Η απληστία είναι καλή -εκτός αν είναι κακή

Πριν από 50 χρόνια ο Milton Friedman δημοσίευσε μια μελέτη που επέδρασε καταλυτικά στον κόσμο της οικονομίας και επηρέασε πολιτικούς όπως ο Ronald Reagan και η Margaret Thatcher. Πόσο, όμως, ισχύει σήμερα και σε ποια σημεία;

Η απληστία είναι καλή -εκτός αν είναι κακή
  • του DealBook Staff

Η 13η Σεπτεμβρίου είναι μια σημαντική ημερομηνία στον κόσμο των επιχειρήσεων παγκοσμίως. Αυτή την ημέρα, το 1970, δηλαδή πριν από 50 χρόνια, ο Milton Friedman δημοσίευσε στο «New York Times Magazine» μια μελέτη που άσκησε μεγάλη επιρροή και η οποία συζητιέται έντονα σε επιχειρηματικούς και πολιτικούς κύκλους ακόμη και σήμερα. Το Dealbook συνεργάστηκε με το «Times Magazine» για να ξαναδεί την κληρονομιά του αποκαλούμενου «δόγματος Friedman» σε μια ειδική έκδοση που κυκλοφορεί σε έντυπη μορφή. Στο άρθρο αυτό, για να τιμηθεί η περίσταση, γίνεται αναφορά σε ορισμένα από τα σημαντικότερα σημεία της.

Το δοκίμιο του Milton Friedman «Η κοινωνική ευθύνη των επιχειρήσεων είναι η αύξηση των κερδών τους» ακούστηκε σε όλον τον κόσμο και εισήγαγε τη θεωρούμενη ως πιο επιδραστική οικονομική ιδέα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Το κείμενο καλούσε στα όπλα την ελεύθερη αγορά του καπιταλισμού. Το κάλεσμα αυτό επηρέασε μια γενιά επιχειρηματικών στελεχών και πολιτικών ηγετών, ιδίως τους Ronald Reagan και Margaret Thatcher.

Ο Friedman, ο οποίος ανήκε στο δυναμικό του Πανεπιστημίου του Σικάγο και πέθανε το 2006 σε ηλικία 94 ετών, δεν ήταν ένας απλός οικονομολόγος, ήταν μιας μορφής διασημότητα. Εμφανιζόταν συχνά σε talk shows, ενώ το PBS του είχε αναθέσει σειρά δέκα εκπομπών. Πενήντα χρόνια μετά, οι θεωρίες του για την πρωτοκαθεδρία των μετόχων και των κερδών διατηρούν την επιρροή τους σε μεγάλα τμήματα του επιχειρηματικού κόσμου.

Θέλαμε να υπογραμμίσουμε το γεγονός με μια σειρά συζητήσεων και debates, οπότε καλέσαμε περισσότερους από 20 ειδικούς - συμπεριλαμβανομένων διευθυνόντων συμβούλων επιχειρήσεων, κατόχων βραβείων Νόμπελ και άλλων κορυφαίων διανοητών- και τους ζητήσαμε να συνομιλήσουν με το δοκίμιο. Κάποιοι αναφέρθηκαν σε συγκεκριμένα χωρία του κειμένου, ενώ άλλοι προτίμησαν να το σχολιάσουν ως σύνολο. Στη συνέχεια παρατίθεται μια επιλογή των απαντήσεών τους, ενώ μπορείτε να διαβάσετε διαδικτυακά εκτεταμένες εκδοχές των τοποθετήσεων.

M. Friedman: «Η κοινωνική ευθύνη των επιχειρήσεων είναι να αυξάνουν τα κέρδη τους»

Σχολιάζει ο Marc Beniof, CEO της Salesforce

Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι διάβαζα την μελέτη του Friedman όντας σπουδαστής στη δεκαετία του 1980. Άσκησε επιρροή -θα έλεγα, μάλλον έκανε πλύση εγκεφάλου- σε μια γενιά από διευθύνοντες συμβούλους, που πίστεψαν ότι η μόνη δουλειά των εταιρειών είναι να ασχολούνται με τις ίδιες τις επιχειρήσεις. Ο τίτλος τα είπε όλα. Η μόνη μας ευθύνη απέναντι στην πολιτεία; Να βγάζουμε λεφτά. Ο κόσμος έξω από τις επιχειρήσεις; Δεν είναι δική μας δουλειά.

