Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Τους προηγούμενους μήνες ο κ. Βενιζέλος εξαγρίωσε την κοινή γνώμη όσο κανένας από τους προκατόχους του στη θέση του υπουργού Οικονομικών.

Διότι μέσα στο φθινόπωρο επέβαλε μπαράζ μέτρων χωρίς προηγούμενο, που έθιξε τα κεκτημένα του μεγαλύτερου μέρους της ελληνικής κοινωνίας με άνισο τρόπο και δύο μόνο εξαιρέσεις:

Τους φοροφυγάδες και τους πραγματικά πλούσιους αυτής της χώρας!

Τα μέτρα όμως που ελήφθησαν δεν είναι σήμερα αναστρέψιμα. Ψηφίστηκαν, εγκρίθηκαν από την τρόικα και θα μείνουν ως έχουν, ενώ είναι πλέον πιθανό ότι θα απαιτηθούν και πρόσθετα.

Όπως φαίνεται κι από τις πρόσφατες δηλώσεις του, τις οποίες το ΒΗΜΑ παρουσίασε με ιδιαίτερη γλαφυρότητα, υπό τον τίτλο Ευάγγελος Βενιζέλος: «Το DNA του μνημονίου μας οδηγεί σε αδιέξοδο», ο ίδιος προσπαθεί τώρα να αποφύγει το πικρό ποτήρι.

Αποστασιοποιούμενος, έστω την τελευταία στιγμή, από το μνημόνιο που κλήθηκε να υπηρετήσει. Δηλώνοντας «κουρασμένος» από το βάρος του φορτίου.

Δυστυχώς για εκείνον, οι δηλώσεις αυτές αλλά και οι κινήσεις που ενδέχεται να ακολουθήσουν λίγο μπορούν να αλλάξουν την αίσθηση της κοινής γνώμης.

Ο κ. Βενιζέλος χρεώνεται προσωπικά τρία πολύ σημαντικά γεγονότα:

-Τη θερινή απραξία, που χειροτέρευσε τις αποκλίσεις από τους στόχους.

-Την αποτυχημένη απόπειρα «εκβιασμού» των τροϊκανών, που κατέληξε στην ξαφνική αποχώρησή τους τον Σεπτέμβριο.

-Τον ορυμαγδό μέτρων που έλαβε με προχειρότητα και ανισότητα, τον Οκτώβριο, όταν διαπιστώθηκε ότι οι Ευρωπαίοι δεν διαπραγματεύονται τα ήδη υπεσχημένα.

Κατά την άποψή μου, όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα των εσφαλμένων (πολιτικών και οικονομικών) εκτιμήσεων που έκανε, στο πλαίσιο μιας προσωπικής στρατηγικής, με τελικό στόχο την αρχηγία του ΠΑΣΟΚ.

Ωστόσο, ο ίδιος υποστήριζε τότε με παρρησία ότι κόπτεται για το καλό του τόπου και δήλωνε μεταξύ άλλων, άνευ ιδιαίτερης μετριοφροσύνης, πως «δεν έβαλα τα προσόντα μου στον τόκο».

Η αλήθεια είναι ότι δεν χρειάζονται ιδιαίτερα προσόντα για να εξαγγείλεις οριζόντια μέτρα, που χαρακτηρίζονται από την ανισότητά τους. Τα όποια προσόντα ούτε τοκίστηκαν, ούτε απέδωσαν όμως προς όφελος της χώρας. Τουναντίον, ελλείψει επιτυχιών, απλώς εφθάρη το (πολιτικό) κεφάλαιο.

Υπό αυτήν την έννοια, η επιχειρούμενη αλλαγή τακτικής εκ μέρους του κ. Βενιζέλου είναι πολιτικά κατανοητή, εν όψει πιθανών αναμετρήσεων, είτε στο κομματικό πλαίσιο, είτε ενώπιον της κάλπης.

Δεν παύει όμως να είναι εντελώς αντίθετη με τα συμφέροντα της χώρας, σε αυτήν την κρίσιμη περίοδο.

Διότι όταν ο υπουργός που είναι αρμόδιος για την εφαρμογή των συμφωνιών με την Ευρώπη αποστασιοποιείται και ομιλεί περί «αδιεξόδου», οι ούτως ή άλλως περιορισμένες πιθανότητες επιτυχίας της κυβέρνησης Παπαδήμου προφανώς τείνουν προς το μηδέν.

