Πολλοί στον ΣΥΡΙΖΑ και στην κυβέρνηση αισθάνονται αμηχανία, διότι δεν μπορούν να εφαρμόσουν τις «αριστερές» πολιτικές που θα ήθελαν.
Το πρόβλημα όμως της κυβέρνησης μέχρι τώρα δεν προέρχεται τόσο από το ότι εφαρμόζει «δεξιά» πολιτική, στο πλαίσιο της εφαρμογής των μνημονίων, όσο από το γεγονός ότι εμφανίζεται… αδέξια στην άσκηση πολιτικής.
Δεν θα σχολιάσω τα επικοινωνιακά «φάουλ» (όπως οι «χαριτωμένες» -για να το πούμε κομψά- δηλώσεις του Θ. Δρίτσα για τον ΟΛΠ), στα οποία έχουν κατά καιρούς υποπέσει διάφορα στελέχη της κυβέρνησης και του κόμματος, θα μείνω στο κεφαλαιώδους σημασίας γεγονός ότι δεν δείχνουν να έχουν αντιληφθεί ακόμη πλήρως τέσσερα εξαιρετικά σημαντικά στοιχεία:
1. Ότι ενόσω η χώρα παραμένει σε υφεσιακό περιβάλλον με περιορισμένη ρευστότητα, το μόνο που μπορεί να πετύχει μια «αριστερή» πολιτική είναι η καλύτερη αναδιανομή της… μιζέριας, γεγονός που δεν πρόκειται να ευχαριστήσει μεσοπρόθεσμα καμία κοινωνική ομάδα, ιδιαίτερα όταν όλες, σχεδόν ανεξαιρέτως, ζούσαν καλύτερα πριν από μερικά χρόνια.
2. Ότι για να εξέλθει η χώρα από την κρίση χρειάζεται ένα οργανωμένο σχέδιο, που θα αφορά όχι μόνον στην οικονομία αλλά και στην παιδεία, στη δικαιοσύνη και σε πολλούς άλλους «θεσμούς» καθώς και στις μεταρρυθμίσεις στις αγορές.
3. Ότι για να ασκηθεί επιτυχώς ρηξικέλευθη πολιτική και να γίνουν τομές που θα αλλάξουν τα κακώς κείμενα της ελληνικής πραγματικότητας χρειάζονται ευρύτερες συναινέσεις και κυρίως ανθρώπινο δυναμικό με γνώση, εμπειρία, όραμα αλλά και ρεαλισμό.
4. Ότι εκείνοι που τους ψήφισαν στις εκλογές του Σεπτεμβρίου αναμένουν από την κυβέρνηση να αλλάξει κάποια πράγματα προς το καλύτερο και όχι απλώς να «διαχειριστεί» και μάλιστα «όπως όπως» τη σκληρή πραγματικότητα. Και το κυριότερο, ότι δεν έχουν μεγάλα αποθέματα υπομονής -άρα ο πολιτικός χρόνος της κυβέρνησης, μέσα και από τον συνεχή ορυμαγδό των εξελίξεων, είναι περιορισμένος.
Έως στιγμής σε πολλούς τομείς φαίνεται να συμβαίνουν τα ακριβώς αντίθετα. Η κυβέρνηση παραμένει αμήχανη απέναντι στον ιδιωτικό τομέα, είτε λόγω της ιδεοληψίας ενός μέρους των στελεχών της, είτε λόγω γνήσιας απειρίας.
Κι έτσι φτάσαμε να αναμένουν όλοι το «αναπτυξιακό σχέδιο» του Μαρτίου (μνημονιακή υποχρέωση), που με βάση τις γνωστές καθυστερήσεις, θα είναι ευτύχημα αν θα υπάρχει πριν το… Πάσχα, καθώς η αγορά δεν έχει ακούσει τίποτε απτό που να δημιουργεί «προσδοκίες» και βελτίωση της ψυχολογίας, πέραν της σημασίας που έχει η ταχεία ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης.
Στο προσεχές μέλλον έχουν μετατεθεί και οι προσδοκίες για την προσέλκυση επενδύσεων, τη βελτίωση της παιδείας και για πολλά άλλα, λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά, με την κοινή γνώμη να σχηματίζει την αίσθηση ότι όχι απλώς δεν υπάρχει σχέδιο, αλλά ότι δεν υπάρχουν εντός της κυβέρνησης και του κόμματος συγκλίνουσες απόψεις για το ποια πρέπει να είναι τέλος πάντως η «στρατηγική» τους.
Εξίσου σημαντικό είναι και το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να κατέκτησε την εξουσία και να τη διατηρεί χωρίς να έχει αποκτήσει το ανθρώπινο δυναμικό για να την ασκήσει αποτελεσματικά, σε αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Είτε λόγω της ταχείας μεγέθυνσής του, είτε λόγω καχυποψίας απέναντι όσων δεν ακολούθησαν αντίστοιχες πολιτικές διαδρομές, σε αυτό τον τομέα το άνοιγμα στην κοινωνία δεν φαίνεται να έχει επιτευχθεί.
Κυρίως δε, φαίνεται να του λείπουν οι έμπειροι τεχνοκράτες που θα πλαισιώσουν τα νεότερης ηλικίας στελέχη που κυκλοφορούν σε κυβερνητικά και κομματικά γραφεία. Φαίνεται, για να το εκφράσουμε κομψά, να λείπει η ικανότητα προσαρμογής των ωραίων «ιδεών», στα δεδομένα της σκληρής πραγματικότητας.
Δικαιολογίες για τα όσα προαναφέρθηκαν μπορεί να υπάρχουν πολλές, αλλά δεν έχουν καμία αξία σε αυτή τη φάση. Μια κυβέρνηση δεν κρίνεται από τις προθέσεις της αλλά από τα επιτεύγματά της.
Και η άμμος στην πολιτική κλεψύδρα ρέει με πρωτόγνωρη ταχύτητα.