Δεν συμφωνούσα με τον Friedman τότε και οι δεκαετίες που πέρασαν έκτοτε το μόνο που έκαναν ήταν να καταδείξουν ακόμη περισσότερο ότι η σκέψη του ήταν μυωπική. Δείτε απλώς πού μας έχει οδηγήσει η μανία με τη μεγιστοποίηση των κερδών για τους μετόχους: σε φρικτές οικονομικές, φυλετικές και υγειονομικές ανισότητες και στην καταστροφή που σχετίζεται με την κλιματική αλλαγή. Δεν είναι να απορεί κανείς που τόσο πολλοί νέοι άνθρωποι τώρα πιστεύουν ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να φέρει το ισότιμο και βιώσιμο μέλλον για όλους, το οποίο επιθυμούν.

Μ. Friedman: «Τι σημαίνει να λες ότι οι “επιχειρήσεις” έχουν ευθύνες;»

Σχολιάζει ο Howard Schultz, επίτιμος Πρόεδρος της Starbucks

Έχω θέσει αυτό το ερώτημα από τότε που άνοιξα το πρώτο café το 1986. Η απάντησή μου, μια μομφή στη μονοδιάστατη εστίαση του Friedman στα κέρδη, υπήρχε στην αρχική δήλωση αποστολής της εταιρείας μας:

«Θέλουμε να αποτελούμε ένα οικονομικό, πνευματικό και κοινωνικό περιουσιακό στοιχείο για τις κοινότητες όπου λειτουργούμε». Θα το κάναμε αυτό όχι εις βάρος των κερδών, αλλά με σκοπό να τα διευρύνουμε.

Αν ο Friedman είχε διαφωνήσει ισχυριζόμενος ότι τα Starbucks θα μπορούσαν να έχουν επιτύχει ακόμη καλύτερες επιδόσεις ακόμη και χωρίς αυτές τις δραστηριότητες «κοινωνικής ευθύνης», θα του έλεγα αυτό που είπα σε έναν θεσμικό επενδυτή που ήθελε να περικόψω τα κόστη για την περίθαλψη υγείας, κατά τη διάρκεια της μεγάλης ύφεσης, ή αυτό που είπα σε έναν μέτοχο το 2013, ο οποίος λανθασμένα ισχυρίστηκε ότι η υποστήριξη των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων πλήττει την κερδοφορία: αν πιστεύεις ότι μπορείς να επιτύχεις καλύτερες αποδόσεις κάπου αλλού, είσαι ελεύθερος να πουλήσεις τις μετοχές σου.

Το 2013 στάθηκα μπροστά στους μετόχους της Starbucks και έθεσα την εξής ερώτηση: «Ποιος είναι ο ρόλος και η ευθύνη μιας ανώνυμης εταιρείας κερδοσκοπικού χαρακτήρα;». Η λανθασμένη απάντηση του Friedman δεν είναι η κληρονομιά του. Η κληρονομιά του είναι η ίδια η ερώτηση, την οποία οι σημερινοί ηγέτες πρέπει να απαντήσουν με ανανέωση της δέσμευσής τους για ισορροπία ανάμεσα στους ηθικούς σκοπούς και τις υψηλές αποδόσεις.

Μ. Friedman: «Σε ένα σύστημα ελεύθερων επιχειρήσεων ιδιωτικής περιουσίας, το επιχειρηματικό στέλεχος είναι υπάλληλος των ιδιοκτητών της επιχείρησης. Έχει ευθεία ευθύνη έναντι των εργοδοτών του. Αυτή η ευθύνη είναι να διεκπεραιώνει τις δραστηριότητες της εταιρείας σύμφωνα με τις επιθυμίες τους, οι οποίες γενικά είναι να βγάζει όσο πιο πολλά χρήματα μπορεί και να συμμορφώνεται με τις βασικές αρχές τις κοινωνίας: τόσο αυτές που καλύπτονται από νόμους όσο και αυτές που ενσωματώνουν ηθικές αξίες»

Σχολιάζει η Marianne Bertrand, καθηγήτρια οικονομικών στο τμήμα διοίκησης επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου του Σικάγο

Η πρωτοκαθεδρία του μετόχου στην επιχείρηση- η οποία αφήνει μόνο λίγη δύναμη στους εργάτες, τους πελάτες και τις κοινότητες που επηρεάζονται από τις εταιρικές αποφάσεις- ήταν το modus operandi για τον αμερικανικό καπιταλισμό.

