Μαθήματα από έναν δραπέτη του lockdown

...Που δεν είναι συνωμοσιολόγος ή αρνητής των εμβολίων, αλλά ένας ηλικιωμένος της διπλανής πόρτας, στη μακρινή Seoul της Νότιας Κορέας.

Μαθήματα από έναν δραπέτη του lockdown
  • της Hye-young Pyun*

O πατέρας μου ένιωσε παγιδευμένος.

Δούλευε με τα χέρια του όλη του τη ζωή, στις οικοδομές. Στα 70 έγινε φύλακας ασφαλείας. Μετά, όταν ήταν πια πολύ μεγάλος για να δουλεύει, περνούσε τον καιρό του σε ένα δημοτικό κέντρο για ανθρώπους τρίτης ηλικίας. Έπαιζε το παραδοσιακό κορεάτικο επιτραπέζιο παιχνίδι janggi με άλλους ηλικιωμένους, διάβαζε στη δημόσια βιβλιοθήκη και έκανε βόλτες στο πάρκο της γειτονιάς. Με το ξέσπασμα της Covid 19, όμως, όλα έκλεισαν ταυτόχρονα, παίρνοντας μαζί τους κάθε κοινωνική του επαφή. Ο πατέρας μου αναγκάστηκε να περάσει τον χειμώνα κλεισμένος στο μικρό του δωμάτιο στο σπίτι του γιου και της νύφης του, όπου μένει επί 20 χρόνια, στη Seoul, περιορισμένος σε λίγες συζητήσεις και ακόμα λιγότερα τετραγωνικά.

Τον Φεβρουάριο, η πανδημία πήρε επικίνδυνη τροπή, με πάρα πολλά κρούσματα. Οι προοπτικές ήταν δυσοίωνες. Με τον ιό να τρυπώνει σε πτέρυγες νοσοκομείων και σε γηροκομεία, αλλά και με τους θανάτους να αυξάνονται απότομα, έγινε ξεκάθαρο ότι η Covid 19 άπλωνε τα πλοκάμια της στους πιο ευάλωτους.

Ο πατέρας μου είχε ήδη ζήσει πολλά. Γεννημένος το 1940, στο τέλος της ιαπωνικής κατοχής, ήταν παιδί κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κορέας, νέος κατά τη διάρκεια της ανελέητης βιομηχανοποίησης στη δεκαετία του ’60 και μεσήλικας στο ωστικό κύμα του εκδημοκρατισμού. Όταν ήταν 10 ετών, ένας κομμουνιστής αντάρτης σκότωσε τον πατέρα του. Αλλά και η αστυνομία θεωρούσε λανθασμένα ότι ο πατέρας του, αν και ήταν αθώος πολίτης, συμπαθούσε τους κομμουνιστές. Κάθε φορά που μας έλεγε την ιστορία, ξεκινούσε με τη φράση «ο παππούς σας πέθανε άδικα». Λες και η συγκεκριμένη διαπίστωση αποτελούσε το κλειδί για την κατανόηση των πάντων.

Καθώς θεωρήθηκε κι αυτός ένοχος λόγω της στενής συγγένειας, ο πατέρας μου δεν μπορούσε να κυνηγήσει τα δικά του όνειρα. Δούλεψε οικοδόμος σε διάφορα μέρη, αλλά ποτέ δεν πήγε διακοπές. Δεν έπινε και δεν πήρε ποτέ τίποτα που να μην κέρδισε ο ίδιος αφού ούτε με τον τζόγο ασχολήθηκε ποτέ. Ωστόσο, η ζωή ποτέ δεν τον αντάμειψε για την καλή του συμπεριφορά. Μια φορά, στη δουλειά, παραλίγο να πέσει από έναν ουρανοξύστη. Και κάποια άλλη, εργαζόταν στο εξωτερικό, αλλά απελάθηκε επειδή δεν είχε τα σωστά έγγραφα. Έχασε τη σύζυγό του, τη μητέρα μου, πολύ πρόωρα από ασθένεια.

