Μοιάζει να είναι μια ασθένεια που μεταδίδεται από χώρα σε χώρα, κάτι σαν πανδημία: η αμφισβήτηση των δημοκρατικών θεσμών απ’ όλο και μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος είναι εδώ και είναι γεγονός, η δε τάση είναι μάλλον προς την επιδείνωση παρά προς την εκτόνωση του φαινομένου.
Τι είναι, όμως, η Δημοκρατία, ιδίως η αντιπροσωπευτική; Είναι για μένα το μόνο πολίτευμα που υποχρεώνει τους πολιτικούς αντιπάλους να συνυπάρχουν, να αναγνωρίζει ο ένας το πολιτικό και ηθικό status του άλλου ακόμα κι αν διαφωνούν πλήρως.
Αυτό το πλαίσιο της συνύπαρξης ως βασικού κανόνα του πολιτικού παιχνιδιού κινδυνεύει σε όλο τον κόσμο: δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να αρνείται ακόμα και να απευθύνει τον λόγο ο ένας πολιτικός αρχηγός στον άλλο ή να εκλαμβάνεται από τους κυβερνώντες η οποιαδήποτε κριτική ως κακοήθης, το κάθε επιχείρημα ως προσπάθεια διασάλευσης των πολιτικών πραγμάτων, ακόμα και να οδηγούμαστε στην προσωπική απαξίωση αυτών που έχουν το θάρρος της γνώμης τους. Όλα τα παραπάνω είναι φαινόμενα κατάπτωσης της Δημοκρατίας, συνταυτισμένα με τα άκρα, αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που εκφέρονται από δήθεν οπαδούς της πολιτικής «κανονικότητας».
Η διάρρηξη της βάσης της συνύπαρξης προκαλεί και περαιτέρω περιπλοκές: ενώ η αναγνώριση του ηθικού και πολιτικού status του πολιτικού αντιπάλου στην κλασική αντιπροσωπευτική Δημοκρατία αποτελούσε αυτονόητο minimum, τώρα πια μοιάζει με γεγονός ανοικτό σε παρερμηνείες: κάθε διάθεση πολιτισμένου διαλόγου θεωρείται «πρόβα συγκυβέρνησης», κάθε σεβασμός στον θεσμικό τύπο συμπαιγνία. Έτσι, η τήρηση των κανόνων καθίσταται πολιτικά επιζήμια και ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα αποσταθεροποιείται συντονιζόμενο με τις φωνές που ζητούν την ισοπέδωσή του.
Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχει μια ενδιαφέρουσα πτυχή: όσοι εμπρηστικά πολεμούν τη φιλελεύθερη, αντιπροσωπευτική Δημοκρατία δεν το κάνουν ανοιχτά όπως στο παρελθόν, αλλά επικαλούμενοι την ίδια τη Δημοκρατία και δη θεμελιώδεις αρχές της όπως η ελευθερία του λόγου. Το σκηνικό αυτό δημιουργεί σύγχυση, γιατί οι κατ’ εξοχήν πολέμιοι της ελευθερίας του λόγου του άλλου επικαλούνται τη δική τους ελευθερία του λόγου ως δικαίωμα εξύβρισης ή απαξίωσης του αντιπάλου. Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις οι παρουσιαζόμενοι ως θιγόμενοι από την περιστολή μιας τέτοιας ελευθερίας είναι κυβερνώντες και όχι αντιπολιτευόμενοι!
Πίσω από αυτό το χαώδες σκηνικό κρύβεται ο κατακερματισμός που υφίστανται οι σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες. Μέσα σε ένα περιβάλλον σταδιακής αποβιομηχάνισης των δυτικών οικονομιών, τα προοδευτικά κόμματα βλέπουν την εργατική τάξη, που αποτελούσε τον πυρήνα τους, να συρρικνώνεται. Οι εργάτες σε πολλές περιπτώσεις καθίστανται άνεργοι και κάποιες φορές ριζοσπαστικοποιούνται προς τα δεξιά.

