Η υγεία αποτελεί κυρίαρχο θέμα για τα επόμενα έτη τόσο λόγω της λήξης της πανδημίας όσο και επειδή η αύξηση του προσδόκιμου ζωής και η πρόοδος της επιστήμης θέτουν διαρκώς καινούργια δεδομένα, με αυξημένες προκλήσεις.
Στη χώρα μας, παρά τον μεγάλο αριθμό ενεργών ιατρών, η απουσία ολοκληρωμένου συστήματος υγείας επηρεάζει την ποιότητα των υπηρεσιών που απολαμβάνουν οι πολίτες. Για να κοιτάξουμε το αύριο της υγείας των πολιτών, θα πρέπει να τεθεί ως στόχος η πλήρης κάλυψη όλων, με την υποσημείωση της απόλυτης αδυναμίας προσφοράς του 100% των καινοτομιών που παρέχει η επιστήμη σήμερα… Διότι καμία οικονομία δεν μπορεί να αντέξει ένα τέτοιο κόστος. Μια τέτοια δαπάνη, άλλωστε, δεν είναι αναγκαία και αιτιολογημένη σε όλες τις περιπτώσεις.
Η Ελλάδα έχει ανάγκη συστήματος Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) εδώ και δεκαετίες. Παρότι έχει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του μεγάλου διαθέσιμου αριθμού ιατρών με ειδικότητα, οι προσπάθειες του παρελθόντος αγνόησαν αυτόν τον πλούτο έως και το 2018 -και απέτυχαν. Όλα αυτά σε αντίθεση με τη νομοθέτηση του προσωπικού γιατρού το 2022, η οποία κάλυψε 4,8 εκατ. πολίτες και αποτελεί σήμερα την καλύτερη επίδοση στο θέμα αυτό.
Δυστυχώς, λόγω πολιτικής ατολμίας, πολλές προβλέψεις του νόμου δεν έχουν ενεργοποιηθεί, στερώντας επιλογές από τους ασθενείς, αλλά και από γιατρούς που θα ήθελαν να ενταχθούν στο σύστημα. Την ίδια ώρα, κακές πρακτικές όσων έχουν την ευθύνη εφαρμογής του νόμου δεν δημιούργησαν θετικό κλίμα στους γιατρούς, όπως αποδείχτηκε με την παρελκυστική άρνηση υπογραφής των συμβάσεων. Ένα νέο ξεκίνημα με ειλικρινή διάθεση και ενεργοποίηση των προβλέψεων του νόμου για την ΠΦΥ είναι απαραίτητο, ώστε να είναι διαθέσιμοι οι γιατροί για την εξωνοσοκομειακή φροντίδα όλων των ασθενών και να ενεργοποιηθεί η πρόσβαση στα νοσοκομεία μόνο για όσους πραγματικά τη χρειάζονται.
Το ίδιο αναγκαία είναι η κατάργηση του συστήματος υφαρπαγής (clawback) των αμοιβών των συμβεβλημένων ιατρών και εργαστηρίων, καθώς η διατήρησή του μετά το 2018 είναι ανεπίτρεπτη και διαβρώνει τη βιωσιμότητά τους, επηρεάζοντας αρνητικά και τον τρόπο άσκησης της ιατρικής. Για τον λόγο αυτό, ως κοινωνία μπορούμε να θεσπίσουμε συγκεκριμένο πόρο που θα προκύπτει από ειδικό τέλος στα βλαβερότερα για την υγεία μας καπνικά προϊόντα. Μόλις 10 λεπτά σε κάθε πακέτο τσιγάρων ή καπνού, θα απέδιδε 150 εκατ. ευρώ για την υγεία ετησίως.
Το Εθνικό Σύστημα Υγείας, 40 χρόνια μετά την ίδρυσή του, χρειάζεται εκσυγχρονισμό. Σε μικρότερο βαθμό αφορά υποδομές, όπου υπάρχουν ελλείψεις νοσοκομείων, και περισσότερο αφορά τη λειτουργία του συστήματος. Οι διοικήσεις των νοσοκομείων μέχρι σήμερα είναι απόλυτα εξαρτημένες από την εκάστοτε κυβέρνηση που τις διορίζει. Λειτουργούν, μάλιστα, σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο με άμεση επίδραση στη λειτουργία τους. Για παράδειγμα, δεν προκηρύσσονται θέσεις πριν από την αποχώρηση γιατρού, με αποτέλεσμα, λόγω και της γραφειοκρατίας, ο αντικαταστάτης να φτάνει συχνά πολλούς μήνες μετά την αποχώρηση του προηγούμενου.
Οι χαμηλοί μισθοί σε συνδυασμό με τις ελλείψεις προσωπικού και τα διοικητικά προβλήματα αποθαρρύνουν πολλούς γιατρούς από την επιδίωξη εργασίας στο ΕΣΥ, με αποτέλεσμα σήμερα στα νοσοκομεία να εργάζονται γιατροί μεγάλης και νεαρής ηλικίας, χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες μεσαίες ηλικίες. Η καθυστερημένη αντιμετώπιση του προβλήματος προβλέπεται στα προσεχή χρόνια να αποδιοργανώσει πλήρως το σύστημα, καθώς θα επηρεαστεί τόσο η εκπαίδευση όσο και η καθημερινή λειτουργία. Οι ρυθμίσεις του Ν. 10/2022 για την εξωνοσοκομειακή απασχόληση των γιατρών του ΕΣΥ εφόσον εφαρμοστούν, θα επιδεινώσουν το πρόβλημα και για τον λόγο αυτό η νέα κυβέρνηση πρέπει να επιδιώξει την άμεση ανασύνταξη του ΕΣΥ με συναίνεση του συνόλου του πολιτικού κόσμου.
Επιπλέον, για τη χώρα μας αποτελεί σημαντική πρόκληση η κάλυψη των μικρών νησιωτικών περιοχών, όπου αφενός είναι αδύνατη η δημιουργία μεγάλων νοσοκομείων, αφετέρου οι διακομιδές ασθενών συχνά είναι πολύ δύσκολες. Εκεί οι υπάρχουσες μονάδες υγείας και όσες χρειάζεται να δημιουργηθούν, θα πρέπει να είναι πλήρως στελεχωμένες και εξοπλισμένες, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση και στην εμπειρία και την κλινική δεινότητα των υπηρετούντων. Πρακτικά, χρειαζόμαστε μια ιδιαίτερη αντιμετώπιση γι’ αυτές τις περιοχές, με ό,τι νομοθετικά αυτό απαιτεί.
Η υγεία στη χώρα μας απαιτεί πλέον άμεσες λύσεις, οι οποίες με τη σειρά τους απαιτούν πολιτική βούληση και ευρεία συναίνεση. Στην κατεύθυνση αυτή, ο ΠΙΣ ως επίσημος σύμβουλος της πολιτείας, είναι σε θέση να συμβάλλει και το πράττει όταν υπάρχουν ευήκοα ώτα.
Δυστυχώς, όμως, αυτά δεν είναι δεδομένα και για τον λόγο αυτό στους 18.000 γιατρούς που ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό προστίθενται καθημερινά χιλιάδες που δεν επιθυμούν να εργαστούν στην Ελλάδα έχοντας οποιαδήποτε σχέση με το Δημόσιο ή με τον ΕΟΠΥΥ. Κι αυτό καθιστά τον επιστημονικό πλούτο της χώρας ανεκμετάλλευτο λόγω ανεπαρκών πολιτικών.
*Ο Δρ Αθανάσιος Εξαδάκτυλος είναι Πλαστικός Χειρουργός, Πρόεδρος Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου (ΠΙΣ)