Ύστερα από μια εξαιρετικά δύσκολη χρονιά, με πρωτόγνωρες καταστάσεις για την παγκόσμια κοινότητα και οικονομία, σήμερα έχουμε λόγους να είμαστε αισιόδοξοι για το 2021. Και η αισιοδοξία αυτή πηγάζει κυρίως από τη ραγδαία εξέλιξη της επιστήμης, η οποία ανέπτυξε σε χρόνο-ρεκόρ εμβόλια κατά της πανδημίας Covid 19, τα οποία άμεσα θα είναι διαθέσιμα για μαζικούς εμβολιασμούς. Η προοπτική αυτή δικαιολογεί την εκτίμηση ότι σύντομα θα δημιουργηθούν ξανά οι συνθήκες εκείνες που θα ενισχύσουν την παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα και θα επιτρέψουν την επιστροφή στην ανάπτυξη.
Για την Ελλάδα, οι προοπτικές που διαμορφώνονται για το εγγύς μέλλον διαγράφονται θετικές, μιας και η χώρα μας αναμένεται να λάβει περίπου 70 δισ. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Ένωση τα επόμενα 5 χρόνια, μέσα από τα διάφορα προγράμματα σε μορφή επιδοτήσεων και χαμηλότοκων δανείων.
Ένα μεγάλο κομμάτι από αυτά τα κεφάλαια προορίζεται για τη χρηματοδότηση της αυτοματοποίησης και ψηφιοποίησης της οικονομίας (digitalization), ενώ ένα ακόμα μεγαλύτερο για τη χρηματοδότηση της βιώσιμης ανάπτυξης, δηλαδή μιας ανάπτυξης που είναι φιλική προς το περιβάλλον και συμβάλλει στην ευημερία της κοινωνίας.
Είναι, λοιπόν, μια μοναδική ευκαιρία για τη χώρα μας να αξιοποιήσει τους ευρωπαϊκούς πόρους, να ανανεωθεί και να δημιουργήσει τις συνθήκες για να ανακτήσει το χαμένο έδαφος από τη δεκαετή οικονομική κρίση που προηγήθηκε. Να καταστεί μια σύγχρονη, παραγωγική οικονομία, αξιοποιώντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει στους τομείς των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, του τουρισμού, των μεταφορών και του αγροδιατροφικού κλάδου.
Σε αυτή τη διαδικασία μετάβασης του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος προς τη βιώσιμη ανάπτυξη, η συνεισφορά του τραπεζικού συστήματος μέσω της βιώσιμης χρηματοδότησης (sustainable financing) θα είναι καθοριστική στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των φαινομένων της κλιματικής αλλαγής και στη μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο.
Ειδικότερα, το εγχώριο τραπεζικό σύστημα θα κληθεί, για ακόμα μία φορά, να διαδραματίσει έναν σημαντικό και ενεργό διαμεσολαβητικό ρόλο στη διάθεση των ευρωπαϊκών κεφαλαίων. Και θα πρέπει ξανά να συνεργαστεί στενά με το κράτος και τις επιχειρήσεις, όπως έγινε κατά τη διάρκεια της πανδημίας το 2020 για την υποστήριξη της ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας.
Η κυβέρνηση και οι τράπεζες θεωρώ ότι λειτουργήσαμε συμπληρωματικά και με επιτυχία.
Και τούτο διότι καθορίστηκαν από το κράτος οι πληττόμενοι κλάδοι και οι επιχειρήσεις, ιδίως κατά τη διάρκεια των δύο - μέχρι σήμερα -lockdown και δρομολογήθηκαν πολύ γρήγορα τα δύο ευρέως γνωστά χρηματοδοτικά εργαλεία, το ΤΕΠΙΧ ΙΙ (3η και 4η φάση), καθώς επίσης και το εγγυοδοτικό πρόγραμμα με την πρώτη και δεύτερη φάση.
Μέσω αυτών των προγραμμάτων, διοχετεύσαμε στην οικονομία, και κυρίως στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, επιπλέον ρευστότητα 3,2 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος Αυγούστου 2020. Η διάθεση αυτής της ρευστότητας έγινε με υγιή τραπεζικά πιστοδοτικά κριτήρια όπως, μεταξύ άλλων, η προϋπόθεση ότι η επιχείρηση δεν είχε κόκκινα δάνεια, δηλαδή δεν ήταν οικονομικά προβληματική, με σημείο αναφοράς τις 31/12/2019.
Επιπλέον, μέχρι το τέλος Αυγούστου 2020, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα χορήγησε και αυτό τη δική του ρευστότητα (την οποία βεβαίως διαθέτει) στην ελληνική επιχειρηματικότητα, ύψους 11,2 δισ. ευρώ. Επιτεύχθηκε έτσι μέχρι το τέλος Αυγούστου, παροχή συνολικής ρευστότητας 14 δισ. ευρώ προς την οικονομία.
Εκτιμάται ότι το τελευταίο τετράμηνο του 2020 θα δοθούν τουλάχιστον ακόμη 3 δισ. ευρώ στην οικονομία από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Έτσι θα εκπληρωθεί και με το παραπάνω η δέσμευση που ανέλαβαν οι τράπεζες, δηλαδή ότι μέχρι τέλος του 2020 θα έχουν διοχετεύσει ρευστότητα πάνω από 15 δισ. ευρώ, περί τα 17 δισ. ευρώ.
Επιπλέον, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα στήριξε με ακόμη έναν τρόπο τη ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας, μέσω της αναστολής αποπληρωμής ενήμερων επιχειρηματικών δανείων και δανείων ιδιωτών.
Συνολικά, 370.000 περιπτώσεις δανείων έχουν μπει σε αναστολή, ενώ σε απόλυτους αριθμούς, το νούμερο ανέρχεται σε πάνω από 20 δισ. ευρώ. Είναι τα λεγόμενα moratoria, που ισχύουν μέχρι σήμερα και αφορούν ρυθμίσεις, μέχρι τέλος του έτους, οι οποίες αναμένεται και αυτές να αυξηθούν.
Επομένως, σε αυτή τη γεμάτη από προκλήσεις, αλλά και άγνωστα δεδομένα περίοδο που ζούμε, έχουμε σαφή αριθμητικά δεδομένα για την πρόθυμη και αποτελεσματική στήριξη της ελληνικής οικονομίας από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα με συνολικά περίπου 40 δισ. ευρώ. Είναι ξεκάθαρο πως το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ανταποκρίθηκε στις περιστάσεις και αποτελεί μέρος της λύσης.
Πιστεύω ότι η επόμενη, μετά την πανδημία, μέρα θα βρει την Ευρώπη έτοιμη και τη χώρα μας, ως αναπόσπαστο κομμάτι της Ευρώπης, καλύτερα προετοιμασμένη, πιο φιλόδοξη από ποτέ και πιο σωστά τοποθετημένη για να ωφεληθεί σημαντικά.
Και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι σε θέση να ανταποκριθεί και σε αυτή την πρόκληση. Δηλώνουμε παρόντες και έτοιμοι να χρηματοδοτήσουμε τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας σε μια παραγωγική, εξωστρεφή και ανταγωνιστική οικονομία. Για να δημιουργήσουμε μαζί την Ελλάδα του αύριο.
*O κ. Γιώργος Χαντζηνικολάου είναι Πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ) και Πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς.