Όπως πολλοί συμπατριώτες μου Αμερικανοί, έμεινα εμβρόντητος όταν ο πρόεδρος Trump αρνήθηκε να δεσμευτεί για ειρηνική μετάβαση της προεδρικής εξουσίας, αν έχανε τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 2020. Και το αποκάλυψε αυτό τον Οκτώβριο, ενώ στις δημοσκοπήσεις βρισκόταν διαρκώς πίσω από τον τελικό νικητή των εκλογών, τον πρώην αντιπρόεδρο Joseph R. Biden Jr.
Τότε, σαν να μην έφτανε αυτό, ο Γερουσιαστής Mike Lee της Utah, ένας Ρεπουμπλικανός που είναι μέλος της Δικαστικής Επιτροπής της Γερουσίας, έγραψε στο Twitter πως «Δεν είναι η δημοκρατία o στόχος, αλλά η ελευθερία, η ειρήνη και η ευημερία. Θέλουμε οι άνθρωποι να προκόβουν. Η υπερβολική δημοκρατία μπορεί να μην το επιτρέπει αυτό». Η υπερβολική δημοκρατία; Το μόνο πράγμα που σώζει μια τέτοια δήλωση είναι πως τουλάχιστον ένας Ρεπουμπλικανός πολιτικός είναι ειλικρινής για τις προθέσεις του και αυτό μπορεί κάλλιστα να αποτελεί σημείο καμπής στο αφήγημα της χώρας μας και του εθνικού μας διαλόγου.
Αν δεν γίνεται η εξουσία να μεταβιβάζεται ειρηνικά ή έστω ομαλά και αν γίνει αυτό που θέλουν άνθρωποι όπως ο Γερουσιαστής Lee και γυρίσουμε την πλάτη μας στη δημοκρατία, τότε θα αλλάξουν για πάντα οι ζωές μας και η αντίληψή μας για τις Ηνωμένες Πολιτείες ως προπύργιου της λαϊκής αντιπροσώπευσης και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Πριν από περισσότερο από έναν χρόνο, στο βιβλίο μου με τίτλο «Άνθρωποι, εξουσία και κέρδη: ο προοδευτικός καπιταλισμός στην εποχή της δυσαρέσκειας» («People, Power and Profits: Progressive Capitalism for an Age of Discontent») εξέταζα το δίλημμα που αντιμετωπίζει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Έχει υποστηρίξει μια σειρά πολιτικών που βρίσκουν αντίθετη την πλειοψηφία των Αμερικανών, οι οποίοι έχουν εκφράσει την πίστη τους στην καθολική πρόσβαση στην υγεία, στην καλύτερη πρόσβαση στην παιδεία, στους υψηλότερους κατώτατους μισθούς, στον αυστηρότερο έλεγχο όπλων κ.ο.κ. Ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να διατηρήσει την εξουσία του το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι μέσω αντιδημοκρατικών πολιτικών - της αφαίρεσης πολιτικών δικαιωμάτων (με την καταστολή ψηφοφόρων), της αποδυνάμωσης (με τη διαρκή αλλαγή των εκλογικών περιφερειών) και στριμώχνοντας το Ανώτατο Δικαστήριο ώστε να περιοριστεί αυτό που ίσως έχουν τη δυνατότητα να κάνουν ένα Δημοκρατικό Κογκρέσο ή ένας πρόεδρος.
Παρακολουθήσαμε αυτό που πραγματικά έκαναν οι Ρεπουμπλικανοί, όσο ανακόλουθο κι αν είναι σε σχέση με τις σημαίες που κουνούσαν και με τις συνεχείς επικλήσεις που έκαναν στο Σύνταγμα των ΗΠΑ. Τώρα άρχισαν να μιλούν πιο ανοιχτά για τις προθέσεις τους. Τώρα ίσως μπορούμε να κάνουμε μια πραγματική συζήτηση για το τι είδους χώρα θέλουμε να είναι η Αμερική. Συμφωνούμε με τον Γερουσιαστή Lee ως προς τον σκοπό;
Αγιάζει ο σκοπός τα μέσα; Είμαστε πρόθυμοι να εγκαταλείψουμε τη δημοκρατία μας για να πετύχουμε τους σκοπούς; Και θα φτάσουμε πράγματι σε αυτούς τους σκοπούς αν εγκαταλείψουμε τη δημοκρατία; Η ιστορία οπωσδήποτε μας δίνει πολλές προειδοποιήσεις.
