Επί δεκαετίες στην Ελλάδα, ένα από τα πιο καυτά θέματα «ιδεολογικής» και πολιτικής σύγκρουσης είναι αυτό των αποκρατικοποιήσεων. Σύγκρουσης με έντονα λαϊκιστικά στοιχεία καθώς τα κόμματα της εκάστοτε αντιπολίτευσης κατηγορούν στερεότυπα την εκάστοτε κυβέρνηση για «ξεπούλημα» της δημόσιας περιουσίας και το μόνο που αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου είναι το… ποιος είναι στον εξουσία.
Πολύ πιο ουσιαστικός -και γόνιμος- είναι ο διάλογος που γίνεται στη δημόσια ζωή χωρών του εξωτερικού, όπου κυριαρχούν συζητήσεις αναφορικά με τους τομείς στους οποίους χρειάζεται, για λόγους δημόσιου συμφέροντος, να έχει το κράτος πρωτεύοντα ρόλο, σε ποιους τομείς μπορεί να αποχωρήσει, αλλά και σε ποιους τομείς μπορεί να έχει μεν την ιδιοκτησία, δεν χρειάζεται όμως να παίζει τον ρόλο του «μάνατζερ».
Στην Ελλάδα, ελάχιστες -σοβαρές- συζητήσεις αυτού του είδους έχουν γίνει. Για παράδειγμα, ουδέποτε συζητήθηκε αν θα πρέπει το κράτος να κρατήσει μεν την ιδιοκτησία ορισμένων «πόρων» ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία της κοινωνίας, αλλά να αναθέσει τη διαχείριση αυτών των πόρων σε ιδιώτες. Όπως επίσης ουδέποτε έχει συζητηθεί σοβαρά ποιο είναι εν τέλει αυτό το ποσοστό που μπορεί να κατοχυρώσει αποτελεσματικά το δημόσιο συμφέρον, αφήνοντας και μεγαλύτερα περιθώρια για έσοδα και ιδιωτικές επενδύσεις, σε συγκεκριμένους χώρους.
Πρέπει να έχει το 51%; Αρκεί το 33%; Μήπως αρκεί σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και χαμηλότερο ποσοστό, φτάνει να υπάρχει δικαίωμα veto σε θέματα ζωτικής κοινωνικής ή εθνικής σημασίας;
Το θέμα έχει έρθει ξανά στο προσκήνιο αυτές τις μέρες, με αφορμή τον ΑΔΜΗΕ, καθώς η κυβέρνηση πέτυχε μια συμφωνία με τους δανειστές που τον κρατά μετοχικά υπό δημόσια μετοχική πλειοψηφία, αποσπώντας τον όμως εντελώς από τη ΔΕΗ, της οποίας είναι σήμερα 100% θυγατρική.
H συμφωνία προβλέπει ότι το κράτος θα διατηρήσει ποσοστό 51%, ενώ όπως ανέφερε το Σάββατο ο αρμόδιος υπουργός Π. Σκουρλέτης, το 20% θα δοθεί σε ευρωπαϊκή εταιρεία με εμπειρία στη διαχείριση αντίστοιχων δικτύων και το 29% θα δοθεί, μέσω χρηματιστηρίου, σε ιδιώτες.
Θολά όμως παραμένουν βασικά σημεία, όπως το πώς θα ασκείται το management (ο υπουργός υποστήριξε ότι την πλειοψηφία στο management θα έχει το Δημόσιο), αλλά και το πώς θα καλυφθεί το συμφέρον της ΔΕΗ (που θα χάσει το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο) και των ιδιωτών μετόχων της που κατέχουν το 49%.
Μέσα στο ασφυκτικό περιβάλλον που δημιουργεί η κρίση (και οι υποχρεώσεις του μνημονίου με τους δανειστές), είναι αναπόδραστο ότι θα σπάσουν «ταμπού» που κράτησαν δεκαετίες και θα αναζητηθούν λύσεις. Ακόμη και από μια κυβέρνηση, όπως αυτή του ΣΥΡΙΖΑ, που τα προηγούμενα χρόνια εμφανιζόταν κάθετα αντίθετη σχεδόν συνολικά στο θέμα των αποκρατικοποιήσεων.
