Σύμφωνα με την αγγλοσαξονική παράδοση, το Σύνταγμα είναι ένα κείμενο που δεν επιδέχεται τροποποιήσεις. Στην ευρωπαϊκή παράδοση, αντιθέτως, οι συνταγματικοί χάρτες προσαρμόζονται στο μεταβαλλόμενο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον, ιδίως στον 20ό αιώνα. Τέτοια είναι η παράδοση λ.χ. της Γαλλίας και της Γερμανίας. Το γαλλικό Σύνταγμα του 1958 έχει αναθεωρηθεί 24 φορές, ενώ το γερμανικό Σύνταγμα του 1949 έχει τροποποιηθεί σχεδόν 100 φορές.
Η ελληνική παράδοση, αρχίζοντας ουσιαστικά από το 1844, συμβαδίζει σε αδρές γραμμές με την ευρωπαϊκή. Εντούτοις, για ιστορικούς λόγους, σχετιζόμενους με πολεμικές συρράξεις, δυσαρμονία μοναρχίας και κοινοβουλευτικών, πραξικοπήματα και εσωτερικό διχασμό, καμία αναθεώρηση δεν έγινε ομαλά, σύμφωνα με την προβλεπόμενη συνταγματική τάξη, έως τη Μεταπολίτευση του 1974.
Μόνο το Σύνταγμα του 1975, ιδρυτικό της λεγόμενης Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, αναθεωρήθηκε ομαλά, αρχής γενομένης το 1985, σύμφωνα με τις διαδικασίες που απέρρεαν από το ίδιο το αρχικό κείμενο.
Η παρούσα αναθεώρηση επιχειρείται στο περιβάλλον της μείζονος οικονομικής και πολιτικής κρίσης που ξέσπασε το 2009-10, με τη χρεοκοπία και την υπαγωγή σε τρία αλλεπάλληλα προγράμματα στήριξης, η οποία έληξε το καλοκαίρι του 2018.
Η βαθιά οικονομική κρίση συναντάται με τη γεωπολιτική αστάθεια, ιδίως στη ΝΑ. Μεσόγειο, και την εξ αυτής μεγάλη προσφυγική-μεταναστευτική κρίση, που άρχισε το 2015 και συνεχίζεται. Αστάθεια και ρευστότητα σημειώνεται και στο υπερσύστημα της Ε.Ε. και της ευρωζώνης: η παρατεταμένη δημοσιονομική κρίση, το προσφυγικό και το Brexit, τροφοδοτούν φυγόκεντρες δυνάμεις στους κόλπους της Ε.Ε., εσωστρέφεια, καταφυγή στο έθνος-κράτος και την ταυτοτική εθνικιστική ρητορική, επιταχυνόμενη άνοδο της ακροδεξιάς, συχνά με μεταφασιστικούς χαρακτήρες.
Η επισφάλεια διαδέχεται την ευημερία και, στο υπέδαφος μιας κρίσης αντιπροσώπευσης, προστίθεται ο κλονισμός της πίστης των πολιτών προς τη δημοκρατία, προς τους θεσμούς της και προς το πολιτικό προσωπικό. Στην ελληνική περίπτωση επιπλέον οδυνηρή υπήρξε η εμπειρία της απομείωσης της εθνικής κυριαρχίας. Η επιχειρούμενη συνταγματική αναθεώρηση είναι μέρος μιας συνολικότερης ανασυγκρότησης των θεσμών και ανασύστασης των λειτουργιών της δημοκρατίας, μια διαδικασία ενίσχυσης της εθνικής δημοκρατικής αυτοπεποίθησης.
Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να εργαλειοποιηθεί η αναθεώρηση ή να εκληφθεί ως θαυματουργή θεραπεία. Ο ραγισμένος δημόσιος χώρος απαιτεί πολύ περισσότερη ενεργητικότητα και φαντασία για να αναταχθεί. Εντούτοις, παρά τις τρομερές δοκιμασίες της παρελθούσας οκταετίας, το Σύνταγμα και οι θεσμοί άντεξαν και έδωσαν το πλαίσιο για πολιτικές λύσεις και λειτουργική ανανέωση. Η συνταγματική αναθεώρηση, που θα ολοκληρωθεί από το επόμενο κοινοβούλιο, αποσκοπεί κυρίως σε μια δομική προσαρμογή-ενίσχυση του πολιτειακού πλαισίου -τουλάχιστον αυτή είναι η διατυπωμένη φιλοδοξία της εισηγήτριας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και ελπίζω κάθε καλόπιστου πολιτικού.
Μπορούμε και οφείλουμε να δούμε τη συνταγματική αναθεώρηση ως μία από πολλές πρωτοβουλίες για θεσμική θωράκιση της δημοκρατίας απέναντι στους υπαρκτούς εχθρούς της και τους αρνητές της, αλλά και ενόψει αναδυομένων αναθεωρητικών τάσεων.