Μια αστραπή σκίζει τον ουρανό, τη στιγμή που ο πρόεδρος Trump κατεβαίνει από το Air Force One τον Αύγουστο του 2020, έπειτα από προεκλογική εκστρατεία στο New Hampshire. Doug Mills/The New York Times
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια αντιληφθήκαμε πόσο εξαιρετικά εύθραυστοι είναι οι θεσμοί μας -όπως αυτοί που διασφαλίζουν την ισότητα, την πολιτική ελευθερία, τις ποιοτικές δημόσιες υπηρεσίες, τον ελεύθερο και ενεργό Τύπο και το κράτος δικαίου. Όταν ήμουν επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας πριν από περίπου 20 χρόνια, κάναμε κήρυγμα στις χώρες για τη δημιουργία καλών θεσμών και εκείνη την περίοδο βλέπαμε τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μοντέλο και παράδειγμα. Δεν ήμασταν βέβαιοι πώς δημιουργείς καλούς θεσμούς, δεν μπορούσαμε καν να προσδιορίσουμε ακριβώς τον όρο, αλλά γνωρίζαμε τι ήταν όταν το βλέπαμε. Περιλάμβανε και άγραφους κανόνες και νόμους.
Οι κοινωνίες με καλές επιδόσεις είχαν και τα δύο: το κράτος δικαίου ήταν απαραίτητο, αλλά οι άγραφοι κανόνες, που τους σέβονταν όλοι οι πολίτες, είχαν μεγαλύτερη ευελιξία. Δεν μπορούσε κάποιος να κωδικοποιήσει σε νόμους όλα αυτά που υποδήλωνε η «καλή συμπεριφορά», καθώς ο κόσμος ήταν ιδιαίτερα περίπλοκος και μεταβαλλόταν διαρκώς.
Λίγο αργότερα, ήμουν πρόεδρος μιας διεθνούς ομάδας που ονομάζεται Επιτροπή για τη Μέτρηση Οικονομικών Επιδόσεων και Κοινωνικής Προόδου. Στόχος μας ήταν να αξιολογήσουμε τις υγιείς οικονομίες, στις οποίες οι πολίτες απολάμβαναν ένα υψηλό επίπεδο ευημερίας, και να διακρίνουμε τι ήταν αυτό που έφτιαχνε και συντηρούσε εκείνες τις κοινωνίες. Το ένα συστατικό στο οποίο επικεντρωνόμασταν, που συχνά το αφήναμε εκτός στις προηγούμενες αναλύσεις μας, ήταν η εμπιστοσύνη: η εμπιστοσύνη που είχαν οι πολίτες μεταξύ τους και στους κοινούς θεσμούς τους.
Και όταν μεγάλωνα στο Gary της Indiana, μαθαίναμε στο σχολείο για τα ισχυρά σημεία της αμερικανικής δημοκρατίας, για τα συστήματα συνταγματικών ελέγχων που είχαμε και για το κράτος δικαίου. Μιλούσαμε για τη δημοκρατία στην οποία η φωνή της πλειοψηφίας ακουγόταν ξεκάθαρα, αλλά ταυτόχρονα γίνονταν σεβαστά και τα δικαιώματα της μειοψηφίας. Δεν μιλούσαμε για την εμπιστοσύνη -που θεωρούνταν δεδομένη- ή για το πόσο εύθραυστοι είναι οι θεσμοί, ελλείψεις που μάστιζαν τις χώρες που χαρακτηρίζουμε «μπανανίες».
Αντιμετωπίζαμε περιφρονητικά χώρες όπου το χρήμα κηλίδωνε τις πολιτικές αποφάσεις. Και δεν μπορούσαμε καν να φανταστούμε μια Αμερική που θα κυριαρχούνταν μόνιμα από μια πολιτική μειοψηφία που δεν σεβόταν τα δικαιώματα της πλειοψηφίας.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, είχαμε έναν πρόεδρο που έσπαζε τους κανόνες. Αυτός μας έμαθε να μη θεωρούμε δεδομένους τους κανόνες και κατέστησε σαφές πως μπορεί να χρειαστεί να μεταφράσουμε σε νόμους μακροχρόνιες συμπεριφορές -όπως ο σεβασμός στον ρόλο του γενικού επιθεωρητή, η αποφυγή της σύγκρουσης συμφερόντων και η δημοσιοποίηση φοροεπιστροφών.