Με το σύνθημα «να γίνουμε όλοι Γερμανοί», εκ πρώτης όψεως θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τις αποφάσεις της τελευταίας Συνόδου Κορυφής, βάζοντας και μια δόση πικρού χιούμορ.

Θα γίνουμε -πρέπει- όλοι Γερμανοί στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, μας είπαν.

Κι έτσι θα υπάρξει η απαραίτητη ομοιογένεια και συνεκτικότητα στην Ένωση, θα πάψει να είναι οικονομικά ανορθόδοξος ο τρόπος με τον οποίο οικοδομήθηκε το κοινό νόμισμα και γενικώς θα πάνε όλα καλά.

Δυστυχώς, η «ευχή» αυτή, αμφιλεγόμενη έτσι κι αλλιώς, απέχει πολύ από το να λύνει τα πραγματικά προβλήματα της ευρωζώνης. Η δημοσιονομική «αρετή» ανάγεται σε ύψιστο αγαθό, χωρίς να λαμβάνεται υπ' όψιν, για παράδειγμα, ότι η Ιρλανδία, προ της κρίσης των (ιδιωτικών) τραπεζών της, είχε εξαιρετικά δημοσιονομικά στοιχεία.

Για να μη σας κουράζω, ενώ η πολιτική της ευρωπαϊκής «ελίτ» εστιάζει σε θέματα δημοσιονομικά (που ισχύουν βεβαίως στην περίπτωση της Ελλάδας), το κοινό σημείο όλων των χωρών που παρουσιάζουν τώρα μεγάλα προβλήματα δεν είναι το ύψος του χρέους και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων που είχαν τα προηγούμενα χρόνια.

Είναι οι ανισορροπίες (ελλείμματα) στο ισοζύγιο πληρωμών, όπως πολύ εύστοχα παρουσίασε ο πασίγνωστος Martin Wolf και -στις περισσότερες περιπτώσεις- το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και ισχύος της οικονομίας.

Βέβαια, η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος είναι πολύ πιο δύσκολη τόσο πολιτικά όσο και διαδικαστικά για όλους τους εμπλεκομένους. Για να το πούμε όμως απλά, υπάρχουν δύο λύσεις στο πλαίσιο μιας νομισματικής ένωσης.

Ή θα γίνουμε όλοι Γερμανοί, όχι μόνο από δημοσιονομική πλευρά, αλλά και σε επίπεδο διεθνούς ανταγωνιστικότητας -κάτι που σήμερα μοιάζει με θαύμα- ή θα πρέπει (για να μην… πεινάσουμε) να γίνονται μεταφορές πόρων από τα πιο ισχυρά κράτη στα λιγότερο ισχυρά, έως ότου κλείσει η ψαλίδα.

Που σημαίνει ότι η ευρωζώνη δεν θα πρέπει να γίνει απλώς μια δημοσιονομική ένωση, όπως προωθείται αυτό το διάστημα, αλλά μια ένωση μεταφοράς πόρων (transfer union), όπως είναι για παράδειγμα οι… Ηνωμένες Πολιτείες.

Το θέμα αυτό, όμως, της μεταφοράς πόρων, είναι «ταμπού» για τους ψηφοφόρους όλων σχεδόν των ισχυρών κρατών, που τα τελευταία χρόνια λόγω παγκοσμιοποίησης έχουν σφίξει πολύ το ζωνάρι και πιστεύουν (ίσως όχι τόσο άδικα στην περίπτωσή μας) ότι θα χαρίζουν λεφτά στους «άσωτους» Νότιους.

Στο άμεσο μέλλον, λοιπόν, δεν φαίνεται να υπάρχει περιθώριο για μεταφορές πόρων.

Πού καταλήγουμε: στο ότι οι αποφάσεις της Συνόδου λένε το εξής απλό και δυσάρεστο:

Ότι θα πρέπει να γίνουμε όλοι… «φτωχογερμανοί».

Να ζούμε ανάλογα με τις «δυνατότητές» μας, που όμως, λόγω του κοινού νομίσματος (που δεν μας παρέχει το όπλο της υποτίμησης) και της διαφοράς στην ανταγωνιστικότητα θα είναι πολύ περιορισμένες.