Γιατί αυτή η θεώρηση κυριάρχησε τόσο; Μια λογική απάντηση ήταν η πρακτικότητα. Αντί να ζητείται η εξισορρόπηση πολλαπλών και συχνά αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων ανάμεσα στους μετόχους, δίνεται στη διοίκηση μια απλή οδηγία σχετική με τον στόχο που επιδιώκεται με τη λειτουργία της. Πιο σημαντική, ωστόσο, ήταν η αφελής πεποίθηση, κυρίαρχη στη Σχολή του Σικάγο την εποχή εκείνη, πως ό,τι είναι καλό για τους μετόχους, είναι καλό και για την κοινωνία. Ήταν μια πεποίθηση που στηριζόταν στην υπόθεση ότι οι αγορές λειτουργούν άψογα. Δυστυχώς, τέτοιες τέλειες αγορές υπάρχουν μόνο στα διδακτικά εγχειρίδια της οικονομικής επιστήμης. 

Σχολιάζει ο Daniel Loeb, CEO της Third Point

Το διαχρονικό δοκίμιο του Friedman έχει σήμερα απήχηση, καθώς η εταιρική Αμερική ασπάζεται τον «καπιταλισμό των μετόχων», μια δημοφιλή έννοια που έρχεται σε αντίθεση με τον νόμο. Ο καπιταλισμός των μετόχων διαστρεβλώνει την πρωτοβουλία που ωθεί τους επενδυτές να διακινδυνεύσουν το κεφάλαιό τους: την υπόσχεση του κέρδους επί της επένδυσής τους.

Οπότε μοιράζομαι την ανησυχία του Friedman ότι μια κίνηση προς το να δοθεί προτεραιότητα σε μια ασαφή κάθε φορά ομάδα ατόμων «που έχουν ενδιαφέρον», μπορεί να επιτρέψει σε κάποια στελέχη να επιδιώξουν την προώθηση της προσωπικής τους ατζέντας - ή απλώς να καμουφλάρουν την ανικανότητά τους (έως ότου αυτή αποκαλυφθεί εμφατικά μέσω της επίτευξης πενιχρών μόνο κερδών για τους μετόχους).

Friedman: «Αυτή η πορεία εγείρει πολιτικά ζητήματα σε δύο επίπεδα: αρχών και συνεπειών»

Σχολιάζει η Erika Karp, CEO της Cornerstone Capital Group

Ο Friedman κάνει λάθος με το να μην αναφέρεται και στον όρο «μακροπρόθεσμα». Αν είχε μιλήσει για «μακροχρόνιες αρχές και μακροχρόνιες συνέπειες», οι επιχειρήσεις μπορεί να είχαν νοιαστεί περισσότερο για την ανάπτυξη χρηματοοικονομικού, φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου. Ο σεβασμός για την αξία κάθε μορφής κεφαλαίου, ενισχύει μακροπρόθεσμα την αξία των άλλων.

Ο Friedman είπε κάποτε «Οι κυβερνήσεις δεν μαθαίνουν ποτέ. Μόνο οι άνθρωποι μαθαίνουν». Έτσι, οι επενδυτές και οι επιχειρήσεις έμαθαν έναν καλύτερο και πιο ολιστικό τρόπο να υπηρετούν τους μετόχους μακροπρόθεσμα. Αυτή είναι η οικονομική επιστήμη της ελεύθερης αγοράς στον 21ο αιώνα.

Μ. Friedman: «Αυτός είναι ο βασικός λόγος που το δόγμα της “κοινωνικής ευθύνης” σχετίζεται με την αποδοχή της σοσιαλιστικής άποψης ότι οι πολιτικοί μηχανισμοί, όχι οι μηχανισμοί της αγοράς, είναι ο κατάλληλος τρόπος να καθορίσουμε την κατανομή των ισχνών πόρων σε εναλλακτικές χρήσεις».

