Αντιμετωπίζουμε το δεύτερο κύμα της πανδημικής κρίσης, εφαρμόζοντας εκ νέου αυστηρά περιοριστικά μέτρα, με σκοπό να αντέξει την πίεση το σύστημα υγείας και να προστατευθεί η ανθρώπινη ζωή. Οι οικονομικές-κοινωνικές επιπτώσεις στο εθνικό εισόδημα και την απασχόληση δεν μπορούν ακόμη να προσδιοριστούν με ακρίβεια.
Όμως, μπροστά μας υπάρχει φως: υπάρχει η αισιοδοξία που γεννούν τα πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα των δοκιμών 2-3 εμβολίων, με αποτέλεσμα να γνωρίζουμε ότι το τέλος αυτής της πρωτοφανούς περιπέτειας για την ανθρωπότητα δεν είναι μακριά. Αισιοδοξία δημιουργεί και η πρωτοφανής κινητοποίηση για να παραμείνουν ζωντανές οι οικονομίες και να αποφευχθεί μια ολική κατάρρευση, με απρόβλεπτες συνέπειες.
Στο επίπεδο του οικονομικού σχεδιασμού πρέπει να μας απασχολούν δύο πράγματα:
Μέτρα στήριξης των εργαζομένων, των επιχειρήσεων και των κλάδων που επλήγησαν με ιδιαίτερη σφοδρότητα από την πανδημική κρίση.
Μέτρα θωράκισης της οικονομίας, ώστε να καταστεί πιο ισχυρή και πιο ανθεκτική στις μεταβολές του διεθνούς περιβάλλοντος.
Εάν εστιάσουμε στο πρώτο και υποβαθμίσουμε το δεύτερο θα έχουμε χάσει μια μοναδική ευκαιρία να σχεδιάσουμε και να θεμελιώσουμε ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα, περισσότερο παραγωγικό, καινοτόμο και εξωστρεφές, που θα επιτρέψει στη χώρα μας να συμμετάσχει ισότιμα, και όχι ως «φτωχός συγγενής», στη νέα πράσινη και ψηφιακή οικονομία προς την οποία κινείται με ταχύτητα η Ευρώπη. Ένα αναπτυξιακό υπόδειγμα περισσότερο ανθεκτικό και χαμηλότερου ρίσκου, γιατί θα στηρίζεται στην ποικιλομορφία των κλάδων της οικονομίας και θα είναι σε θέση να απορροφά και να αντιμετωπίζει καλύτερα μελλοντικούς κραδασμούς.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αξιοποιήσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον δημοσιονομικό χώρο που δημιουργείται με τους σημαντικούς κοινοτικούς πόρους που θα διατεθούν. Να θυμίσω εδώ κάτι που στην Ελλάδα έχουμε την τάση να ξεχνάμε: τα 1,8 τρισ. ευρώ που θα κατανεμηθούν στις 27 χώρες της Ε.Ε. δεν στοχεύουν απλά και μόνο στην ανάκαμψη, αλλά και στην αύξηση της ανθεκτικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας: «Ευρωπαϊκό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας» είναι η πλήρης ονομασία του σχεδίου για τη στήριξη των οικονομιών και αυτήν ακριβώς την ισορροπία ανάμεσα στην ανάκαμψη και στην ανθεκτικότητα είναι επιτακτική ανάγκη να την αντικατοπτρίζει το δικό μας Εθνικό Σχέδιο.
Με απλά λόγια, οι κοινοτικοί πόροι που μας αναλογούν, ύψους περίπου 32 δισ. ευρώ, θα πρέπει να αξιοποιηθούν με τρόπο που να επιβεβαιώνει ότι έχουμε πλέον αντλήσει διδάγματα τόσο από την κρίση χρέους 2009-2019 όσο και από την τωρινή κρίση.
Όταν ένα κτίριο έχει ρωγμές, δεν αρκεί να το σοβατίσεις ή να κάνεις τοπικές επισκευές για να αυξήσεις την ανθεκτικότητά του. Χρειάζεται δομική αντισεισμική θωράκιση. Το ίδιο ισχύει για τις οικονομίες. Χρειάζονται δομικές παρεμβάσεις για να αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες τους και να ενισχυθεί η ανθεκτικότητά τους σε συστημικές ή και απρόβλεπτες εξωγενείς κρίσεις.