Τουλάχιστον έως ότου καταφέρουμε να κάνουμε μόνοι μας άλματα στην οργάνωση της παραγωγής, στην παιδεία, στη δικαιοσύνη, στην καινοτομία, στη διάρθρωση της οικονομίας σε τομείς με ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα.

Δυστυχώς, για τούτα τα καυτά ζητήματα, που δεν λύνονται στο άψε-σβήσε, αλλά πράγματι θα αποτελούσαν βιώσιμη μεσομακροπρόθεσμη λύση στο ελληνικό πρόβλημα, ελάχιστες προσπάθειες καταβάλλονται από την κυβέρνηση και τους «σοφούς» εταίρους μας.

Γι' αυτό και τα προβλήματα δεν θα τελειώσουν. Ούτε στην Ελλάδα, ούτε όμως και στην υπόλοιπη ευρωζώνη.

Ας είναι καλά η ευρωζώνη, που μέχρι στιγμής κρύβει σαν φερετζές το πραγματικό πρόσωπο της κρίσης σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο. Και θα συνεχίσει, διότι δυστυχώς όσα σχεδιάζουν το αταίριαστο ντουέτο Μέρκελ - Σαρκοζί, αλλά και οι υπόλοιπες εμπλεκόμενες πλευρές ουδόλως «ακουμπάνε» την ουσία του προβλήματος.

Για κακή τύχη της «ανεπτυγμένη Δύσης», σχεδόν στο σύνολό της, η σημερινή κρίση αποτελεί μετάλλαξη κι ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 σε αμφότερες τις πλευρές του Ατλαντικού.

Την αφορμή την ξέρουμε πια όλοι: ο αλόγιστος, υπέρμετρος δανεισμός. Στις ΗΠΑ, δανειζόμενοι ήταν κυρίως οι ιδιώτες καταναλωτές. Στην Ευρώπη, ήταν κυρίως τα λιγότερο οικονομικά ισχυρά κράτη, με κορυφαίο παράδειγμα την Ελλάδα...

Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, η αιτία ήταν περίπου ίδια: μια προσπάθεια τεχνητής ενίσχυσης του βιοτικού επιπέδου της μεσαίας και της κατώτερης τάξης με δανεικά.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι «ελίτ» της πολιτικής και του χρήματος έβλεπαν το θέμα από παραπλήσιες οπτικές γωνίες. Ο υπέρμετρος δανεισμός ενίσχυε την κατανάλωση (και τα κέρδη της «ελίτ» του χρήματος) και κρατούσε ευχαριστημένους τους ψηφοφόρους των πολιτικών - και το κυριότερο:

Έκρυβε το διευρυνόμενο τις τελευταίες δεκαετίες χάσμα ανάμεσα στην αύξηση του εισοδήματος και της περιουσίας του 1% του πληθυσμού σε σχέση με το υπόλοιπο 99%.

Διότι το φαινόμενο αυτό (αποδεδειγμένο πλέον με πλήθος ερευνών, στις ίδιες τις ΗΠΑ) δεν ήταν μόνο αμερικάνικο. Συνέβαινε -και συμβαίνει- και στην Ευρώπη.

Ειδικά δε στην Ελλάδα, που αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση, λόγω ελλείψεως σοβαρού κράτους και οικονομικής οργάνωσης, το παραπλήσιο φαινόμενο εκφράστηκε (εκ των υστέρων, βέβαια) με την περιβόητη πλέον φράση του κ. Πάγκαλου «μαζί τα φάγαμε».

Στην Ελλάδα, βλέπετε, είχαμε την «οικονομία της συνενοχής». Μόνο που για κάποιους λίγους τα… λάφυρα ήταν αμύθητες περιουσίες, ενώ για τους πολλούς ήταν απλώς μια τεχνητή άνοδος του βιοτικού τους επιπέδου, που ακυρώνεται τώρα με ταχύτατους ρυθμούς.

Στην πράξη η χώρα μας ήταν ο «προπομπός» της μεταλλαγμένης μορφής της κρίσης. Ήταν ο πιο αδύνατος κρίκος, γι' αυτό κι έσπασε πρώτος. Όπως αποδεικνύεται, όμως, κάθε άλλο παρά ήταν ο μόνος, όπως πολλοί τότε υποστήριζαν.