Σχολιάζει ο Joseph Stiglitz, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Columbia - Βραβείο Nobel Οικονομίας 2001

Μέχρι την εποχή που συνέγραψε την εργασία του, ο Friedman, ο οποίος ποτέ μέχρι τότε δεν είχε κάνει κάποια διακεκριμένη αναλυτική ή εμπειρική εργασία στα οικονομικά, είχε καταστεί σε μεγάλο βαθμό ένας οπαδός της συντηρητικής ιδεολογίας. Έδωσα μια ομιλία στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο περίπου εκείνη την εποχή, παρουσιάζοντας μια πρώιμη εκδοχή της δικής μου έρευνας, όπου ανέλυσα τη θέση ότι, όταν υπάρχουν ατελείς αγορές κινδύνου και ατελής ενημέρωση -αυτό συμβαίνει πάντα- οι εταιρείες που κυνηγούν τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας, δεν οδηγούν στη μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας. Εξήγησα τι είναι λάθος με την υπόθεση του Adam Smith για το «αόρατο χέρι», ο οποίος είχε πει ότι η επιδίωξη του προσωπικού συμφέροντος θα οδηγούσε, με κάποιο τρόπο μέσω ενός αόρατου χεριού, στην ευδαιμονία της κοινωνίας.

Κατά τη διάρκεια του σεμιναρίου και σε εκτενείς συζητήσεις μετά, ο Friedman δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να δεχθεί το αποτέλεσμα, ούτε όμως φυσικά μπορούσε να αντικρούσει την ανάλυση. Πέρασε μισός αιώνας και η ανάλυσή μου άντεξε στη δοκιμασία του χρόνου. Το συμπέρασμά του, όσο επιδραστικό κι αν υπήρξε, δεν άντεξε.

Σήμερα το ελάττωμα της θεωρίας του Friedman είναι ακόμη πιο μεγάλο. Είναι κοινωνική ευθύνη του Mark Zuckerberg να επιτρέψει την αθρόα παραπληροφόρηση στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης που έχει; Είναι ευθύνη του Zuckerberg να ασκεί πιέσεις για να ξεφορτωθεί έναν ενοχλητικό ξένο ανταγωνιστή, ενώ προσπαθεί η δική του εταιρεία να μη δεσμεύεται από αντιμονοπωλιακούς περιορισμούς και οποιονδήποτε έλεγχο, όσο τα κέρδη του αυξάνονται; Ο Friedman θα απαντούσε «ναι». Η οικονομική θεωρία, η κοινή λογική και η ιστορική πείρα έχουν διαφορετική γνώμη. Είναι καλό που η επιχειρηματική κοινότητα έχει ξυπνήσει. Ας δούμε αν θα κάνουν και πράξη όσα διακηρύσσουν.

Μ. Friedman: «Μπορούν να ωφελήσουν- αλλά μόνο με δική τους επιβάρυνση»

Σχολιάζει η Dambisa Moyo, οικονομολόγος και συγγραφέας, με πρόσφατο βιβλίο της το «Edge of Chaos»

Αν και ο πυρήνας αυτού που είπε ο Friedman εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να αληθεύει, έχω ένα θεμελιώδες πρόβλημα με αυτή τη φράση. Για τις περισσότερες επιχειρήσεις σήμερα, το ζήτημα του «ωφελώ» έχει καταστεί υπαρξιακό.

Οι εταιρείες συνεχίζουν τις δραστηριότητές τους - θέλουν να επιβιώσουν. Αντιμετωπίζουν τεχνολογικές αλλαγές, αλλαγές στις προτιμήσεις των καταναλωτών, αλλαγές στους ρυθμιστικούς κανόνες. Αυτές οι αλλαγές αναγκάζουν τις εταιρείες να μην αντιστέκονται, αλλά να προσαρμόζονται. Πάρτε το παράδειγμα μιας φαρμακευτικής εταιρείας που αναζητά τη λύση για τον καρκίνο. Ο στόχος αυτός είναι ένα κοινωνικό αγαθό.

Όπως το βλέπουν οι εταιρείες, βρίσκονται στην ίδια σελίδα με την κοινωνία. Η επιδίωξη του κέρδους δεν χρειάζεται να αντιτίθεται σε ό,τι θα ωφελήσει την κοινωνία. Σε κάποιες περιπτώσεις, το συμφέρον της επιχείρησης είναι απόλυτα συνυφασμένο με το κοινό καλό.

