Η άνοδος της αντισυστημικής πολιτικής είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των αναπτυγμένων κοινωνιών σήμερα. Σε ένα πλαίσιο χαμηλής εμπιστοσύνης απέναντι στους δημοκρατικούς πολιτικούς θεσμούς και στις δυνάμεις του δεσπόζοντος ρεύματος, εμφανίζονται τάσεις που πριμοδοτούν πολιτικούς και κόμματα που κινούνται στο ακροδεξιό - λαϊκιστικό τόξο.
Στο πλαίσιο αυτό, φαίνεται να διαβρώνεται η κοινωνική υποστήριξη προς τις φιλελεύθερες δημοκρατίες, με την έννοια ότι αμφισβητούνται βασικές κανονιστικές και θεσμικές ορίζουσες της λειτουργίας τους και επερωτάται η ανταποκρισιμότητα αυτών των πολιτικών διευθετήσεων στις διευρυνόμενες διεκδικήσεις των κοινωνιών του μεταδημοκρατικού καπιταλισμού. Η αναζήτηση πολιτικών και κοινωνικών αντίβαρων σε αυτές τις μετατοπίσεις έχει προσδιοριστεί ως όρος για την επιβίωση της φιλελεύθερης Δημοκρατίας, ωστόσο δύσκολα μπορούν να βρεθούν θεσμοί ή δρώντες εντός του πολιτικού συστήματος που να διαθέτουν την αναγκαία κοινωνική αποδοχή ώστε να λειτουργήσουν ως τέτοια αντίβαρα.
Γι’ αυτό τον λόγο, μια συζήτηση για τον ρόλο του κοινοβουλίου, του παλαιότερου ενδεχομένως θεσμού της νεωτερικής Δημοκρατίας, είναι χρήσιμη για να αντιληφθούμε την κρίση των πολιτικών συστημάτων στη Δύση σήμερα. Μπορούν τα κοινοβούλια να λειτουργήσουν ως αντίβαρα; Κι αν όχι, πού εγγράφεται ακριβώς αυτή η τάση απαξίωσης και περιθωριοποίησής τους;
Η υποχώρηση του ρόλου των κοινοβουλίων δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο. Αντίθετα, σχετίζεται με τη διόγκωση του ρόλου και της θέσης της εκτελεστικής εξουσίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες, μια διαδικασία που ονομάζεται «προεδροποίηση» των πολιτικών συστημάτων. Αυτό σημαίνει ότι συντελείται μια συγκεντροποίηση λειτουργιών και διαδικασιών λήψης αποφάσεων στους φορείς της εκτελεστικής εξουσίας, που περιορίζει τα κοινοβούλια σε θεσμούς a posteriori συμβολικής νομιμοποίησης των επιλογών των πρώτων.
Η μεταφορά ισχύος σε υπερεθνικούς ή διακυβερνητικούς θεσμούς ως απόρροια της παγκοσμιοποίησης και η τεχνοκρατικοποίηση της πολιτικής, με την ανέλιξη σε θέσεις εξουσίας τεχνοκρατών-διαχειριστών της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, που κατανοείται ως μονόδρομος, έχουν περιορίσει την κυριαρχία των εθνικών κοινοβουλίων και τα έχουν απονευρώσει ως θεσμικούς τόπους στους οποίους λαμβάνει χώρα η αντιπαράθεση ανάμεσα σε κυβερνητικές πλειοψηφίες και αντιπολιτευόμενες μειοψηφίες.
Η δε καρτελοποίηση των κομματικών συστημάτων, που θολώνει τα πολιτικοϊδεολογικά και προγραμματικά όρια ανάμεσα στα κόμματα του δεσπόζοντος ρεύματος, υπονομεύει την αναπαραγωγή του πολιτικού αγώνα ως αντιπαράθεσης μεταξύ ορατών εναλλακτικών και εντείνει τη θέση της πολιτικής ως ενός «στημένου παιχνιδιού» και μιας «συμπαιγνίας» ανάμεσα στις κατεστημένες δυνάμεις, που υποβιβάζει στα μάτια πολλών πολιτών το κοινοβούλιο σε «θέατρο» αυτής της «συμπαιγνίας».
Η κρίση εκπροσώπησης, στη συνάφεια αυτή, ως αποευθυγράμμιση μεγάλου μέρους των εκλογικών σωμάτων από τα πολιτικά κόμματα επιδρά αρνητικά και στη δυνατότητα του κοινοβουλίου να γίνει αποδεκτό ως ένα αντίβαρο σε δυνητικά αντιδημοκρατικές τάσεις.
Απέναντι στα παραπάνω, ο ακροδεξιός λαϊκισμός, εκμεταλλευόμενος πραγματικά προβλήματα εκπροσώπησης και νομιμοποίησης στις σύγχρονες δημοκρατίες, (αυτο)παρουσιάζεται ως αυθεντικός εκφραστής της πλειοψηφίας του λαού και άρα ως απάντηση στην κρίση του πολιτικού συστήματος. Τμήματα των κοινωνιών στις αναπτυγμένες χώρες υιοθετούν πλέον με ευκολία στάσεις δυσπιστίας προς τους θεσμούς και την πολιτική, γιατί νιώθουν ότι τις χωρίζει ένα χάσμα με τις κατεστημένες τεχνοκρατικές ελίτ, που κινούνται μακράν των δικών τους ανησυχιών και αιτημάτων.

