Η επόμενη μέρα για τη βιομηχανία ιατρικής περίθαλψης

Η πανδημία ανέδειξε τα όρια αντοχής και τα προβλήματα βιωσιμότητας της παρούσας αρχιτεκτονικής του υγειονομικού τομέα συνολικά -όχι μόνο του ΕΣΥ. Γράφει ο Γ. Κυριόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας.

Η επόμενη μέρα για τη βιομηχανία ιατρικής περίθαλψης
  • του Γιάννη Κυριόπουλου*

Η πανδημία Covid-19 υπήρξε ο απόλυτος αιφνιδιασμός για την παγκόσμια κοινότητα, παρά τα προειδοποιητικά σημεία που είχαν δοθεί τα προηγούμενα χρόνια από την εμφάνιση άλλων αναδυόμενων επιδημικών επεισοδίων. Ο προσωρινός απολογισμός μετρούσε, στο τέλος του 2020, περίπου 90 εκατομμύρια επιβεβαιωμένα κρούσματα και σχεδόν 2 εκατομμύρια νεκρούς. Παράλληλα, οι επιπτώσεις στην οικονομία υπολογίζεται ότι έχουν προκαλέσει απώλειες τρισεκατομμυρίων στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα και μείωση του ΑΕΠ στις προηγμένες χώρες που υπερβαίνει το 10%.

Τα φαινόμενα αυτά σχετίζονται με τη συγκρότηση των «μεγαπόλεων» και την εκτροπή που προκαλεί η συνύπαρξη ανθρώπων, ζώων και διαταραχών του περιβάλλοντος, καθώς και τα φαινόμενα εκτροπής στη διατροφική αλυσίδα, η μετακίνηση πληθυσμών μεταναστών και προσφύγων και άλλοι παράγοντες, οι οποίοι σχετίζονται με την παγκοσμιοποίηση και ταυτόχρονα από την απουσία ενός ρυθμιστικού πλαισίου υγειονομικής ασφάλειας σε πλανητική κλίμακα.

Υπό το πρίσμα αυτό, η κινητοποίηση της παγκόσμιας κοινότητας, όπως και της χώρας μας, έδειξε τα κενά των συστημάτων υγείας στην επιδημιολογική επιτήρηση και τη δημόσια υγεία, καθώς και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του επιστημονικού υγειονομικού προσωπικού.

Οι πανδημίες συνιστούν μια μεγάλη ιστορική καμπή για την ανθρωπότητα και κινητοποιούν αλλαγές μεγάλης κλίμακας. Με την έννοια αυτή, η πανδημία Covid-19 πρόκειται να κινητοποιήσει διαρθρωτικές αλλαγές στις αντιλήψεις για την υγεία και την αρχιτεκτονική του συστήματος ιατρικής περίθαλψης.

Έτσι, είναι αναγκαία μια νέα ισορροπία ανάμεσα στη δημόσια υγεία και τις υπηρεσίες ιατρικής περίθαλψης, δεδομένου ότι η πανδημική κρίση έδειξε την απουσία μιας ενιαίας κρατικής υπηρεσίας δημόσιας υγείας στην κεντρική διοίκηση και την περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση, με την υποστήριξη ενός σώματος λειτουργών δημόσιας υγείας διεπιστημονικής σύνθεσης και διατομεακής δράσης με κοινοτικό προσανατολισμό.

Στο πλαίσιο αυτό, η βιομηχανία ιατρικής περίθαλψης αποκτά επίσης έναν σημαίνοντα ρόλο, δεδομένου ότι η πανδημική κρίση ανέδειξε την ανάγκη αλλαγής στην τεχνολογία παραγωγής, ώστε να αντιμετωπιστούν τα μείζονα προβλήματα ιατρικής αποτελεσματικότητας και οικονομικής αποδοτικότητας.

Στην κατεύθυνση αυτή, η δοκιμασία που υπέστη ο υγειονομικός τομέας -παρά τη θετική ανταπόκρισή του- ανέδειξε τα όρια αντοχής και τα προβλήματα βιωσιμότητας της παρούσας αρχιτεκτονικής του. Προφανώς το ζήτημα δεν περιορίζεται στο πλαίσιο του ΕΣΥ, αλλά σχετίζεται με το σύνολο της βιομηχανίας ιατρικής περίθαλψης, συμπεριλαμβανομένου του ιδιωτικού τομέα.

Προσωπικό Μονάδας Εντατικής Θεραπείας σε ελληνικό νοσοκομείο κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η υψηλή επιστημονική και κοινωνική στάθμη του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού βοήθησε το Σύστημα να αντεπεξέλθει, όμως συνολικά το ΕΣΥ κρίνεται γηρασμένο και χρειάζεται μείζονος κλίμακας διαρθρωτικές αλλαγές.