Το αν αυτές οι λύσεις θα είναι οι καλύτερες ή όχι, όμως, δεν θα κριθεί από τις «επικεφαλίδες» αλλά από τον… διάβολο, που ως συνήθως βρίσκεται στις λεπτομέρειες.
Ξέρουμε εδώ και πολλά χρόνια ότι το ελληνικό δημόσιο δεν διεκδικεί δάφνες στις περιπτώσεις που λειτουργεί ως επιχειρηματίας. Το αντίθετο συμβαίνει συνήθως. Ξέρουμε επίσης ότι η ιδιωτικοποίηση στρατηγικών πόρων δεν είναι αφεαυτής πανάκεια, σε όλους τους τομείς, όπως έχει αποδειχθεί από την εμπειρία χωρών που προχώρησαν πολύ πιο γρήγορα από εμάς.
Αυτό που δεν μπορούμε να ξέρουμε (έως ότου αποκρυσταλλωθούν οι λεπτομέρειες) είναι αν οι συμφωνίες που αναπόφευκτα θα γίνουν από δω και μπρος, θα διασφαλίζουν τόσο το δημόσιο συμφέρον, όσο και το ιδιωτικό, με τρόπο αποτελεσματικό. Αν θα καταφέρουν να συνδυάσουν τα δυνατά σημεία των δύο πλευρών.
Κι αυτό δεν εξαρτάται μόνο από τα ποσοστά και από το ποιος θα εμφανίζεται να έχει το management, ούτε απλώς από το αρχικό τίμημα, αλλά από τον τρόπο με τον οποίο θα κατοχυρώνονται -μέσα από ειδικότερες συμφωνίες- τα συμφέροντα των δύο πλευρών, σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσω τέτοιων συμφωνιών, ακόμη και στην περίπτωση που κάποια περιουσιακά στοιχεία παραχωρούνται (ή πωλούνται) σε χαμηλές τιμές, υπάρχουν μέθοδοι (όπως το clawback) για να ανακτήσει σταδιακά αξία το δημόσιο, εφόσον ομαλοποιούνται μελλοντικά οι οικονομικές συνθήκες και αυξάνεται η αποδοτικότητα για τον ιδιώτη.
Σε σχέση με τις διαδικασίες αποκρατικοποίησης, κάποιοι επισημαίνουν ήδη τον κίνδυνο της δημιουργίας «ιδιωτικών μονοπωλίων» στη θέση του δημοσίου. Πράγματι, σε ορισμένες περιπτώσεις ανακύπτουν και τέτοιοι κίνδυνοι, όταν πρόκειται για την πλήρη πώληση ή και την άνευ όρων παραχώρηση/διαχείριση, «μοναδικών» πόρων και υποδομών, μοναδικών υπό την έννοια ότι η ανάπτυξη του ανταγωνισμού είναι είτε εξαιρετικά δαπανηρή, είτε και αδύνατη, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση των υδάτων.
Εξίσου υπαρκτοί όμως είναι και οι κίνδυνοι να καθίσταται αναποτελεσματικό το «management» της εταιρείας, εξαιτίας της παρεμβολής συμφερόντων που εμφανίζονται ως «δημόσια», αλλά στην πραγματικότητα εξυπηρετούν άλλες πολιτικές και κομματικές σκοπιμότητες.
Στο εξωτερικό έχει πλέον διαμορφωθεί πλούσια εμπειρία σε τέτοιου είδους θέματα, μεταξύ διαφόρων χωρών της Ευρώπης.
Το ερώτημα είναι αν το ελληνικό κράτος και η κυβέρνηση θα αντλήσουν «βέλτιστες πρακτικές» από αυτή την εμπειρία, ή αν για μία ακόμη φορά θα επιλέξουν λύσεις… «αλά γκρέκα», οι οποίες εν τέλει διαιωνίζουν την αναποτελεσματικότητα και την κακώς εννοούμενη κρατική παρέμβαση.