Διαδηλωτές έξω από το κτίριο της Βουλής στα χρόνια των αντιμνημονιακών εκδηλώσεων (Νοέμβριος 2015). Η αποκατάσταση της θεσμικής σημασίας των κοινοβουλίων προϋποθέτει την ενίσχυση του ρόλου τους ως πεδίων ουσιαστικής πολιτικής αντιπαράθεσης με σαφείς εναλλακτικές, την αποτελεσματική άσκηση ελέγχου επί της εκτελεστικής εξουσίας και την υιοθέτηση νέων θεσμών διαβούλευσης και συμμετοχής, σημειώνει ο Κώστας Ελευθερίου.
Επιπλέον, λόγω της επικράτησης ενός μονόδρομου στην οικονομική πολιτική, δεν βλέπουν πια εναλλακτικές στην κατεστημένη πολιτική, η οποία βασίζεται κατ’ αρχάς σε διαμεσολαβήσεις όπως η κρατική γραφειοκρατία, τα ΜΜΕ και φυσικά το κοινοβούλιο.
Ο ακροδεξιός λαϊκισμός θέλει να εμφανίζεται ότι δίνει φωνή στους «ξεχασμένους» και τους «αποκλεισμένους» των κοινωνιών, σε όλους αυτούς που αποτελούν μια «σιωπηλή πλειοψηφία» που δεν εκπροσωπείται στα πεδία άσκησης της εξουσίας, που λοιδορείται στη δημόσια σφαίρα και που εξακολουθεί να αναζητά και να βρίσκει νόημα στον σημερινό ρευστό κόσμο της ύστερης νεωτερικότητας σε παραδοσιακές και σταθερές αφηγήσεις, όπως το έθνος και η θρησκεία. Αυτοπροβάλλεται σαν μια πολιτική δύναμη που επιχειρεί να αποκαταστήσει μια αδιαμεσολάβητη σχέση της κοινωνίας με την πολιτική -και ιδίως με την πολιτική ηγεσία- και ως εκ τούτου υπάρχει ο κίνδυνος να θεωρηθεί από μεγάλα τμήματα των κοινωνιών ότι εντέλει αυτός είναι το αντίβαρο στην κρίση της πολιτικής.
Τα κοινοβούλια σε αυτή τη νέα συνθήκη δείχνουν να βρίσκονται σε μια φάση θεσμικής και πολιτικής εξάντλησης. Αυτό μπορεί να υποδηλώνει ότι ανταποκρίνονταν σε μια παρελθούσα εποχή με διαφορετικές κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και ότι πλέον υπάρχουν για να επιτελούν έναν συμβολικό ρόλο διατήρησης της ιστορικής συνέχειας ενός πολιτικού συστήματος.
Υπό μία έννοια, συνιστούν έναν τόπο ανακύκλωσης και ελεγχόμενης ανανέωσης των πολιτικών ελίτ και θα ήταν δυνατόν να υποστηριχθεί ότι η θεσμική αδυναμία τους, μεταξύ άλλων, εδράζεται σε ένα νέο δημόσιο ήθος των σημερινών πολιτικών ελίτ, για τις οποίες η πολιτική ως επάγγελμα δεν είναι ο βεμπεριανός προορισμός του δημόσιου καθήκοντος ή της προσφοράς, αλλά μια επαγγελματική δημόσια θέση, που εύκολα μπορεί να ανταλλαχθεί με μια θέση στον ιδιωτικό τομέα.
Σε ένα περιβάλλον όπου η αδιαμεσολάβητη επικοινωνία μέσω των κοινωνικών δικτύων και οι πολλαπλές -και ενίοτε άτυπες- μορφές πολιτικής συμμετοχής υπονομεύουν τους παραδοσιακούς μηχανισμούς συναίνεσης και εκπροσώπησης, η επανανοηματοδότηση των κοινοβουλίων ως κεντρικών θεσμών της πολιτικής διαδικασίας καθίσταται ιδιαίτερα σύνθετη.
Ωστόσο, η αποκατάσταση της θεσμικής τους σημασίας προϋποθέτει την ενίσχυση του ρόλου τους ως πεδίων ουσιαστικής πολιτικής αντιπαράθεσης με σαφείς εναλλακτικές, την αποτελεσματική άσκηση ελέγχου επί της εκτελεστικής εξουσίας και την υιοθέτηση νέων θεσμών διαβούλευσης και συμμετοχής, με την αξιοποίηση και των εργαλείων της ψηφιακής εποχής.
Παράλληλα, απαιτείται η ανασυγκρότηση ενός δημόσιου ήθους που θα επανεπινοήσει την πολιτική ως πεδίο δημόσιας προσφοράς και όχι ιδιοτελούς σταδιοδρομίας. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, τα κοινοβούλια μπορούν ενδεχομένως να ανακτήσουν τον ρόλο τους ως θεσμικά αντίβαρα στις εντεινόμενες αντιδημοκρατικές δυναμικές.
*Ο κ. Κώστας Ελευθερίου είναι επίκουρος Καθηγητής Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και συντονιστής του κύκλου πολιτικής ανάλυσης του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