Στιγμιότυπο από διαδήλωση των «κίτρινων γιλέκων» που συντάραξαν τη Γαλλία το 2018-19. Καθώς οι εργαζόμενοι ζουν και αγωνίζονται σε ένα περιβάλλον εξαιρετικά χαμηλής κοινωνικής κινητικότητας και κατά βάση ριζοσπαστικοποιούνται προς τα δεξιά, η ουσιαστική αναθέρμανση των δυτικών οικονομιών είναι κύρια προτεραιότητα, σημειώνει ο Παναγιώτης Δουδωνής.
Αλλά και για τους εργαζομένους εκλείπει η βασική δύναμη ελπίδας, καθώς ζουν και αγωνίζονται σε ένα περιβάλλον εξαιρετικά χαμηλής κοινωνικής κινητικότητας. Η αίσθηση πως, ακόμα κι αν εργαστείς σκληρά, δεν θα μπορέσεις να βελτιώσεις τη ζωή σου και τα παιδιά σου μάλλον θα ζήσουν χειρότερα από σένα κι απ’ τους γονείς σου σε καθιστά εξ ορισμού αντιπολιτικό, καθώς γνωρίζεις ότι δεν ευθύνεσαι εσύ, αλλά αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις γι’ αυτές τις συνθήκες. Και καθώς στα περισσότερα πολιτικά συστήματα επικράτησε μεταπολεμικά και κατίσχυσε για χρόνια εκλογικά το «median voter theorem», αυτοί που πρώτοι την πληρώνουν είναι τα κόμματα που βρίσκονται πέριξ του κέντρου. Και, βέβαια, αυτοί που ευνοούνται είναι οι ακραίοι, που αποστρέφονται τη Δημοκρατία και καλλιεργούν ένα κλίμα αμφισβήτησής της.
Άρα, το πρώτο και καθοριστικό βήμα για τη θεσμική και δημοκρατική ανάταξη είναι η αναθέρμανση των δυτικών οικονομιών. Σε ένα τόσο ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον αυτό μπορεί να γίνει μόνο με συμπράξεις και εμβάθυνση κοινών σχημάτων, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, και όχι με πολιτικές δασμών ή εν γένει με οικονομικό απομονωτισμό.
Έπειτα, αυτή η αναθέρμανση δεν μπορεί να μένει μόνο στους αριθμούς, να είναι προϊόν real estate ή αγοραπωλησιών τίτλων και παραγώγων: χρειαζόμαστε πραγματική οικονομία, πραγματικές επενδύσεις, πραγματικά συμπεριληπτική οικονομική ζωή, με καλές θέσεις εργασίας. Μόνο η προοπτική βελτίωσης των συνθηκών ζωής μέσα από την παροχή ευκαιριών θα αναγεννήσει την πίστη στην πολιτική ως «τέχνη του εφικτού», άρα και των μεγάλων αποφάσεων.
Έπειτα, πρέπει οι θεσμοί να ανανεωθούν, προσαρμοζόμενοι στις νέες εποχές. Θυμίζω ότι η αντίδραση στο οικονομικό κραχ του 1929 δημιούργησε ένα ολόκληρο ρεύμα «θετικού» συνταγματισμού, που έδινε τη δυνατότητα στο κράτος να παρεμβαίνει απέναντι στον παραδοσιακό «αρνητικό» συνταγματισμό που επέβαλε στο κράτος να απέχει. Η λύση για την ανανέωση των θεσμών δεν είναι για μένα τα αμεσοδημοκρατικά πειράματα, που μεταθέτουν την ευθύνη για τις αποτυχίες ή την αναποφασιστικότητα των πολιτικών στον ίδιο τον λαό.
Είναι η εμβάθυνση της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως πολιτεύματος της συνύπαρξης με ταυτόχρονη περιφρούρησή της από ακροδεξιούς εχθρούς, που χρησιμοποιούν τις δομές της για να την υπονομεύσουν. Η στήριξη των ανεξαρτήτων αρχών που σε πολλές χώρες, όπως η δική μας, δέχονται πυρά. Και η εν γένει εμπέδωση πραγματικών θεσμικών αντιβάρων που θα πείθουν ότι όλοι κρινόμαστε και ελεγχόμαστε.
* Ο κ. Παναγιώτης Δουδωνής είναι Βουλευτής Επικρατείας ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝΑΛ, Δρ Συνταγματικού Δικαίου Πανεπιστημίου Οξφόρδης