Μ. Friedman: «Μπορεί να είναι προς το μακροπρόθεσμο συμφέρον μιας επιχείρησης, η οποία είναι μεγάλος εργοδότης σε μια μικρή κοινότητα, να αφιερώσει πόρους ώστε να προσφέρει ευκολίες στη συγκεκριμένη κοινότητα»

Σχολιάζει η Glenn Hubbard, καθηγήτρια οικονομικών στο Columbia Business School

Το επιχείρημα του Friedman ήταν αντιφατικό 50 χρόνια πριν και είναι αντιφατικό και σήμερα. Αλλά εξακολουθεί να είναι λίγο ως πολύ σωστό.

Κατά κάποιο τρόπο θεωρήθηκε άδικα ότι ο Friedman εστιάζει στη «βραχυπρόθεσμη αξία» και στην παραγωγή κερδών για να ικανοποιηθούν οι τρέχοντες μέτοχοι εις βάρος των άλλων ενδιαφερομένων μερών. Είναι προτιμότερο να διαβάζουμε τον Friedman σαν να μιλά για τη μεγιστοποίηση της αξίας για τους μετόχους, μακροπρόθεσμα. Στην κατεύθυνση αυτή, τα βραχυπρόθεσμα κέρδη που επιβαρύνουν τα ενδιαφερόμενα μέρη -και τα οποία μπορεί να αποφασίσουν να μη δουλέψουν για τη συγκεκριμένη εταιρεία ή να μην αγοράσουν τα προϊόντα της- δεν έχουν πολύ νόημα.

Υπάρχει κι άλλο ένα ζήτημα και ο Friedman το προέβλεψε: ακόμη και η μακροπρόθεσμη μεγιστοποίηση των οφελών για τους μετόχους, δεν μπορεί να επιλύσει όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει μια επιχείρηση.

Κάποια προβλήματα -η κλιματική αλλαγή για παράδειγμα- είναι πιο περίπλοκα απ’ ό,τι φαντάστηκε ο Friedman. Σε αυτές τις περιπτώσεις απαιτούνται μεταρρυθμίσεις σε επίπεδο κράτους.

Μ. Friedman: «Στις καθιερωμένες απόψεις όπου η αποστροφή για τον “καπιταλισμό», τα “κέρδη”, τις “άκαρδες επιχειρήσεις” και ούτω καθεξής είναι ευρέως διαδεδομένη, βρίσκεται ένας τρόπος για τις επιχειρήσεις να παράξουν, για το δικό τους συμφέρον, καλή φήμη ως παράπλευρο προϊόν των δαπανών που είναι πλήρως δικαιολογημένες».

Σχολιάζει ο Ken Langone, ιδρυτής της Home Depot και συγγραφέας του βιβλίου «I love capitalism!»

Εδώ βρίσκεται η πιο παρεξηγημένη ανάμεσα στις πολλές βαθιές ιδέες του Friedman: μια εταιρεία μπορεί να κάνει έξοδα για την υπεραξία της καλής της φήμης «που είναι τελείως δικαιολογημένα για το δικό της συμφέρον». Αυτό το βλέπω ως επέκταση της πιο δομικής αλήθειας στον καπιταλισμό, ότι σε μια εθελούσια ανταλλαγή ωφελούνται και τα δύο μέρη.

Αν αγνοήσουμε την ξεκάθαρη σκέψη του Friedman -ότι τα κέρδη είναι ο βασικός στόχος- τότε ολόκληρη η αποστολή, συμπεριλαμβανομένης της απόκτησης καλής φήμης- καταρρέει. Όταν μετατρέπουμε την ιδέα για τα κέρδη σε σκληρή δυσφήμιση, όπως κάνουν συχνά οι πιο τεμπέληδες από τους επικριτές του Friedman, υποτιμάμε τη βασική προωθητική δύναμη που επιτρέπει να προκύψουν όλα αυτά τα καλά έργα που συνδέονται μεταξύ τους.