Ελπίζω πως αυτή η κρίσιμη χρονική στιγμή στον εθνικό μας διάλογο δεν θα είναι ένα σημείο καμπής για την πορεία του έθνους. Αν αυτοί που περιφρονούν τη δημοκρατία, όπως ο πρόεδρος Trump και ο γερουσιαστής Lee, συνεχίζουν να κυριαρχούν, η ιστορία μάς λέει πού θα οδηγήσει αυτό -και έχουμε ήδη δει τα πρώτα σημάδια. Η απαγωγή ειρηνικών διαδηλωτών από ανεπαρκώς ταυτοποιημένο προσωπικό ασφαλείας, με αυτοκίνητα χωρίς πινακίδες, στο Portland του Oregon το καλοκαίρι του 2019, μας προκαλεί ένα άσχημο προαίσθημα και φέρνει την άσχημη μυρωδιά των φαιοχιτώνων του Χίτλερ. Όπως και οι ισχυρισμοί ενός προέδρου ότι, πολύ απλά, είναι υπεράνω του νόμου ή των αποτελεσμάτων μιας ελεύθερης και δίκαιης εκλογικής αναμέτρησης.
Υποθέτοντας, ωστόσο, πως η δημοκρατία μας θα επιβιώσει, αυτή η κρίσιμη στιγμή μπορεί να μας στρέψει σε μια τελείως διαφορετική κατεύθυνση: θα αντιμετωπίσουμε τώρα το ακόμα πιο τρομακτικό, αλλά αναζωογονητικό έργο της ενδυνάμωσης της δημοκρατίας μας. Έχουμε δει τις αδυναμίες της και τις δομές της που έχουν διαρραγεί. Έχουμε δει την καταστροφική δυναμική του χρήματος στην πολιτική μας, το πώς υπονομεύει την εμπιστοσύνη και πώς δημιουργεί συνθήκες που επιδεινώνουν τις κοινωνικές ανισότητες. Έχουμε δει πώς αυτή η διαδικασία οδηγεί σε μεγαλύτερη πόλωση, μετατρέποντας ένα ενάρετο σύστημα συνταγματικών ελέγχων σε ένα σύστημα αδιεξόδου και σύγκρουσης.
Δεν θα καταφέρουμε να αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη και την αίσθηση της κοινωνικής συνοχής μέχρις ότου αντιμετωπίσουμε κατά μέτωπο τις αλληλένδετες φυλετικές, εθνοτικές και οικονομικές μας ανισότητες. Αυτά τα σχίσματα αναπόφευκτα μας χωρίζουν και υπονομεύουν την αλληλεγγύη που απαιτεί η δημοκρατία.
Η ανοικοδόμηση της δημοκρατίας μας θα είναι τρομακτικό έργο, αλλά επίσης θα μας ανυψώσει. Οι δημοκρατίες δεν έχουν να κάνουν μόνο με τις εκλογές κάθε τέσσερα χρόνια. Οι επιτυχημένες δημοκρατίες προϋποθέτουν ευρεία λαϊκή συμμετοχή σε μια σειρά κοινωνικών θεσμών. Η συλλογική δράση δεν έχει να κάνει μόνο με την κυβέρνηση ή τους δημόσιους θεσμούς. Δεν καταστρέφει την ατομικότητα ή την ελευθερία, αλλά μπορεί να τα ενδυναμώσει και να δώσει σε όλους μας τη δυνατότητα να ευημερήσουμε.
Τα πολύτιμα δημοκρατικά μας δικαιώματα έφτασαν στο χείλος του γκρεμού -και εκεί σταθήκαμε και είδαμε το τέλος που μας περίμενε. Ίσως αυτή η τρομακτική θέα μάς έδωσε την απαιτούμενη ορμή για το είδος της εθνικής αλληλεγγύης που χρειαζόμαστε για να ξαναχτίσουμε τη δημοκρατία μας.
*Ο Joseph E. Stiglitz είναι Οικονομολόγος και αναλυτής πολιτικής. Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Columbia και επικεφαλής οικονομολόγος του μη κερδοσκοπικού think tank Roosevelt Institute. Βραβείο Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών το 2001.
© 2020 The New York Times Company and Joseph E. Stiglitz