Πριν από λίγα χρόνια, ο πατέρας μου μπόρεσε να εξασφαλίσει την κατάθεση γειτόνων και αστυνομικών από την παιδική του ηλικία και έδωσε μια πολύχρονη δικαστική μάχη για να αποσαφηνίσει την αιτία θανάτου του πατέρα του, για να καθαρίσει την υπόληψή του ως πατριώτη. Δεν ήταν εύκολο, αλλά όταν το πέτυχε, ήταν πανευτυχής, σαν να ήταν τελικά αυτή η δικαίωση για τη σκληρή ζωή που είχε ζήσει.

Κι όμως, τώρα, με τα πάντα εκτός ελέγχου -ακόμη και το Εθνικό Νεκροταφείο της Seoul, όπου λίγο πριν είχε γίνει η μετακομιδή των οστών του παππού μου, για να αναπαυθεί με τιμή- ο πατέρας μου ένιωσε μόνος όσο ποτέ άλλοτε. Ανίκανος να συμβιβαστεί με το ότι θα περάσει τα χρόνια της σύνταξής του σε καραντίνα, άρχισε να λαχταρά το μέρος όπου γεννήθηκε, ένα χωριό κοντά στην πόλη Gwangju. Πάντα έλεγε στον εαυτό του ότι θα επέστρεφε μια μέρα, αλλά τώρα η επιδημία τον έκανε να πάρει την απόφαση. Αν έπρεπε να περάσει τις μέρες του στη μοναξιά, τότε γιατί να μη βρίσκεται ανάμεσα στους αγαπημένους του λόφους και στα ποτάμια;

Ξέροντας ότι τόσο εγώ όσο και τα αδέλφια μου -δύο μεγαλύτερες αδελφές και ένας μεγαλύτερος αδελφός- είτε θα φέρναμε αντίρρηση στα σχέδιά του είτε θα επιμέναμε να τον βοηθήσουμε, έκανε μυστικά ταξίδια από τη Seoul στην Gwangju για να βρει ένα μικρό σπίτι να νοικιάσει. Μας ειδοποίησε μόλις μία μέρα μετά την εγκατάστασή του εκεί. Δεν το χωρούσε το μυαλό μας. Πώς θα μπορούσε ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, που ανήκει σε ευάλωτη πληθυσμιακή ομάδα, να ανταποκριθεί στους κανόνες του lockdown;

Εμείς, που ήμασταν συνηθισμένοι στην on line διασκέδαση και που παραγγέλναμε προϊόντα με το πάτημα ενός κουμπιού, δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε πόσο τοξική ήταν γι’ αυτόν η απομόνωση. Δεν ξέραμε πώς είναι να είσαι ηλικιωμένος, ούτε πώς είναι να νιώθεις αγνοημένος και παραμελημένος στο σπίτι σου εν ονόματι της ασφάλειας.

Τα αδέλφια μου κι εγώ σπεύσαμε να επιβιβαστούμε σ’ ένα τρένο για την Gwangju με σκοπό να φέρουμε τον πατέρα μου πίσω και να τον πείσουμε για την ασφάλεια της οικογενειακής απομόνωσης. Το τρένο ήταν άδειο. Εκείνη τη μέρα, 29 Φεβρουαρίου 2020, είχαν καταγραφεί ακόμη 813 νέα κρούσματα κορωνοϊού -τα περισσότερα από την πρώτη καταγραφή στις 20 Ιανουαρίου. Φορούσαμε τις μάσκες μας κάθε δευτερόλεπτο εκείνου του ταξιδιού που κράτησε δυόμισι ώρες.

Βρήκαμε τον πατέρα μας στο νοικιασμένο του σπίτι, αλλά αρνήθηκε να φύγει μαζί μας. Καθώς το σπίτι ήταν πολύ μικρό για να μας χωρέσει όλους, έπρεπε να περάσουμε τη νύχτα σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο -αψηφώντας ακόμα πιο πολύ τις συστάσεις των αρχών για παραμονή στο σπίτι και αποφυγή συγκεντρώσεων. To σχεδόν άδειο ξενοδοχείο έμοιαζε απόκοσμο. Οι αδελφές μου κι εγώ κοιμηθήκαμε ανήσυχες με την επιμονή του πατέρα μας να μείνει.

