολόγηση και των δεδομένων.
Το δεύτερο αφορά στην ιδεολογική του χρήση, καθώς πολλές φορές ο «λαϊκισμός» προσεγγίζεται ως δυσλειτουργία του πολιτικού συστήματος, ως «παθογένεια» της δημοκρατίας. Όμως, αυτή η ανάλυση υποδηλώνει πως η προσέγγιση δεν είναι «αξιολογικά ουδέτερη», αλλά ιδεολογικά χρωματισμένη με τον αναλυτή να ταυτίζεται έμμεσα, αλλά σαφώς με τον κυρίαρχο «ιδεότυπο» για το πολιτικό (και τη δημοκρατία). Έτσι, η έννοια χάνει σε αξιοπιστία και εγκυρότητα και γίνεται αφοριστική (ιδεολογική), απαξιώνοντας πάραυτα τα φαινόμενα που επιχειρεί να περιγράψει. Επομένως η αποστασιοποίηση από μια ιδεολογική, σχεδόν δημώδη, αντίληψη, είναι ένας από τους όρους για να αναδειχτεί η ιστορικότητα του λαϊκιστικού φαινομένου.
Για αναλυτικούς λόγους θα ήταν σκόπιμο να διαχωρίσουμε ανάμεσα σε «λαϊκισμό» και «νεο-λαϊκισμό» (όπως Paul Taggart). Αν ο λαϊκισμός («ιστορικός λαϊκισμός») ταυτίστηκε με την ένταξη στο πολιτικό σύστημα πληβειακών στρωμάτων, αλλά κυρίως μικροαστικών στρωμάτων (Περονισμός, ΠΑΣΟΚ, Τσαβισμός κ.λπ.), δίνοντας έμφαση στην κοινωνική ισότητα, ο νεο-λαϊκισμός, όπως μετουσιώνεται στα κόμματα της άκρας δεξιάς (ΛΑΟΣ κ.ά.) ταυτίζει ουσιαστικά τον «λαό» με το έθνος (ως οργανική κοινότητα), αντιμετωπίζοντας την κοινωνική ανισότητα ως προέκταση της φυσικής διάρθρωσης των κοινωνιών.
Δημοσιογράφοι παρακολουθούν την ομιλία του προέδρου των ΗΠΑ, Donald Trump, κατά τη διάρκεια του World Economic Forum 2018 στο Νταβός της Ελβετίας. Η διαρκής και έντονη μετάλλαξη της οικονομικής δραστηριότητας σε παγκόσμιο επίπεδο είναι η κατ’ εξοχήν πηγή ανασφάλειας των πολιτών, η οποία με τη σειρά της τους στρέφει σε λαϊκιστικά πολιτικά μορφώματα και ερμηνείες.
Μάλιστα, στα φασιστικά μορφώματα (Χρυσή Αυγή κ.ά.), ο λαός αλλά και το έθνος έχουν φυλετική βάση. Στον βαθμό, μάλιστα, που η ταυτότητα-ετερότητα ορίζεται με γενετικούς-φυλετικούς όρους και όχι με ιδεολογικούς, ας πούμε ως διαφορικός ρατσισμός (όπως στην άκρα δεξιά), αυτό εξωθεί μέσω μιας παραστρατιωτικής δράσης σε πολιτικές υπέρβασης και κάθαρσης (όπως Michael Mann). Η απόρριψη του τύπου και της ουσίας της δημοκρατικής διαδικασίας είναι η άμεση συνέπεια.
Παρόλο που η θεσμική προσέγγιση του νεο-λαϊκιστικού φαινομένου και της ανόδου της άκρας δεξιάς από τη θεωρία της ζήτησης-προσφοράς (όπως Cas Mudde) έχει τη σημασία της, νομίζω πως περιορίζει το ζήτημα στη δομή του κομματικού συστήματος και στις σχέσεις εκπροσώπησης. Πραγματικά, μέσα από τη συγκεκριμένη θεώρηση εξηγείται η άνοδος των λαϊκιστικών-ακροδεξιών κομμάτων (ως κόμματα της ζήτησης) σε συνάρτηση με αλλαγές στην κοινωνία (οικονομική κρίση, ανεργία, ανασφάλεια κ.λπ.).
Καθώς ο «εκσυγχρονισμός» ορίζεται ως μια ουδέτερη κοινωνικά διαδικασία, ανεξάρτητη από ταξικά συμφέροντα, όσοι ψηφίζουν νεο-λαϊκιστικά κόμματα θεωρούνται οι «χαμένοι» της υπόθεσης, επειδή δεν μπορούν να προσαρμοστούν (έλλειψη προσδοκιών, αβεβαιότητα, προσωπικές φοβίες κ.λπ.). Έμμεσα υποδεικνύεται πως το πρόβλημα είναι η (δυσ)λειτουργία του κομματικού ή πολιτικού συστήματος ή ακόμη και το γνωστικό επίπεδο των ψηφοφόρων (βλ. ανορθολογική ψήφος).
