Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η φοροδιαφυγή και το δαιδαλώδες φορολογικό πλαίσιο της Ελλάδας που την έχει εκθρέψει επί δεκαετίες είναι ίσως το πλέον θεμελιώδες ζήτημα που καλείται να λύσει η κυβέρνηση.
Διότι είτε μιλάμε για ανάπτυξη, είτε για κοινωνική πολιτική, είτε ακόμη και για το ασφαλιστικό πρόβλημα, η φοροδιαφυγή και το σχεδόν απόλυτα συνδεδεμένο πρόβλημα της εισφοροδιαφυγής αποτελούν ουσιαστική τροχοπέδη.
Σε ό,τι αφορά στην ανάπτυξη, είναι σαφές ότι η φοροδιαφυγή, όπως και η «μαύρη» εργασία, συνιστά νόθευση του ανταγωνισμού, έναντι εταιριών και επαγγελματιών που είτε ακούσια (λόγω μεγάλου μεγέθους και αυστηρότερων μορφών τήρησης βιβλίων), είτε εκούσια, τηρούν τις ανάλογες υποχρεώσεις.
Οι ίδιοι ταυτόχρονα επιβαρύνονται έμμεσα (καθώς το κράτος προσπαθεί να ισοσκελίσει πάση θυσία τα έξοδά του) το αποτέλεσμα της φοροδιαφυγής των άλλων, μέσω της αύξησης των φορολογικών επιβαρύνσεων προς τους «νόμιμους».
Από πλευράς κοινωνικής πολιτικής, δεν υπάρχει μόνον το έμμεσο αποτέλεσμα της φορολογικής επιβάρυνσης με αυξημένους συντελεστές εκείνων που είτε δεν μπορούν είτε δεν θέλουν να φοροδιαφύγουν, με βασικότερο θύμα τους μισθωτούς, είναι και η έλλειψη οιασδήποτε ουσιαστικής βάσης για τη διάκριση μεταξύ εκείνων που πραγματικά συγκαταλέγονται ανάμεσα στους «μη έχοντες» και σε εκείνους που απλώς εμφανίζουν μικρότερα εισοδήματα.
Ακόμη και στην περίπτωση του ασφαλιστικού, αναδύεται το ίδιο πρόβλημα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους αυτοαπασχολούμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες, καθώς η απόπειρα προσδιορισμού των εισφορών με βάση το εισόδημα σκόνταφτε πάντα -και εξακολουθεί να σκοντάφτει- στην ευρύτατη φοροδιαφυγή που καταγράφεται στους συγκεκριμένους κλάδους.
Εν πολλοίς, όλες οι προτεραιότητες που πρέπει να έχει η κυβέρνηση, προκειμένου να σημειωθεί οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη στη χώρα μας, περνούν, θέλοντας και μη, από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και συνδυαστικά τις εισφοροδιαφυγής.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι απορίας άξιο πώς δεν έχουν υλοποιηθεί ακόμη βασικά μέτρα όπως η πλήρης καθιέρωση, σε όλα τα επίπεδα επιχειρηματικότητας, της καταβολής μισθών, εισφορών και λοιπών εξόδων (όπως οι αμοιβές των ελεύθερων επαγγελματιών) μέσω τραπέζης.
Απορίας άξιον, αν δεν λάβει κάποιος υπόψη του ότι ένα μέρος της λεγόμενης μικρής επιχειρηματικότητας στηριζόταν ανέκαθεν, άτυπα, στη φοροδιαφυγή, εις γνώσιν του επίσημου κράτους. Κατά συνέπεια, μια δραστική μεταβολή των όρων λειτουργίας που θα περιόριζε τη φοροδιαφυγή, θα είχε πιθανότατα δυσμενείς βραχυχρόνιες συνέπειες, ιδίως σε ορισμένους, διόλου αμελητέους αριθμητικά, τομείς δραστηριότητας.
Ούτε είναι τυχαίο ότι διάφοροι κατ' επίφαση «φιλελεύθεροι» αρθρογράφοι προσπαθούν το τελευταίο διάστημα να θεμελιώσουν και… θεωρητικά τη φοροδιαφυγή εκ μέρους ορισμένων επαγγελματικών κατηγοριών και μικροεπιχειρηματιών, μέσω της ανάγκης για επιβίωση αλλά και ως μέθοδο… αντίστασης προς τους "κρατιστές".
Η γενικότερη οικονομική κατάσταση, η δυσφορία της κοινωνίας για τους υψηλούς φόρους, αλλά και η ανασταλτική επίδραση που αυτοί έχουν στην ανάπτυξη, δείχνει καθαρά ότι έρχεται η ώρα για σκληρές αποφάσεις.
Η χώρα μας είχε παραδοσιακά και εξακολουθεί να έχει δυσανάλογα μεγάλο αριθμό αυτοαπασχολούμενων και μικροεπιχειρηματιών, σε σχέση με τις λοιπές ανεπτυγμένες χώρες, γεγονός που παίζει σημαντικό ρόλο στο εύρος της φοροδιαφυγής που καταγράφεται στην Ελλάδα.
Η καθιέρωση ουσιαστικών μέτρων για την πάταξη της φοροδιαφυγής θα έχει μεσοχρόνια ευεργετικά αποτελέσματα για την οικονομία αλλά και την κοινωνία. Θα επιφέρει όμως ουσιαστικό πλήγμα στις προαναφερθείσες επαγγελματικές κατηγορίες.
Το μεγάλο ερώτημα λοιπόν είναι αν η κυβέρνηση είναι έτοιμη να κάνει αυτές τις τομές. Στην περίπτωση που δεν είναι, τότε θα πρέπει να γνωρίζει ότι ελάχιστα θα μπορέσει να πετύχει στον ευρύτερο σχεδιασμό της. Διότι οι ονομαστικοί φόροι θα παραμείνουν υψηλοί, η ανάπτυξη θα χωλαίνει και οι προσπάθειές της να καταπολεμήσει τη μαύρη εργασία και να ισορροπήσει το ασφαλιστικό θα αποδειχθούν θνησιγενείς.