Αργά το επόμενο πρωί πήγαμε με τον πατέρα μου να βρούμε κάπου να φάμε. Η Gwangju έμοιαζε εγκαταλειμμένη. Περπατήσαμε πολύ, χωρίς να βρίσκουμε οτιδήποτε ανοικτό. Τελικά, φτάσαμε σε μια υπαίθρια αγορά κοντά σ’ ένα πανεπιστημιακό νοσοκομείο.

«Όταν ήμουν 15», είπε ο πατέρας μου, «περπατούσα όλο τον δρόμο μέχρι αυτή την αγορά για να πουλήσω καρπούζια».

Ήξερα λίγα για την παιδική του ηλικία. Την πιο νεανική εικόνα του την είχα δει σε μια φωτογραφία στην οποία, περίπου 20 χρονών τότε, πόζαρε βλοσυρός λίγο πριν μετακομίσει στη Seoul. Πόσα πρόσωπα έχει η ζωή; Στο ταλαιπωρημένο τωρινό του πρόσωπο δεν μπορούσα να δω κανένα ίχνος από το πεισματάρικο αγόρι που θα περπατούσε σχεδόν 20 χιλιόμετρα για να πουλήσει καρπούζια ή από την ένταση ενός νεαρού που ετοιμάζεται να μετακομίσει σε μια μητρόπολη.

«Έκανε πολλή ζέστη και ήταν πολύ μακριά».

Με αυτή τη φράση τα διαφορετικά του πρόσωπα φάνηκε να συναντιούνται. Τα είχε καταφέρει με τις δικές του δυνάμεις. Αυτή ήταν η ρίζα και μαζί ο βλαστός του αυτοσεβασμού του.

Η αδελφή του έμεινε στο χωριό τους και καλλιεργούσε ροδάκινα. Εμείς μεγαλώσαμε τρώγοντας αυτά τα ροδάκινα, αλλά δύσκολα θα τα απολαμβάναμε φέτος. Πριν από την πανδημία, είχε χτυπήσει άσχημα το πόδι της και νοσηλευόταν ακόμη σε κέντρο αποκατάστασης. Καθώς η Covid-19 εξαπλωνόταν, τα νοσοκομεία σταμάτησαν να επιτρέπουν τις επισκέψεις. Ο πατέρας μου έμοιαζε ήδη να πενθεί, επειδή πίστευε ότι μπορεί να μην την ξανάβλεπε ποτέ.

Μας είπε αυτό που έμαθε από τον γιο της αδελφής του: «Νομίζει ότι όλοι την έχουν εγκαταλείψει».
Όταν συλλογίστηκα όλους τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν την ίδια κατάσταση με τη θεία μου -ανήμπορη και πεπεισμένη ότι έχει εγκαταλειφθεί στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου- ένα ανησυχητικό αίσθημα με κυρίευσε. Αυτό ήταν το μέλλον μας. Η ζωή θα μας κάνει όλους ασθενικούς ηλικιωμένους.

Καταφέραμε τελικά να βρούμε ένα εστιατόριο ανοιχτό. Μετά το πρωινό μας, πηγαίνοντας στο μετρό, ο δρόμος μάς έφερε από το νοσοκομείο. Εργάτες με ολόσωμες στολές προστασίας βοηθούσαν ανθρώπους που περίμεναν να εξεταστούν στο διαγνωστικό κέντρο που είχε στηθεί στην είσοδο. Στις πρωινές ειδήσεις είχαμε δει ότι κάποιος από την περιοχή είχε διαγνωστεί θετικός και τώρα εξέταζαν όλους όσοι είχαν έρθει σε επαφή μαζί του. Η θέα του διαγνωστικού κέντρου και το ότι βρισκόμασταν τόσο κοντά του μας άφησε σε αναμμένα κάρβουνα. Ήμασταν τρομοκρατημένοι ότι θα χάσουμε τον πατέρα μας από τον κορωνοϊό.

