Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών

Η ατμόσφαιρα που καλλιεργείται γύρω από την επίλυση του ασφαλιστικού αρχίζει να θυμίζει την επί ΠΑΣΟΚ περίοδο, όταν ο τότε αρμόδιος υπουργός Τάσος Γιαννίτσης επιχείρησε να βάλει μια τάξη και βρήκε απέναντι όχι μόνον όλους τους κοινωνικούς/συνδικαλιστικούς φορείς, αλλά και το σύνολο των πολιτικών κομμάτων.

Για την τότε κυβέρνηση υπήρχε η απλή λύση της αναδίπλωσης. Αφησε το θέμα για κάποιους επόμενους, με τη διαφορά βεβαίως ότι αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που σήμερα η κατάσταση του ασφαλιστικού συστήματος είναι συνολικά τόσο κρίσιμη.

Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η φοροδιαφυγή και το δαιδαλώδες φορολογικό πλαίσιο της Ελλάδας που την έχει εκθρέψει επί δεκαετίες είναι ίσως το πλέον θεμελιώδες ζήτημα που καλείται να λύσει η κυβέρνηση.

Διότι είτε μιλάμε για ανάπτυξη, είτε για κοινωνική πολιτική, είτε ακόμη και για το ασφαλιστικό πρόβλημα, η φοροδιαφυγή και το σχεδόν απόλυτα συνδεδεμένο πρόβλημα της εισφοροδιαφυγής αποτελούν ουσιαστική τροχοπέδη.

Σε ό,τι αφορά στην ανάπτυξη, είναι σαφές ότι η φοροδιαφυγή, όπως και η «μαύρη» εργασία, συνιστά νόθευση του ανταγωνισμού, έναντι εταιριών και επαγγελματιών που είτε ακούσια (λόγω μεγάλου μεγέθους και αυστηρότερων μορφών τήρησης βιβλίων), είτε εκούσια, τηρούν τις ανάλογες υποχρεώσεις.

Η αποδοχή εκ μέρους των κοινωνικών εταίρων μιας μικρής αύξησης στις εργοδοτικές εισφορές, προκειμένου να προστατευθούν οι συντάξεις, αποτελεί μια νίκη της συναίνεσης αλλά και της κοινής λογικής, σε μια κρίσιμη περίοδο για τη χώρα.

Προφανώς, η αύξηση των εισφορών αποτελεί ένα ακόμη πλήγμα για τις ελληνικές επιχειρήσεις που προσπαθούν να επιβιώσουν σε ένα εξαιρετικά δύσκολο περιβάλλον, καμία αμφιβολία δεν πρέπει να υπάρχει για τούτο.

Ωστόσο οι επιχειρήσεις δεν λειτουργούν «εν κενώ». Είναι κι αυτές κομμάτι της κοινωνίας κι επηρεάζονται απ' όσα συμβαίνουν σε αυτή. Σε αυτό το πλαίσιο, η «θυσία» αυτή επιφέρει άλλα, έμμεσα, θετικά αποτελέσματα. Υποβοηθά τη χώρα να περάσει την κρίσιμη πρώτη αξιολόγηση, δείχνει στην κοινωνία ότι οι εργοδότες είναι πρόθυμοι να αναλάβουν μερίδιο βάρους και περιορίζει την αβεβαιότητα. Στα θετικά θα πρέπει να προσμετρηθεί και η υπόσχεση που πήραν για συνεργασία με την κυβέρνηση, προκειμένου να δοθούν κίνητρα για επενδύσεις και ανάπτυξη.

Συνηθίζουμε να λέμε ότι για να ορθοποδήσει η χώρα χρειάζεται να διορθωθούν τα κακώς κείμενα και να επιστρέψει ξανά η οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης. Ωστόσο, προκειμένου να συμβούν αυτά, χρειάζεται όχι μόνο στην «κορυφή» της κοινωνικής πυραμίδας (δηλαδή στην πολιτική) αλλά και στη βάση (δηλαδή σε εμάς τους πολίτες) να αλλάξουν ορισμένες εδραιωμένες στάσεις και συμπεριφορές.

Χρειάζεται για παράδειγμα λιγότερος φανατισμός και περισσότερος διάλογος επί της ουσίας. Δυστυχώς, τα χρόνια της κρίσης έχει συμβεί έως τώρα το ακριβώς αντίθετο. Ίσως γιατί τόσο οι πολιτικοί μας όσο και εμείς φαίνεται να χρειαζόμαστε διαχωριστικές γραμμές. Δεξιοί εναντίον αριστερών και τούμπαλιν, ιδιωτικός τομέας εναντίον δημόσιου, ευρωπαϊστές, αντιευρωπαϊστές -και πάει λέγοντας. Κι αυτό που συστηματικά χάνουμε, είναι η έννοια της συνεργασίας, της σύνθεσης των ιδεών, της συναίνεσης, έστω και στα βασικά, ώστε να μπορέσουμε να υιοθετήσουμε επιτέλους ένα σχέδιο για την ανάταξη όχι μόνο της οικονομίας αλλά συνολικά της χώρας μας, που παρουσιάζει σημεία αποσύνθεσης σε όλα τα επίπεδα.

Επί πέντε χρόνια, η ελληνική κοινωνία μαστίζεται από την κρίση ενώ η πολιτική της τάξη αρνείται να αναλάβει την ευθύνη της δημιουργικής συναίνεσης, προτιμώντας τους αναίτιους φανατισμούς και διχασμούς, με επίκεντρο τα μνημόνια.

Η στάση αυτή, που προφανώς έχει αμιγώς κομματικά ελατήρια και αποσκοπεί στη διεκδίκηση της εξουσίας με κάθε τρόπο, ήταν διαχρονικά ιδιαίτερα επιζήμια. Διότι δεν επέτρεψε την εκπόνηση ενός συναινετικού «εθνικού σχεδίου» για την έξοδο από την κρίση, ενώ ταυτόχρονα πρόσφερε (και συνεχίζει να προσφέρει) πολιτική «ομπρέλα» σε διαφόρων ειδών συμφέροντα, που δεν θέλουν να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα της οικονομίας.

v