Όλοι οι επενδυτές μας, οι υπάλληλοι, οι επενδυτές και οι πελάτες αξίζουν επίσης την ελευθερία και την ασφάλεια να δημιουργήσουν καλή φήμη με τους δικούς τους ξεχωριστούς τρόπους. Αλλά δεν μπορούν να το κάνουν, εκτός κι αν η εταιρεία έχει τα κέρδη για να στηρίξει κάτι τέτοιο.

Είναι αυτοί οι συνηθισμένοι άνθρωποι, τόσο στερημένοι φιλανθρωπικών αισθημάτων και κοινής λογικής, που θα πρέπει να εκχωρήσουν σε κάποια αυθεντία του Τύπου ή σε κάποια ομάδα ειδικών ενδιαφερόντων με ντουντούκα, το φανταστικό δικαίωμα να ορίζουν πού θα ξοδεύει η εταιρεία τους τα χρήματα, τα οποία δικαιωματικά κέρδισαν και στα οποία στηρίζονταν; Όπως μας προειδοποίησε ο Friedman, το να απαντήσουμε «ναι», είναι χειρότερο από το να μειώνουμε κάθε Αμερικανό. Κάνει ολόκληρη τη ζωή μας πολιτική. Σημαίνει ότι οποιαδήποτε ομάδα ψηφοφόρων επιτίθεται στην κυβέρνησή μας, καταφέρνει να λαμβάνει μέρος και να ανακατεύεται με δόλιο τρόπο στο πώς ξοδεύονται οι δικές σου οικονομίες και επενδύσεις.

Μ. Friedman: «Για τον λόγο αυτό, στο βιβλίο μου “Capitalism and Freedom” το αποκάλεσα “δομικά ανατρεπτικό δόγμα” σε μια ελεύθερη κοινωνία και έχω πει ότι σε μια τέτοια κοινωνία “υπάρχει μία -και μόνο μία- κοινωνική ευθύνη των επιχειρήσεων: να χρησιμοποιήσουν τους πόρους τους και να εμπλακούν σε δραστηριότητες που σχεδιάστηκαν για να αυξήσουν τα κέρδη τους, όσο τουλάχιστον μένει εντός των κανόνων του παιχνιδιού, το οποίο οδηγεί στον ελεύθερο και ανοιχτό ανταγωνισμό χωρίς δόλο και απάτη”»

Σχολιάζει ο Darren Walker, διευθύνων σύμβουλος του Ιδρύματος Ford

Στην προπαγάνδα, συχνά μια κατηγορία προδίδει και μια παραδοχή. Το πιο «ανατρεπτικό δόγμα» ήταν και παραμένει αυτό του Friedman. Το δόγμα του απαλλάσσει τις εταιρείες από την υποχρέωσή τους να αποτελούν μια δύναμη φυλετικής ενσωμάτωσης και συμπερίληψης. Παράγει γενιές εταιρικών ηγετών αφοσιωμένων στην ιερή πρωτοκαθεδρία της «αξίας για τους μετόχους».

Με αυτό τον τρόπο, η σκέψη του Friedman έγινε θεολογία, το πνευματικό οικοδόμημα που επέτρεψε στους πιστούς της να δικαιολογήσουν δεκαετίες από υπερβολές τύπου «η απληστία είναι καλή». Πάνε οι μέρες που κάποιος όπως ο ημιαναλφάβητος παππούς μου, ο οποίος πήγε στο σχολείο μόνο μέχρι την τρίτη τάξη, θα μπορούσε να δουλεύει αχθοφόρος και να ωφελείται από ένα εταιρικό σχέδιο διαμοιρασμού κερδών μιας εταιρείας που τίμησε με την εργασία του. Στις σημερινές συνθήκες, το κοινωνικό συμβόλαιο έχει ξεφτίσει και η οικονομία μας μπατάρει χωρίς ισορροπία, υποδαυλίζοντας τις μη βιώσιμες ανισότητες που μαστίζουν την Αμερική.

Ο Friedman δεν έλαβε υπόψη του ότι σε μια δημοκρατική - καπιταλιστική κοινωνία, η δημοκρατία πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα. «Εμείς, οι άνθρωποι» δίνουμε στις επιχειρήσεις το δικαίωμα να λειτουργούν- το οποίο εκείνες με τη σειρά τους πρέπει να κερδίζουν και να ανανεώνουν.

© 2020 The New York Times Company

v