Στην είσοδο του σταθμού του μετρό, ο πατέρας μας μπήκε στο ασανσέρ και με το χέρι του κρατήθηκε σφιχτά από τις λαβές. Στο τρένο πιάστηκε από έναν στύλο για να κρατήσει την ισορροπία του. Όλα όσα ένας νεότερος άνθρωπος θα έκανε χωρίς να ακουμπήσει τίποτα, ήταν αδύνατον να τα κάνει αυτός, ένας ηλικιωμένος. Όσο προσεκτικός κι αν προσπαθούσε να είναι, ερχόταν σε επαφή με την ανάσα και τα χέρια πολύ περισσότερων ανθρώπων απ’ ό,τι εμείς -και ήταν έτσι πολύ πιο εκτεθειμένος στη μόλυνση.

Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο η Covid-19 παίρνει τους γηραιότερους. Θα μπορούσες να χάσεις τη μητέρα σου που έχει πίεση, τη γιαγιά σου που παλεύει με τον διαβήτη ή την αδελφή σου που ίσως έχει μια χρόνια πάθηση. Η επαφή μας με αυτούς τους ανθρώπους είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να προστατευθούμε από τον ιό.

Το καθήκον για πρόληψη συνδέεται με τη δυνατότητα να φανταστούμε τους εαυτούς μας στη θέση άλλων ανθρώπων, δεν είναι παρέμβαση στην υγιεινή άλλων ανθρώπων ή στέρηση της ελευθερίας τους. Είναι απλώς το να κάνεις ό,τι χρειάζεται για να μην καταστείς ο ίδιος πηγή μόλυνσης και απειλή για ανθρώπους που συνδέονται μαζί σου.

Ο πατέρας μου κατέληξε να μένει στην Gwangju μέχρι τον Ιούλιο, αλλά η κατάσταση της υγείας του τον ανάγκασε να επιστρέψει κοντά μας. Από τότε παρακολουθεί τα νέα και τις εξελίξεις σχετικά με το εμβόλιο.

Έπαιρνε θάρρος από κάποια νέα, αλλά οι ειδήσεις για τις ισχυρές χώρες που ανταγωνίζονται για να «πουλήσουν το ρύζι πριν ακόμη το μαζέψουν» -δηλαδή για το ποια θα αγοράσει ένα εμβόλιο που ακόμη δεν υπήρχε- τον έκανε να αναρωτιέται: «Ακόμη κι αν βρουν το εμβόλιο, θα μπορούν άνθρωποι σαν κι εμάς να το κάνουν;». Ήταν τα χρόνια της εξαντλητικής φτώχειας, των διακρίσεων, της απογοήτευσης και της αναταραχής που τον έκαναν να το πει αυτό. Στη ζωή του, άσχετα από το πόσο σκληρά προσπαθούσαν «άνθρωποι σαν κι εμάς», οι προσπάθειες πολύ συχνά συναντούσαν τον αποκλεισμό.

Είδα ένα ντοκιμαντέρ στο οποίο άνθρωποι στη Λομβαρδία της Ιταλίας έκαναν διαδήλωση ζητώντας τη μεταρρύθμιση του εθνικού συστήματος υγείας. Πενθούντα μέλη μιας οικογένειας κρατούσαν ένα πανό που έγραφε «La salute è un diritto» («Η υγεία είναι δικαίωμα») με τον θυμό εμφανή στα πρόσωπά τους. Η υγεία είναι περισσότερα πράγματα από προσωπική ευθύνη. Είναι ένα κοινωνικό αγαθό που πρέπει να διασφαλίζεται από ισχυρά εθνικά συστήματα υγείας. Εύχομαι να μην υπάρξει καμιά άλλη τόσο μεγάλη ανάγκη για να πειστεί οποιοσδήποτε ότι η υγεία κάθε χώρας εξαρτάται από την υγεία κάθε πολίτη της.

*Η Hye-young Pyun είναι συγγραφέας των μυθιστορημάτων «The Law of Lines», «City of Ash and Red» και «The Hole».

© 2020 The New York Times Company and Hye-young Pyun

v