Δεν είναι τυχαίο ότι, με εξαίρεση τη Γερμανία, όλες οι οικονομικά ισχυρές χώρες της Δύσης βρίσκονται σε περίπου ίδια θέση: υψηλότατο συνολικό χρέος (ιδιωτικό και κρατικό) ως προς το σύνολο του ΑΕΠ, αναιμική οικονομική ανάπτυξη κι επείγοντα θέματα οικονομικής ανισότητας και ανεργίας, που αρχίζουν πλέον να «απειλούν», έστω ως έναν βαθμό, το οικονομικό και το πολιτικό status quo.

Ούτε είναι τυχαίο ότι ο δρόμος που επιλέγει η Ευρώπη για την αντιμετώπιση της κρίσης μοιάζει επικίνδυνα με τη στρατηγική που διάλεξαν πρωτύτερα οι Ηνωμένες Πολιτείες, ή με τη συνταγή που επιβλήθηκε βιαίως στην Ελλάδα(ασχέτως αν η γενική δοσολογία είναι ηπιότερη).

Περισσότερη λιτότητα για τον πολίτη, μείωση των κρατικών δαπανών κι ενίσχυση των «κινήτρων» για το μεγάλο επιχειρηματικό και τραπεζικό κεφάλαιο, του «ανταγωνισμού» σε επίπεδο ολοένα και μεγαλύτερων στην πράξη «ολιγοπωλιακών» εταιριών.

Κορωνίδα αυτής της προσπάθειας εμφανίζεται η ανάγκη να πληρωθούν -έστω πληθωρισμένα- τα χρέη που έχουν δημιουργηθεί. Οι ηθικολόγοι θα υποστηρίξουν ότι αυτό είναι και το ορθό. Οι κυνικοί ότι είναι αποτέλεσμα των «στενών σχέσεων» ανάμεσα στις ελίτ του χρήματος και της πολιτικής, αλλά και της βαθιάς εξάρτησης των σύγχρονων οικονομιών από τους κυρίαρχους των αγορών.

Οι ρεαλιστές, πάλι, θα αναρωτηθούν απλώς αν στην πράξη, δεδομένων του ύψους των χρεών αλλά και των συνεχώς μεταβαλλόμενων κοινωνικών συσχετισμών, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να συμβεί κάτι τέτοιο.

Η γνώμη μου είναι πως όχι. Γι' αυτό και φοβάμαι ότι, ακόμη κι αν υπάρξει ένα διάστημα ηρεμίας, τουλάχιστον στις αγορές, η κρίση θα επιστρέψει με ακόμη χειρότερο πρόσωπο.


ΥΓ.: Ασφαλώς η ευρωζώνη έχει μια σειρά δομικά προβλήματα, που δικαιολογούν την αμφισβήτηση της βιωσιμότητάς της. Προβλήματα που όμως θα έπρεπε να έχουν επιλυθεί στις καλές εποχές.

Σήμερα, η αναζωπύρωση του εθνικισμού, η ανάδειξη αντικρουόμενων συμφερόντων και η πίεση της συγκυρίας μάλλον δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για την υλοποίηση φιλόδοξων «ενωτικών» εξελίξεων.

Αν ξεφύγουμε λίγο από την πολιτική φλυαρία των ηγετών και τα μισά λόγια των αγορών, θα διαπιστώσουμε ότι ακόμη και ο ισχυρός -υποτίθεται- γαλλογερμανικός άξονας λειτουργεί πια κάτω από το μαστίγιο και το καρότο των αγορών.

Τι υποσχέθηκαν προχθές οι δύο Ευρωπαίοι ηγέτες, λίγες ώρες πριν πέσει -προειδοποιητικά βεβαίως- το «τσεκούρι» της Standard & Poor's;

Εν ολίγοις, δύο πράγματα:

Πρώτον -και ίσως περισσότερο σημαντικό-, ότι δεν πρόκειται «να πειράξουν» τα τραπεζικά και επενδυτικά συμφέροντα, παρά μόνο στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου το «κούρεμα» είναι πια αναπόφευκτο.

Και δεύτερον, ότι θα προσφέρουν στην ΕΚΤ όσα έθεσε ως προϋποθέσεις ο νέος της πρόεδρος κ. Ντράγκι, προκειμένου να βάλει μπροστά τις «πρέσες» και να αγοράζει κρατικά ομόλογα σε επαρκείς ποσότητες.