Συχνά, μάλιστα, τα κόμματα του «δημοκρατικού τόξου» για να προσεγγίσουν εκ νέου αυτούς τους ψηφοφόρους υιοθετούν έμμεσα την ακροδεξιά ατζέντα για «νόμο και τάξη». Ωστόσο, αυτά τα φαινόμενα συνιστούν ενδημικά φαινόμενα μιας οικονομίας που οργανώνεται με βάση το κέρδος (καπιταλιστική οικονομία), ενώ η παρέμβαση του πολιτικού, καθώς ορίζεται ανεξάρτητα από την οικονομία (φορμαλιστικά) (όπως στον Max Weber), αδυνατεί να υπερβεί τον πολιτικό βολονταρισμό, πράγμα που το καθιστά αναξιόπιστο.
Η περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ, που κατηγορήθηκε επίσης για λαϊκισμό, είναι χαρακτηριστική για τις πεπερασμένες δυνατότητες παρέμβασης του πολιτικού στην οικονομία, γεγονός που δίνει την εντύπωση μιας «μεταδημοκρατίας», μιας «ολιγαρχικής δημοκρατίας» (βλ. Colin Crouch).
Αν, λοιπόν, οι κοινωνίες θέλουν να αντιμετωπίσουν την ανεργία, την κοινωνική έκπτωση, την ανασφάλεια κ.λπ., η παρέμβαση δεν μπορεί να γίνει (ακόμη κι αν υπάρχει πολιτική βούληση), με υποκείμενα δράσης που συγκροτούνται (διαταξικά) στη σφαίρα του πολιτικού («πολίτες»), αλλά πρωτίστως με υποκείμενα δράσης που συγκροτούνται πρωτίστως εκεί όπου δημιουργείται το πρόβλημα, στη σφαίρα της οικονομίας και στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας (ταξικά υποκείμενα).
Εκ των πραγμάτων, η διαταξική δράση των πολιτών, ενός ανομοιογενούς μορφώματος, είναι πεπερασμένη, πόσο μάλλον όταν η τυπική ισότητα των πολιτών στην αστική κοινωνία υποσκάπτεται πάραυτα από τις άνισες ταξικές θέσεις των ατόμων στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας (αστοί, εργάτες, αγρότες κ.ο.κ.).
Εξάλλου, ο κοινωνικός δεσμός στις σύγχρονες κοινωνίες, αντίθετα απ’ ό,τι συνέβαινε στην Αρχαία Αθήνα (βλ. Hanna Arendt) που ήταν πολιτικός, είναι πρωτίστως οικονομικός. Και αυτό επειδή το κοινωνικό υπερπροϊόν (η εργασία), «ο Πλούτος των Εθνών» (A. Smith), αποσπάται αυτόματα στη σφαίρα της οικονομίας χωρίς να χρειάζεται η πολιτική βία όπως στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες (δουλεία, δουλοπαροικία κ.λπ.).
Εφόσον, λοιπόν, προσδιορίσουμε με αυτούς τους όρους την ποιότητα των δράσεων και τα «δρώντα υποκείμενα», η οικονομία μπορεί να οργανωθεί εκ νέου, αφού η πίεση (ανεργία, εργασιακή ανασφάλεια κ.λπ.) ασκείται πάνω στο υφιστάμενο σύστημα οργάνωσης της εργασίας και παραγωγής, όπως δείχνει η άνιση κατανομή πλούτου, και όχι πάνω στο απόθεμα πόρων (οικονομικών, οργανωσιακών, κοινωνικών κ.ο.κ.).
Εξετάζοντας το πολιτικό σε σχέση με την οικονομία και την κοινωνική δράση σε σχέση με την κοινωνική (ταξική) βάση μπορούμε να ελέγξουμε καλύτερα την αξιοπιστία του προγραμματικού λόγου ενός πολιτικού κόμματος, ενός λαϊκιστικού κινήματος. Μπορούμε να γνωρίζουμε, λοιπόν, τι μπορεί να κάνει ένα κόμμα, μέχρι πού μπορεί να φθάσει. Έτσι είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε πού αρχίζει ο λαϊκισμός, εφόσον η αναξιοπιστία, οι συγχύσεις και η φαντασιακή (ηθικόλογη) πρόσληψη της πολιτικής («λαός» vs «ελίτ», «μυθική κοινότητα», νατιβισμός κ.λπ.), ορίζουν εκτός των άλλων, τον ακροδεξιό λαϊκισμό.
Βεβαίως, το πολιτισμικό κεφάλαιο (σχήματα σκέψης, αντιλήψεις, αισθητική κρίση, habitus κ.λπ.), όπως έχει δείξει ο Pierre Bourdieu, είναι άνισα κατανεμημένο, επομένως δεν είναι όλα τα άτομα εξοπλισμένα με τις αναγκαίες κοινωνικές-πολιτισμικές και μορφωτικές-γνωστικές δεξιότητες για να εκλογικεύσουν τη κοινωνική τους θέση και να τοποθετηθούν.
