Με δεδομένα τα όσα αποκαλυπτικά συνέβησαν το προηγούμενο έτος, είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, της πολιτικής αλλά και των media εξακολουθεί να σφυρίζει αμέριμνα μπροστά στις σκληρές αλήθειες της κρίσης.
Και γίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακό, αν αναλογιστούμε ότι πέραν της εσωτερικής κρίσης, η χώρα μας πρέπει πλέον να αντιμετωπίσει και την πρόκληση του προσφυγικού ζητήματος, στο πλαίσιο του οποίου κινδυνεύει να γίνει ο αποδιοπομπαίος τράγος της Ευρώπης.
Δυστυχώς, το γεγονός ότι η χώρα παραλίγο να βρεθεί έξω από το ευρώ, το προηγούμενο καλοκαίρι (διαλύοντας στην πορεία τις ψευδαισθήσεις της κυβέρνησης Τσίπρα σε ό,τι αφορά στις δυνατότητες μεγάλων ελιγμών), οδήγησε σε μια εντελώς περιστασιακή συναίνεση των κομμάτων αλλά και της κοινωνίας στην υπογραφή του τρίτου μνημονίου.
Λες και ήταν η υπογραφή και όχι η υλοποίηση των υπογραφέντων, η αναγκαία συνθήκη για να επιστρέψει η χώρα στην περίφημη πλέον «κανονικότητα».
Μόλις πέρασε ο άμεσος κίνδυνος, η πολιτική επέστρεψε στην πατροπαράδοτη τακτική της αντιπαλότητας κι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, στην άρνηση της πραγματικότητας.
Διότι τι άλλο από άρνηση της πραγματικότητας μπορεί να αποτελούν μαξιμαλιστικά αιτήματα όπως «να επιστρέψουν οι συντάξεις στα επίπεδα του 2009» (που λίγο απέχει από το να απαιτείς να ανατείλει ο ήλιος από τη… Δύση), ή μια στάση όπως αυτή των αγροτών που από τη μια, αρνούνται να ανοίξουν διάλογο με τον ίδιο τον πρωθυπουργό (γεγονός μάλλον πρωτάκουστο) κι από την άλλη, κινητοποιούνται με τρόπο που είναι εξόφθαλμα προκλητικός.
Προκλητικός για όλες τις άλλες κοινωνικές τάξεις που υφίστανται τον «τσαμπουκά» των τρακτέρ, γνωρίζοντας τη διακριτική στάση που υπήρχε υπέρ των αγροτών, τόσο σε θέματα ασφάλισης, όσο και φορολόγησης όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Πολλοί θα πουν ότι ο κ. Τσίπρας έσπειρε παλιότερα ανέμους και τώρα θερίζει θύελλες. Ασφαλώς δεν έχουν άδικο.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι στην τότε θέση του Αλέξη βρίσκεται σήμερα πληθώρα υποτίθεται «υπεύθυνων πολιτικών» και ορισμένα «σοβαρά» μέσα, τα οποία σιγοντάρουν τον παραλογισμό, με στόχο είτε να δώσουν «τα ίσα» στον ΣΥΡΙΖΑ, είτε να υπερασπίσουν συμφέροντα, τα οποία πάντως ουδόλως αφορούν το συμφέρον του τόπου.
Το χειρότερο, δε, είναι ότι μέσα σε αυτό το κλίμα, προσπερνιούνται σχεδόν με αδιαφορία όχι μόνον οι δηλώσεις του κ. Σόιμπλε, που επαναφέρουν το θέμα του Grexit στο προσκήνιο, αλλά και η ιδιαίτερα αυξημένη πολιτική ισχύς του στη Γερμανία, σε σημείο που να θεωρείται πιθανότερος διάδοχος της κας Μέρκελ, στην περίπτωση που η τελευταία υποχρεωθεί σε παραίτηση, για τη στάση της στο προσφυγικό.
Πέραν τούτου, υπάρχει και μια εξαιρετικά ανησυχητική τάση στο εσωτερικό, που καταγράφηκε πρόσφατα στην εκτενή έρευνα του think tank «διαΝΕΟσις».
Πρόκειται για τη συνεχιζόμενη ενίσχυση του αντιευρωπαϊκού μετώπου, που συγκροτείται πλέον έως και από το 23% του πληθυσμού, ενώ την ίδια ώρα, το 43% των νέων από 18 έως 24 ετών πιστεύει ότι η Ελλάδα μπορεί να βρει εναλλακτική στη… Ρωσία και οι 2 στους 3 από το σύνολο των ερωτηθέντων εκτιμούν πως η Ελλάδα δεν ωφελήθηκε οικονομικά από την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση!
Αυτό θα πρέπει μάλλον να το προσέξουν όσοι στο πολιτικό σκηνικό, από τη μία, υποδαυλίζουν τις αντιδράσεις των διαφόρων κοινωνικών ομάδων κι από την άλλη, δηλώνουν «ευρωπαϊστές»!
Διότι από ένα σημείο και μετά, οι κοινωνικές «δυναμικές» γίνονται ανεπίστρεπτες!
Εν ολίγοις, όσοι θεωρούν ότι η χώρα απομακρύνθηκε από τον γκρεμό, μετά το καλοκαίρι, κάνουν μεγάλο λάθος. Μπορεί να μην έπεσε, απέχει όμως πολύ από το να έχει «απόσταση ασφαλείας».
Και η επόμενη επίσκεψη στο χείλος ίσως να έχει πολύ πιο οδυνηρά -και μόνιμα- αποτελέσματα.