Δηλαδή, σκληρά προγράμματα λιτότητας για τον περιορισμό των ελλειμμάτων και συνταγματικές δεσμεύσεις των κρατών-μελών ότι δεν θα ξεφεύγουν από τη δημοσιονομική ορθότητα.

Ούτε είναι βέβαια τυχαίο, εν όψει της Συνόδου Κορυφής που ξεκινά την Παρασκευή, ότι η S&P έσπευσε να απειλήσει με downgrade ακόμη και τις 6 πιο ισχυρές ευρωπαϊκές οικονομίες που έχουν αξιολόγηση ΑΑΑ, αλλά και το ίδιο το ταμείο διάσωσης EFSF.

Αν η Σύνοδος Κορυφής εγκρίνει τελικά το γαλλογερμανικό σχέδιο, χωρίς μεγάλες αλλαγές, οι «αγορές» θα έχουν πετύχει σημαντική νίκη, έστω κι αν είναι πιθανόν ότι θα αποδειχτεί βραχύβια.

Η πολιτική ηγεσία της Ευρώπης, όμως, και οι πολίτες θα έχουν ηττηθεί.

Η άνοδος των επιτοκίων που σημειώθηκε το τελευταίο διάστημα στα ομόλογα σχεδόν όλων των χωρών της ευρωζώνης ήταν η σκληρή προειδοποίηση των αγορών. «Αν προτίθεστε να μας κάψετε ξανά τα δάχτυλα, όπως κάνετε στην περίπτωση της Ελλάδας, δεν πρόκειται να σας δανείσουμε εφεξής με όρους που να αντέχετε».

Φοβισμένη, η ηγεσία της Ευρώπης θα ανατρέξει τώρα στα εύκολα θύματα: στους πολίτες, που θα κληθούν σχεδόν χωρίς εξαιρέσεις να υποστούν σοβαρές θυσίες για να ξεπληρώσουν στο ακέραιο δυσθεώρητα χρέη.

Το ερώτημα όμως είναι αν θα το καταφέρουν.

Οι ενδείξεις για την οικονομική ανάπτυξη τόσο σε διεθνές όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Κατά κανόνα, οικονομίες που έχουν χαμηλούς δείκτες ανάπτυξης κι εκτελούν προγράμματα λιτότητας διολισθαίνουν σε ύφεση. Οπότε, η δυνατότητα αποπληρωμής των χρεών αντί να αυξηθεί μειώνεται.
Ακόμη λοιπόν κι αν επιτύχει, σε αυτήν τη φάση, ο εκβιασμός των αγορών, το πιθανότερο είναι ότι απλώς θα μετατεθεί χρονικά το «μοιραίο».

Προφανώς, κάτι τέτοιο βολεύει σήμερα τους πολιτικούς, οι οποίοι επιδιώκουν να μεταφέρουν τα προβλήματα στον… επόμενο. Κυρίως, όμως, βολεύει τους τραπεζίτες, οι οποίοι κερδίζουν χρόνο προετοιμασίας - και, το κυριότερο, μειωμένη έκθεση στον κίνδυνο.

Δεν βολεύει όμως καθόλου τους Ευρωπαίους πολίτες, γιατί ο δικός τους κίνδυνος θα αυξηθεί!

Ας πάρουμε ένα απλό και οικείο παράδειγμα: Αν η διαπίστωση ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα χρέη της είχε γίνει τον Μάιο του 2010, το σχετικό «κούρεμα» θα αφορούσε όλο το ελληνικό χρέος, κι όχι ένα ποσοστό του.

Σήμερα, 19 μήνες αργότερα, μιλάμε για 50% «κούρεμα» στο ποσοστό εκείνο του ελληνικού χρέους που είναι σε ιδιωτικά χέρια. Μιλάμε για τα 210 από τα 360 δισ. ευρώ, διότι το υπόλοιπο έχει περάσει ήδη στα χέρια των Ευρωπαίων φορολογουμένων, μέσω είτε των διακρατικών δανείων είτε των αγορών ελληνικών ομολόγων που έκανε η EKT.

Το ίδιο συμβαίνει ήδη στην Πορτογαλία και στην Ιρλανδία (μέσω των δικών τους μνημονίων), ενώ σύντομα, μάλλον, θα ακολουθήσουν κι άλλες χώρες.