Αυτά, όπως και η οικονομική δύναμη ή η ικανότητα δράσης, είναι άνισα κατανεμημένα και εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις ταξικές θέσεις των ατόμων (αστικές, μεσοαστικές, εργατικές κ.λπ.). Με αυτή την έννοια η δομή (κοινωνικός καταμερισμός εργασίας κ.λπ.) προσφέρει, όπως το θέτει ο Anthony Giddens, τα μέσα και γίνεται το μέσον για μια γνωστική πρόσληψη και επεξεργασία της πραγματικότητας, αλλά και για την ανάληψη δράσης («δυαδικότητα της δομής»).
Φαίνεται, λοιπόν, πως όταν λείπουν τα μέσα για αναστοχασμό και οι πόροι για κοινωνική δράση (οργανωσιακοί, πολιτικοί, πολιτισμικοί), οι άνθρωποι -επειδή βιώνουν την πραγματικότητα με όρους ανάγκης (βλ. συνθήκες εργασίας, συνθήκες ζωής)- υιοθετούν απλοϊκά σχήματα, αντιθετικά ζεύγη (λαός-ελίτ, γηγενείς-ξένοι κ.λπ.) για να ταξινομήσουν, όπως το εισηγήθηκε ο ανθρωπολόγος Cl. Lévi-Strauss, τα πράγματα («πρωτόγονη σκέψη»).
Σε κάθε περίπτωση οι άνθρωποι προσπαθούν, μέσα από αυτά τα ταξινομητικά σχήματα, την «κοινή γνώση», να προσδώσουν τάξη στην κατάστασή τους (εθνομεθοδολογικά). Είναι προφανές πως αυτή η «κοινή γνώση» μπορεί να εργαλειοποιηθεί από τον ακροδεξιό λαϊκισμό, ωστόσο το πρόβλημα (οι συνθήκες εργασίας και οι συνθήκες ζωής) υπάρχει, ανεξάρτητα από αυτό. Το να εγκαλεί κανείς τους ανθρώπους για λαϊκισμό επειδή δεν αποδέχονται ξανά τις πολιτικές που δημιούργησαν το πρόβλημα, είναι σαν να αρνείται το πρόβλημα, από τη μια πλευρά, και σαν να είναι προκατειλημμένος ταξικά και «αισθητικά» απέναντί τους από την άλλη.
Όπως αντιλαμβάνεται ο καθένας, η υπέρβαση αυτών των απλοϊκών σχημάτων σκέψης που ανατροφοδοτούν τον ακροδεξιό λαϊκισμό δεν μπορεί να γίνει με κατήχηση και διδακτισμό, πόσο μάλλον όταν η έκπτωση από την εργασία (ανεργία, εργασιακή ανασφάλεια κ.λπ.) συνιστά και μια διεργασία κοινωνικής αποειδίκευσης (απώλεια κοινωνικών και γνωστικών δεξιοτήτων) με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υπαρξιακή κατάσταση των ανθρώπων. Εξάλλου η ιστορική εμπειρία δείχνει, όπως έχει αναλυθεί στην κλασική μελέτη για τους ανέργους του Μάριενταλ (Αυστρία), στον Μεσοπόλεμο, (M. Jahoda, P. F. Lazarsfeld and H. Zeisel, «Marienthal: The Sociography of an Unemployed Community», New York 2017: Routledge) πως η κατάρρευση του συστήματος εργασίας συμπαρέσυρε ακόμη και τις προσωπικές σχέσεις (απώλεια αίσθησης χρόνου, ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, ενοχοποίηση, κατάθλιψη κ.λπ.) διαρρηγνύοντας τον κοινωνικό ιστό.
Αυτή η κατάσταση προκάλεσε την κοινωνική απάθεια, αλλά και την αποστροφή στην πολιτική δράση, προλειαίνοντας το έδαφος για την αποδοχή της εθνικοσοσιαλιστικής προπαγάνδας για «Brot und Arbeit» («ψωμί και δουλειά») και την επικράτηση του ναζισμού. Αυτό μάλιστα σε μια εργατική κοινότητα με σοσιαλδημοκρατική οργάνωση και αναπτυγμένο σύστημα αλληλεγγύης. Συνεπώς η παρέμβαση στο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας συνιστά sine qua non, τόσο επειδή αυτό βρίσκεται σε σχέση ανάδρασης με το πολιτικό σύστημα όσο και επειδή εδώ παράγεται ο κοινωνικός πλούτος (ποσοτικός παράγοντας), αλλά και επειδή εδώ παράγεται επίσης υποκειμενικότητα και κοινωνία (ποιοτικός παράγοντας).
*Ο κ. Θανάσης Αλεξίου είναι Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου - Διδάκτορας του Institut für Soziologie του Πανεπιστημίου Μünster (Γερμανία) - Επιστημονικός Υπεύθυνος της έρευνας για την «Ταξική Διάρθρωση της Κυπριακής Κοινωνίας» σε συνεργασία με το Ερευνητικό Ινστιτούτο Προμηθέας.