Δεν αρκεί, λοιπόν, να μας απασχολεί η ανάκαμψη. Πρέπει να στοχεύσουμε σε μια ανάκαμψη-μετάβαση προς μια οικονομία ισχυρή, βιώσιμη και ανθεκτική, μια οικονομία κοινωνικά, αλλά και γεωγραφικά περιεκτική, που θα εξασφαλίζει σταθερές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας για όλους και θα δημιουργεί προοπτική εξέλιξης στους νέους επιστήμονες, ώστε να αναχαιτιστεί το κύμα φυγής στο εξωτερικό. Μια οικονομία που θα αναπτύσσεται αποκεντρωμένα, συμβάλλοντας στον περιορισμό των ανισοτήτων και στην κοινωνική συνοχή.
Γιατί με τα σημερινά δεδομένα, ακόμα κι αν έχουμε, όπως όλοι ευχόμαστε, ισχυρή ανάκαμψη την επόμενη χρονιά, οι μεσοπρόθεσμες προβλέψεις για τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης είναι πολύ κατώτερες από αυτό που μπορεί. αλλά και χρειάζεται η χώρα.
Να θυμίσω επίσης το εξής: τα πρώτα χρόνια μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, η χώρα «έτρεχε» με ρυθμούς ανάπτυξης μεγαλύτερους του 4%, υπό την ευεργετική επίδραση του χαμηλότερου κόστους δανεισμού και του σταθερού συναλλαγματικού περιβάλλοντος. Όμως, οι ευνοϊκές αυτές συνθήκες δεν αξιοποιήθηκαν σωστά ώστε να ενισχυθεί και να βελτιωθεί το παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας. Αντί να τονωθούν οι παραγωγικές επενδύσεις, που με τη σειρά τους θα ενίσχυαν και τις εξαγωγές, μεγάλο μέρος της αυξημένης ρευστότητας χρησιμοποιήθηκε για τόνωση της κατανάλωσης και απορρόφηση πόρων σε δραστηριότητες χαμηλής ανταπόδοσης.
Είχαμε, λοιπόν, μια μεγέθυνση του ΑΕΠ που δεν στηριζόταν σε μια ισχυρή, σύγχρονη και εξωστρεφή παραγωγική βάση, αλλά σε ένα σαθρό αναπτυξιακό πρότυπο «υψηλού ρίσκου», άρα έναν ρυθμό ανάπτυξης επισφαλή και μη διατηρήσιμο. Αυτό ήταν, άλλωστε, μια από τις βασικές αιτίες της ελληνικής κρίσης χρέους, αλλά και των όσων επακολούθησαν.
Το βασικό ζητούμενο, λοιπόν, σήμερα δεν είναι πώς θα εξασφαλίσουμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για το 2021 ή το 2022, αλλά πώς θα θωρακίσουμε την οικονομία μας ώστε να την καταστήσουμε περισσότερο ανταγωνιστική και ανθεκτική απέναντι σε μελλοντικές κρίσεις.
Όπως επισημαίνει στο πόρισμά της η Επιτροπή Πισσαρίδη, βασικός στόχος μας πρέπει να είναι η αύξηση της παραγωγικότητας και της εξωστρέφειας, δηλαδή η μεγαλύτερη συμμετοχή των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών στο εθνικό προϊόν. Αυτό σημαίνει διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της χώρας και ανάπτυξη του μεταποιητικού τομέα της οικονομίας, με γνώμονα την υψηλή εξειδίκευση, την καινοτομία, αλλά και τον διεθνή προσανατολισμό.
Αυτή την αναπτυξιακή στρατηγική, που αμφισβητείται συστηματικά εδώ και πολλά χρόνια, οι άνθρωποι της παραγωγής τη γνωρίζουν, την πιστεύουν και μπορούν να συμβάλουν εμπράκτως για να υλοποιηθεί.
Το μεγάλο στοίχημα για τη χώρα είναι να ενσωματωθεί αυτή η αναπτυξιακή στρατηγική στις προτάσεις που διαμορφώνονται την περίοδο αυτή, για το «Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας» της οικονομίας.
Έτσι θα έχουμε κάνει το πρώτο και πιο σημαντικό βήμα για να θεμελιώσουμε ένα αναπτυξιακό πρότυπο, που θα φέρει οικονομική ευημερία και κοινωνική συνοχή, ένα πρότυπο που θα μας επιτρέπει να συμμετέχουμε ισότιμα και με αξιώσεις στον ευρωπαϊκό στόχο για τη νέα πράσινη και ψηφιακή οικονομία.
*Ο κ. Μιχάλης Ν. Στασινόπουλος είναι Πρόεδρος του Δ.Σ. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ - Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη και Εκτελεστικό Μέλος του Δ.Σ. της Viohalco.