Πέραν αυτού, όμως, ποια θα είναι η κατάληξη; Πιθανώς μια Ευρώπη που θα διολισθήσει στον στασιμοπληθωρισμό, καθώς η ΕΚΤ θα «τυπώνει» χρήμα για να αγοράζει ομόλογα και να στηρίζει τις αποτιμήσεις, ενώ οι οικονομίες θα στραγγαλίζονται από τη λιτότητα.

Ας μην ξεχνάμε ότι αυτό που φαίνεται τώρα να προωθείται ως λύση δεν είναι παρά μια εφαρμογή -σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα- όσων προηγήθηκαν με τη δραστηριότητα της FED στις ΗΠΑ, για την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008.

Το «μοιραίο» -για το τραπεζικό σύστημα- απεφεύχθη μεν, αλλά η οικονομία των ΗΠΑ, η μεγαλύτερη στον κόσμο, η πιο ευέλικτη, με τη χαλαρότερη εργασιακή νομοθεσία στον δυτικό κόσμο, δεν έχει ακόμη καταφέρει να σηκώσει κεφάλι, ιδίως σε ό,τι αφορά το επίπεδο ζωής των πολιτών και το ύψος της ανεργίας.

Πόσο καλύτερα (ή μάλλον… χειρότερα) θα τα πάει η ευρωπαϊκή;

Κι ακόμη, παρότι δεν αναφέρεται συχνά, είναι αμφίβολο αν η EΚΤ έχει -λόγω του ιδιόρρυθμου τρόπου λειτουργίας της- αντίστοιχες δυνατότητες με τη FED.

Πτυχές αυτού του θέματος συνιστώ να διαβάσετε (στα αγγλικά) σε αυτό το εξαίρετο άρθρο των F.Τ. με τίτλο "Πώς η Γερμανία πληρώνει έτσι κι αλλιώς την ευρωκρίση".
Ίσως η πιο βασική παραδοχή των μνημονίων που έχουμε υπογράψει -και η πλέον λανθασμένη- είναι ότι η Ελλάδα, που όντως έχει μεγάλο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, θα μπορέσει να σταθεί στα πόδια της κυρίως μέσα από μια διαδικασία βίαιης «εσωτερικής υποτίμησης».

Δηλαδή, μέσα από τη δραστική μείωση των απολαβών και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων των πολιτών της.

Είναι προφανές ότι έως ενός σημείου η διαδικασία αυτή είναι αναπόδραστη, αφού επί χρόνια τόσο οι απολαβές όσο και οι αξίες «φούσκωσαν» από τα δανεικά και τις σπατάλες του ευρύτερου κρατικού τομέα. Δεν βρίσκεται όμως εκεί η λύση για μια οικονομία που πάσχει από νεοτερισμούς, από κατακερματισμό και έλλειψη σύγχρονης οργάνωσης-στελέχωσης.

Η διαδικασία συρρίκνωσης των περιουσιών και των εισοδημάτων δεν μπορεί να είναι δήθεν ο ακρογωνιαίος λίθος για την ανάταξη της ελληνικής οικονομίας. Εντός αλλά και -κυρίως- εκτός Ευρώπης υπάρχουν κοινωνίες και οικονομίες με πολύ χαμηλότερα επίπεδα μισθών και αξιών.

Η οπισθοχώρηση της Ελλάδας σε οικονομικά και κοινωνικά επίπεδα παρόμοια με αυτά της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και άλλων πρώην ανατολικών κρατών, προκειμένου να γίνει «ανταγωνιστική», θα προκαλέσει τεράστιες κοινωνικές εντάσεις και θα φέρει τελικά το αντίθετο αποτέλεσμα.

Συνεπώς, η αμείλικτη προώθηση της εσωτερικής υποτίμησης είναι μια επικίνδυνη χίμαιρα. Η οποία, όμως, δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Στην πραγματικότητα η χώρα μας αντιμετωπίζει σε μεγαλύτερο βαθμό ένα πρόβλημα που καθίσταται ολοένα και περισσότερο ορατό στις υπόλοιπες κοινωνίες της Δύσης:

Την παγκοσμιοποίηση.

Η οποία με τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκε ενισχύει τις ανισορροπίες και φέρνει για πρώτη φορά ευθέως αντιμέτωπες τις κοινωνίες των ανεπτυγμένων χωρών με αυτές των αναπτυσσόμενων, που ασφαλώς έχουν πολύ πιο χαμηλό κόστος παραγωγής.