Η καταχρηστική επίκληση και ελαστική ερμηνεία του Συντάγματος, ως υπεραναπλήρωση πολιτικών ελλειμμάτων, είναι ένας ορατός κίνδυνος, τον είδαμε στα χρόνια της κρίσης. Στους αντίποδες, την ίδια περίοδο, βιώσαμε οδυνηρά, ως πολίτες και αντιπροσωπευτικοί θεσμοί, την απομείωση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας από τη βίαιη υπαγωγή στα κατ’ ευφημισμόν προγράμματα διάσωσης ή μνημόνια κατανόησης.
Το κοινοβούλιο αναγκάστηκε να νομοθετήσει υπό αφόρητη πίεση, σε ιδιότυπο καθεστώς εξαίρεσης, ενώ και το Συμβούλιο της Επικρατείας επικύρωσε εν ολίγοις αυτή την πολιτική πρακτική ανάγκης, αφήνοντας βαθιά τα ίχνη ενός δικαίου της ανάγκης πάνω στο σώμα της δημοκρατίας, και μάλιστα εν καιρώ ειρήνης.
Συγκέντρωση διαμαρτυρίας μπροστά στη Βουλή των Ελλήνων, την περίοδο του δημοψηφίσματος τον Ιούλιο του 2015. Καθ’ όλη τη διάρκεια των προγραμμάτων στήριξης, το κοινοβούλιο αναγκάστηκε να νομοθετεί συχνά υπό αφόρητη πίεση, μεγεθύνοντας την ήδη μεγάλη δυσπιστία απέναντι στο ελληνικό σύστημα. Η αναθεώρηση του Συντάγματος μπορεί να θέσει τη σχέση αυτή σε νέα, υγιή βάση.
Η ως άνω ιστορική εμπειρία δεν είναι δυνατόν βέβαια να διασκεδαστεί μόνο με μια τεχνική ούτως ειπείν διαχείριση των θεσμών. Απαιτούνται βαθύτερες και ουσιώδεις διανοητικές και πολιτικές διεργασίες, διεργασίες αναστοχασμού και υπέρβασης των στερεότυπων και των παλαιών αλυσιτελών σχημάτων. Απαιτείται τόλμη, ευρυχωρία σκέψης, γενναιότητα αυτοκριτικής, γενναιότητα για συγκλίσεις και δεσμεύσεις.
Η συνταγματική αναθεώρηση είναι ένα τέτοιο πεδίο δοκιμασίας για ανανέωση και ενίσχυση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ενόσω αποδράμει η ιστορική περιπέτεια της χρεοκοπίας.
Στην πράξη, εντούτοις, και επειδή ήδη υπάρχει πόλωση, που ίσως να μην είναι μόνο προεκλογική, θα ήμουν συγκρατημένος στις προβλέψεις μου. Θα πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι αν εξασφαλιστεί συναίνεση σε έναν περιορισμένο αριθμό άρθρων προς αναθεώρηση, τουλάχιστον όσων αφορούν τη διασφάλιση όρων διαφάνειας και ισονομίας για τα μέλη της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Εννοώ την τροποίηση των διατάξεων για την ευθύνη υπουργών και τη βουλευτική ασυλία.
Οι αυστηρότερες προβλέψεις θα ικανοποιήσουν το κοινό αίσθημα και θα διασκεδάσουν τις αντιπολιτικές και αντικοινοβουλευτικές βολές. Εντέλει, θα προασπίσουν την τιμή των αιρετών. Θα πρέπει επίσης να τροποποιηθεί η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, ούτως ώστε να μην προκαλείται διάλυση της Βουλής και προκήρυξη εκλογών αν δεν εξασφαλίζονται τα 3/5 των βουλευτικών ψήφων. Ο ουδετερόθρησκος χαρακτήρας του κράτους και της δημόσιας διοίκησης, που προτείνεται από την κυβερνώσα πλειοψηφία, είναι ένα άλλο ώριμο πεδίο συνταγματικού εκσυγχρονισμού.
Αυτά τα άρθρα μαζί με ορισμένα άλλα, που αφορούν κατοχύρωση κοινωνικών δικαιωμάτων, διεύρυνση μορφών λαϊκής συμμετοχής, πτυχές της λειτουργία του δικαστικού συστήματος κ.λπ., θα μπορούσαν να συστήσουν την κρίσιμη μάζα μιας μετριοπαθούς, πλην λυσιτελούς, και συναινετικής αναθεώρησης του Συντάγματος.
*Ο Νίκος Γ. Ξυδάκης είναι Βουλευτής Β΄ Αθηνών και Κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ.