Οι fact checkers δεν μπορούν να μας σώσουν

Γιατί η «αστυνοµία κατά της παραπληροφόρησης» δεν είναι λύση και πώς µπορεί ο διασυνδεδεµένος σύγχρονος κόσµος µας να γίνει ευλογία και όχι κατάρα. Ο Eliot Higgins γράφει στην Ειδική Εκδοση Turning Points του Euro2day.gr και των New York Times.

Οι fact checkers δεν μπορούν να μας σώσουν
  • Eliot Higgins

Μετά την εκλογή του Donald Trump το 2016, κυβερνήσεις και αρµόδιες αρχές, think tanks, µέσα ενηµέρωσης και διακυβερνητικοί οργανισµοί αντέδρασαν στην έξαρση παραπληροφόρησης σε όλο τον κόσµο.

Η παραπληροφόρηση θεωρείται συχνά σύµπτωµα ξένης παρέµβασης: κράτη ή ελεγχόµενοι οργανισµοί, που προσπαθούν να επηρεάσουν τις γεωπολιτικές εξελίξεις. Η Ρωσία, για παράδειγµα, κατηγορήθηκε κατά τη διάρκεια των γαλλικών προεδρικών εκλογών του 2017 ότι προσπάθησε να υπονοµεύσει την εκστρατεία του Emmanuel Macron και φαίνεται πιθανό ότι λογαριασµοί που συνδέονται µε τη Ρωσία, διέδωσαν εσφαλµένες πληροφορίες για να επηρεάσουν την κοινή γνώµη υπέρ της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση πριν από το δηµοψήφισµα για το Brexit το 2016.

Ωστόσο, έχω διαπιστώσει ότι, ενώ η παραπληροφόρηση είναι ένα συνηθισµένο εργαλείο για χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα, η αύξηση της δύναµής της πηγάζει από µια θεµελιώδη πολιτιστική και κοινωνική αλλαγή -µια αλλαγή που έχει µεταβάλει τη σχέση µας µε την πληροφορία και την αλήθεια.

Την τελευταία δεκαετία, η οργάνωσή µου, η Bellingcat, έχει ερευνήσει ένα ευρύ φάσµα θεµάτων, από επιθέσεις µε χηµικά όπλα στη Συρία µέχρι την κατάρριψη της πτήσης 17 της Malaysia Airlines πάνω από την ανατολική Ουκρανία.

Μεγάλο µέρος της δουλειάς µου αφορούσε την αποκάλυψη και τον έλεγχο των γεγονότων στις αντικρουόµενες αφηγήσεις που τείνουν να αναδύονται γύρω από τον τρόπο µε τον οποίο εκτυλίσσονται τέτοια γεγονότα, χρησιµοποιώντας δεδοµένα ανοιχτού κώδικα για την ταυτοποίηση ανθρώπων, όπλων, οχηµάτων και άλλων στοιχείων.

Ορισµένες από τις ιστορίες που ελέγχουµε έχουν ελάχιστη έως καθόλου βάση σε πραγµατικά στοιχεία -είναι παραπληροφόρηση ή θεωρίες συνωµοσίας- ωστόσο εξακολουθούν να κερδίζουν έδαφος σε τεράστιες διαδικτυακές κοινότητες.

Το ντοκιµαντέρ του 2018 «Behind the Curve», το οποίο καταγράφει µια χούφτα οπαδούς της θεωρίας της «επίπεδης γης» (flat earthers), καθώς προσπαθούν να αποδείξουν τη θεωρία τους ότι η Γη είναι δίσκος και όχι σφαίρα, µε οδήγησε σε µια σηµαντική συνειδητοποίηση: ανοµοιογενείς οµάδες, όπως οι flat earthers, οι υποστηρικτές του αντιεµβολιασµού και οι αρνητές της κλιµατικής αλλαγής µοιράζονται συχνά τη δυσπιστία απέναντι στην κυρίαρχη επιστήµη και την εξάρτηση από περιθωριακές θεωρίες. Οι πολέµιοι των εµβολίων, για παράδειγµα, συντάσσονται µε τους flat earthers στην απόρριψη της καθιερωµένης επιστηµονικής συναίνεσης και υπέρ εναλλακτικών εξηγήσεων που ευθυγραµµίζονται µε τις πεποιθήσεις τους.

Οι οµάδες αυτές µπορούν να οριστούν γενικά ως άνθρωποι που δυσπιστούν βαθιά απέναντι στην εξουσία και τις παραδοσιακές πηγές πληροφόρησης, όπως οι κυβερνήσεις, οι επιστήµονες, οι γιατροί ή οι τραπεζίτες.

Αυτή η δυσπιστία έχει συχνά τις ρίζες της στην αίσθηση ότι αισθάνονται προδοµένοι ή ότι βλάπτονται από αυτές τις αρχές. Μπορεί να υπάρχουν απολύτως θεµιτοί λόγοι -προσωπικοί, κοινωνικοί ή πολιτικοί- γι’ αυτή την αίσθηση προδοσίας, αλλά αυτή συχνά τους οδηγεί στο διαδίκτυο για να αναζητήσουν εναλλακτικές απόψεις εκτός της κυρίαρχης λογικής. Με αυτόν τον τρόπο, βρίσκουν κοινότητες που αντανακλούν και ενισχύουν τα αισθήµατα σκεπτικισµού και δυσπιστίας τους.

Δεν υπάρχει, φυσικά, τίποτα κακό στο να εµβαθύνει κανείς σε ένα θέµα που τον ενδιαφέρει, ειδικά αν υπάρχει λόγος να αµφισβητήσει την επίσηµη δηµόσια αφήγηση. Αλλά όταν η προεπιλογή είναι να µην εµπιστεύεσαι ποτέ τις επίσηµες πηγές, τότε όποιος υποστηρίζει τη θέση των αρχών πρέπει να βρίσκεται σε συνεννόηση µαζί τους ή απλώς να αγνοεί την πραγµατικότητα. Πρόκειται για µια αντιθετική κοσµοθεωρία, όπου αν το «χι» είναι κακό, τότε το αντίθετο «ψι» πρέπει να είναι καλό - ή τουλάχιστον όχι τόσο κακό.

Αυτός ο τρόπος σκέψης, όταν συναντά ανάλογες διαδικτυακές κοινότητες οµοϊδεατών, που τον ενισχύουν συνεχώς και δίνουν µια αίσθηση σκοπού και ενδυνάµωσης, δηµιουργεί µια αυξανόµενη αίσθηση δικαιοσύνης. Τα άτοµα αισθάνονται ότι αγωνίζονται ενάντια σε έναν κυρίαρχο ορθολογισµό που -σύµφωνα µε τις πολλές αναρτήσεις από ιστολόγια, ιστότοπους, µέσα κοινωνικής δικτύωσης και προσωπικότητες που ζουν στη «φούσκα» τους, είναι στην πραγµατικότητα µια προσπάθεια ανατροπής της βούλησης του κοινού.

Μακέτες διαφηµιστικών καταχωρίσεων κατά της παραπληροφόρησης από την Υπηρεσία Ψυχολογικής Άµυνας (Psychological Defense Agency) της Σουηδίας το 2023. Καθώς η Ρωσία διεξήγαγε εκστρατεία για να δυσφηµίσει τη Σουηδία και να υπονοµεύσει την απόφασή της να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, η σουηδική κυβέρνηση ίδρυσε την υπηρεσία για την καταπολέµηση της διαδικτυακής παραπληροφόρησης. 

 

Για παράδειγµα, µε την Bellingcat ερευνήσαµε ένα δίκτυο από καµπάνιες παραπληροφόρησης σχετικά µε τον εµφύλιο πόλεµο της Συρίας. Ορισµένες οµάδες ήταν πεπεισµένες ότι τα κυρίαρχα µέσα ενηµέρωσης και οι διεθνείς οργανισµοί διέδιδαν σκόπιµα ψευδείς αφηγήσεις σχετικά µε τις χηµικές επιθέσεις του Bashar al-Assad εναντίον Σύρων πολιτών. Συγκεκριµένα, πίστευαν ότι οι επιθέσεις είτε ήταν ψευδείς ειδήσεις είτε αποτελούσαν αποκλειστικά έργο του ISIS ή της Al Qaeda.

Οι οµάδες αυτές, νιώθοντας προδοµένες από αυτό που θεωρούσαν µεροληπτική αναφορά, στράφηκαν σε εναλλακτικές διαδικτυακές κοινότητες, που επικύρωσαν τον σκεπτικισµό τους και ενίσχυσαν τους ισχυρισµούς τους. Μοιράστηκαν αναρτήσεις σε ιστολόγια και βίντεο που έδιναν την εικόνα µιας µεγάλης συνωµοσίας, ενισχύοντας την πεποίθησή τους ότι αποκάλυπταν «την αλήθεια» που άλλοι προσπαθούσαν να κρύψουν. Αυτό δηµιούργησε έναν κύκλο ανατροφοδότησης όπου η αίσθηση της δικαιοσύνης τους γινόταν ισχυρότερη µε κάθε «στοιχείο» που συναντούσαν, παγιώνοντας την αντίθεσή τους στα καθιερωµένα γεγονότα.

Ως επί το πλείστον, οι άνθρωποι δεν γίνονται µέλη αυτών των κοινοτήτων για να δηµιουργήσουν και να διαδώσουν παραπληροφόρηση, αλλά µάλλον για να βρουν την αλήθεια. Όµως, ο φακός µέσα από τον οποίο βλέπουν τον κόσµο καθορίζεται από την αίσθηση της προδοσίας και της δυσπιστίας, η οποία ενισχύεται και εντείνεται διαρκώς από την ηχώ στο νέο διαδικτυακό τους «κλουβί».

Δυστυχώς, αυτή η νέα αίσθηση ενδυνάµωσης είναι µια ψευδαίσθηση που οδηγεί σε περαιτέρω απογοήτευση και όλο και πιο ριζοσπαστικές απόψεις. Η απλή αναζήτηση της αλήθειας µετατρέπεται σε κάψιµο κεραιών 5G και άλλες αµφιλεγόµενες ενέργειες.

Αυτό δεν σηµαίνει ότι κάθε ακτιβιστής κατά των εµβολίων πιστεύει ότι ο Bill Gates βάζει µικροτσίπ στα εµβόλια, αλλά πάντα θα υπάρχει ένα τµήµα αυτής της κοινότητας που θα έχει τις πιο ακραίες πεποιθήσεις και θα αναλαµβάνει τις αντίστοιχες δράσεις. Μπορούµε να φανταστούµε µια πυραµίδα µε λιγότερο ακραίες απόψεις στη βάση και περισσότερο ακραίες στην κορυφή.

Αυτό δεν είναι ένα πρόβληµα από το οποίο µπορούµε να ξεφύγουµε µε τον έλεγχο των γεγονότων, καθώς οι fact checkers συχνά θεωρούνται ως η άλλη πλευρά -µία πλευρά που δεν είναι αξιόπιστη και εύκολα απορρίπτεται. Και η αδράνεια, αν και είναι εύκολη, θα κάνει απλά το πρόβληµα να µεγαλώσει.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση εφάρµοσε τον Κώδικα Πρακτικής για την Παραπληροφόρηση (Code of Practice on Disinformation), µια εθελοντική συµφωνία που αποσκοπεί στην αύξηση της διαφάνειας και της λογοδοσίας µεταξύ των πλατφορµών κοινωνικής δικτύωσης, απαιτώντας από τους υπογράφοντες να αφαιρούν fake λογαριασµούς και να µειώνουν τη διάδοση της παραπληροφόρησης. Και στις Ηνωµένες Πολιτείες, η Υπηρεσία Κυβερνοασφάλειας και Ασφάλειας Υποδοµών (Cybersecurity and Infrastructure Security Agency) εγκαινίασε την ιστοσελίδα «Rumor vs. Reality» για την αντιµετώπιση της παραπληροφόρησης σχετικά µε την εκλογική διαδικασία.

Η εκπαίδευση είναι επίσης ζωτικής σηµασίας. Μπορεί να ενδυναµώσει τα άτοµα ώστε να σκέφτονται ανεξάρτητα, να αµφισβητούν τις πηγές και να κατανοούν την πολυπλοκότητα των ατελείωτων πληροφοριών που είναι διαθέσιµες στο διαδίκτυο. Εάν κανείς συνδυάσει το παραπάνω µε τη δύναµη µιας συµµετοχικής δηµοκρατίας -όπου οι πολίτες συµµετέχουν ενεργά σε µια κουλτούρα ενηµερωµένης, ερευνητικής και υπεύθυνης έρευνας- η αναζήτηση της αλήθειας δεν θα οδηγεί πλέον σε µια χοάνη θεωριών συνωµοσίας.

Αυτό µπορεί να φαίνεται µακρινός ή δύσκολος στόχος, αλλά το έχω δει να συµβαίνει ξανά και ξανά µέσα από τη δουλειά µου µε το Bellingcat. Η έρευνά µας για την κατάρριψη της πτήσης 17 της Malaysia Airlines πάνω από την ανατολική Ουκρανία χρησιµοποίησε πληροφορίες ανοιχτής πηγής για να εντοπίσει τη διαδροµή του εκτοξευτή πυραύλων και τα άτοµα που εµπλέκονταν. Το έργο αυτό ήταν καθοριστικό για την παροχή στοιχείων για διεθνείς έρευνες και τελικά οδήγησε σε ποινικές κατηγορίες εναντίον τεσσάρων υπόπτων σε ολλανδικό δικαστήριο.

Δεδοµένων των προκλήσεων που αντιµετωπίζουµε ως κοινωνία, η διασύνδεση του σύγχρονου κόσµου µας έχει τη δυνατότητα να πάψει να αποτελεί βάρος και, αντιθέτως, να γίνει µεγάλο πλεονέκτηµα.

 

* O Eliot Higgins είναι δηµοσιογράφος, ιδρυτής του Bellingcat, ενός ιστότοπου ερευνητικής δηµοσιογραφίας που ειδικεύεται στις πληροφορίες από ελεύθερα προσβάσιµες πηγές (open source).

© 2024 The New York Times Company and Eliot Higgins 

v
Απόρρητο