Το πρόβλημα έχει κάνει την εμφάνισή του στις Ηνωμένες Πολιτείες, μέσα από τη στασιμότητα ή και τη μείωση του εισοδήματος της μεσαίας και της κατώτερης τάξης, ενώ είναι ορατό ακόμη και στη σκληρότατα ανταγωνιστική Γερμανία. Ακόμη και αυτή η εξαγωγική υπερδύναμη του ευρωπαϊκού Βορρά ζητά σχεδόν συνεχώς επί πολλά χρόνια από τον μέσο εργαζόμενο να γίνει πιο αποδοτικός, να σφίξει κι άλλο το ζωνάρι.

Πού θα φτάσει αυτή η διαδικασία, τη στιγμή που τόσο στην Ασία όσο και στην εκτός των ΗΠΑ Αμερική οι παραγωγικές δυνατότητες συνεχώς αυξάνονται, ενώ η ψαλίδα των διαφορών στο βιοτικό επίπεδο κλείνει με πολύ μικρότερους ρυθμούς;

Αν δεχτούμε ότι οι δυτικές κοινωνίες πρέπει να ανταγωνιστούν τις αναδυόμενες αποκλειστικά και μόνο σε επίπεδα μισθών και παραγωγικότητας, τότε φοβάμαι ότι θα πρέπει να δεχτούμε σταδιακά την πλήρη ανατροπή κοινωνικών κατακτήσεων του 20ού αιώνα, κι όχι μόνο στην Ελλάδα, τουλάχιστον έως ότου -και εφόσον- προκύψει μια παγκόσμια εξισορρόπηση.

Ευτυχώς, υπάρχει και άλλη εναλλακτική, ασχέτως αν παραμένει προς το παρόν στο περιθώριο. Η λύση αυτή όμως περνά από την αλλαγή των δομών και τις νέες επενδύσεις, ιδίως στον τομέα της Παιδείας, από τη διάχυση της γνώσης σε ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας, από τη στοχευμένη ανάπτυξη συγκεκριμένων ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων και καινοτομιών.

Με μία φράση, θα έλεγα ότι περνά μέσα από έναν «λαϊκό καπιταλισμό» νέου τύπου, που θα προσφέρει μικρό χρόνο μεταξύ της σύλληψης της επιχειρηματικής ιδέας και της υλοποίησής της και θα περιορίσει την «αντίσταση στην αλλαγή», η οποία θα περιλαμβάνει εντελώς διαφορετική αλληλεπίδραση μεταξύ των εργαζομένων και των εργοδοτών, μεταξύ του κράτους και της επιχειρηματικότητας.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Δημοκρατία, το πολίτευμα που μέχρι στιγμής έχει ανθήσει κυρίως στον δυτικό κόσμο, προσέφερε κι εξακολουθεί να προσφέρει σαφή οικονομικά πλεονεκτήματα, ακριβώς διότι ενθαρρύνει τη γνώση, την καινοτομία και τη διάχυση νέων ιδεών και οργανωτικών σχημάτων.

Αν ο δυτικός κόσμος βρίσκεται σήμερα σε κρίση, αυτό οφείλεται κυρίως στην επίδραση τεράστιων ολιγοπωλιακών υπερεθνικών σχημάτων, που διευρύνοντας την πρόσβαση και την επιρροή τους στις πολιτικές «ελίτ», τις οποίες ενίοτε και αναδεικνύουν, συρρικνώνουν τη λειτουργία της Δημοκρατίας και νοθεύουν προς όφελός τους τη λειτουργία της οικονομίας.

Ωστόσο, η τελική ευθύνη ανήκει στους ίδιους τους πολίτες, που ιδίως τα τελευταία χρόνια δεν έχουν καταφέρει να σταθούν με ωριμότητα στο ύψος που απαιτεί για να λειτουργήσει σωστά η Δημοκρατία, παρασυρόμενοι από μια πρόσκαιρη «ευδαιμονία».

Αν αυτό δεν αλλάξει, είναι δεδομένο ότι μεγάλα τμήματα της κοινωνίας -κι όχι μόνο της ελληνικής- θα διολισθήσουν σε σχεδόν τριτοκοσμικές καταστάσεις, σε μια μάταιη διάβρωση του βιοτικού επιπέδου, προς όφελος της στυγνής παγκοσμιοποίησης - και όχι της πραγματικής ανταγωνιστικότητας. 
v