Συνεπώς, οι πρώτες προτεραιότητες συνίστανται αφενός στη δημιουργία μιας ενιαίας σύγχρονης κρατικής υπηρεσίας δημόσιας υγείας, με έμφαση στην επιδημιολογική επιτήρηση και την υγειονομική ασφάλεια, αφετέρου, στην ανασυγκρότηση των διεσπαρμένων και ετερογενών δομών πρωτοβάθμιας περίθαλψης σε μια ενιαία λειτουργική ενότητα, με τη μορφή των δικτύων ολοκληρωμένης πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.

Όμως, τα μεγάλα προβλήματα της υγειονομικής μεταρρύθμισης εντοπίζονται στη νοσοκομειακή περίθαλψη λόγω της πολυπλοκότητας του ζητήματος, αλλά και του μεγάλου όγκου των επενδύσεων που απαιτούνται.

Είναι αλήθεια ότι το νοσοκομειακό σκέλος του ΕΣΥ αντεπεξήλθε με σχετική επιτυχία στην πίεση της πανδημικής κρίσης, κυρίως λόγω της υψηλής επιστημονικής και κοινωνικής στάθμης του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού. Παρά ταύτα, η περιπέτεια της πανδημίας έδειξε ότι το «γηρασμένο ΕΣΥ» χρειάζεται μείζονος κλίμακας διαρθρωτικές αλλαγές και η ευκταία μεταβολή του νοσοκομειακού χάρτη είναι αναγκαία και επείγουσα.

Όπως επίσης επείγοντα είναι και τα μέτρα συνέργειας με τις υποδομές του ιδιωτικού τομέα. Μια τέτοια προσέγγιση επιβάλλει συγχωνεύσεις, μεταφορές και μετατροπές νοσηλευτικών μονάδων και εκσυγχρονισμό των κτιριακών υποδομών, καθώς και μια «ισχυρή δόση» καινοτομίας στη βιοϊατρική τεχνολογία και στο management.

Σε κάθε περίπτωση, η πλευρά της προσφοράς απαιτεί μια στρατηγική εκσυγχρονισμού για τη μετάβαση στην ψηφιακή εποχή, ώστε να ανταποκριθεί στην απαίτηση για βελτίωση της ιατρικής αποτελεσματικότητας και της οικονομικής αποδοτικότητας.

Όμως, η αχίλλειος πτέρνα της υγειονομικής πολιτικής βρίσκεται στην πλευρά της ζήτησης, που αδυνατεί να εκφράσει τις προτιμήσεις της και να έχει τη δυνατότητα επιλογών. Στη βάση αυτών των φαινομένων εδράζεται το μείζον πρόβλημα του υγειονομικού τομέα, που είναι η χρηματοδότηση. Είναι γνωστό ότι στη χώρα μας η ιδιωτική δαπάνη για την υγεία με τη μορφή παραπληρωμών υπερβαίνει το 35%, πράγμα που κινητοποιεί φαινόμενα καταστροφικών δαπανών για τα νοικοκυριά, κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων και παραοικονομικής δραστηριότητας. Αυτά, σε συνδυασμό με τη «μνημονιακή» υποχρηματοδότηση, αναδεικνύουν το ζήτημα της ασφαλιστικής κάλυψης και της οικονομίας του συστήματος υγείας ως το κορυφαίο της εθνικής πολιτικής υγείας. Η αναφορά αυτή παραπέμπει στην αναζήτηση ενός σχήματος προπληρωμένης ιατρικής περίθαλψης υπό συμπληρωματική ασφαλιστική κάλυψη.

Η επόμενη μέρα για τη βιομηχανία ιατρικής περίθαλψης είναι ημέρα μειζόνων αλλαγών στην αρχιτεκτονική και την τεχνολογία παραγωγής, ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του υγειονομικού τομέα στη χώρα μας.

* Ο Γιάννης Κυριόπουλος είναι Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας (ΕΣΔΥ) και Πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δημόσια υγεία και οικονομικά της υγείας στα Πανεπιστήμια Paris V και Paris VII. Διδάσκει από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 οικονομικά και πολιτικές της υγείας, έχει δημοσιεύσει μεγάλο αριθμό άρθρων, αναφορών και βιβλίων, ενώ έχει εργαστεί σε προγράμματα έρευνας και μελέτης των συστημάτων υγείας στη χώρα μας και σε χώρες της αλλοδαπής. Έχει τιμηθεί με ακαδημαϊκές διακρίσεις από ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια.

v