Το τελευταίο διάστημα παρακολουθούμε ένα «ρεσιτάλ» παραπληροφόρησης γύρω από το περίφημο περιουσιολόγιο αλλά και την ενίσχυση του «πόθεν έσχες», σε βαθμό που να δημιουργούνται σοβαρά ερωτήματα.
Το πρώτο ερώτημα είναι αν κάποιοι θεωρούν ότι στον βωμό της αντιπαλότητας πρέπει να θυσιάζονται και τα «σωστά» που κάνει μια κυβέρνηση, ενώ το δεύτερο, κι ενδεχομένως το σημαντικότερο, αφορά στο πόσο ισχυρά είναι εν τέλει τα συμφέροντα που ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΝ τον περιορισμό του «μαύρου χρήματος» και της φοροδιαφυγής.
Σε ό,τι αφορά στο «πόθεν έσχες», όλοι γνωρίζουν ότι σε μεγάλο βαθμό έτσι όπως έχει εφαρμοστεί ως σήμερα ο θεσμός είναι μια -συχνά ελλιπής -καταγραφή του «έσχες», όχι όμως και του πόθεν, έστω κι αν κατά καιρούς δημιουργούνται ορισμένα πρόσκαιρα πυροτεχνήματα για τον έναν ή τον άλλον ελεγχόμενο. Κατά συνέπεια, η βελτίωση του σημερινού καθεστώτος είναι αδήριτη ανάγκη.
Είναι δε ανήκουστο να λέμε ότι πρέπει να υπάρχουν δηλώσεις πόθεν έσχες που δεν λαμβάνουν υπόψη τους αντικείμενα όπως οι πολύτιμοι λίθοι, τα ακριβά επώνυμα έργα τέχνης, τα ακριβά κοσμήματα και τα πολύτιμα μέταλλα, διότι πολύ απλά τα ανωτέρω αποτελούν συνήθεις τρόπους για τη διατήρηση της «αξίας» μαύρων εισοδημάτων, ακόμη και στον χώρο του υποκόσμου.
Σε ό,τι αφορά δε στο περιουσιολόγιο γενικότερα, δεδομένης της έκτασης που έχει ακόμη και σήμερα η φοροδιαφυγή, είναι προφανές ότι δεν μπορεί το κράτος να επαφίεται στην ειλικρίνεια δήλωσης εισοδημάτων (καθώς γνωρίζει ότι πολλά από τα πραγματικά εισοδήματα είναι αδήλωτα) και δεν έχει άλλη λύση από το να καταγράφει την «περιουσία» -κινητή και ακίνητη- των φορολογούμενων, είτε προεξοφλώντας την μέσω των «τεκμηρίων», είτε και άμεσα.
Αντίστοιχες πρακτικές έχουν ακολουθηθεί και σε άλλες χώρες, στην Ευρώπη και όχι μόνο, ιδίως δε σε χώρες που είχαν προβλήματα φοροδιαφυγής, με το σκεπτικό ότι αν δεν μπορείς να καταγράψεις το εισόδημα που αποκτά κάποιος, μια λύση είναι να τον εμποδίσεις να το ξοδέψει αγοράζοντας πράγματα αξίας, αλλά και να το «αποθηκεύσει» με ασφάλεια.
Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει κάποιος ότι σε μεγάλη μερίδα των πολιτών, η απόκρυψη εισοδημάτων αποτελεί πάγια πρακτική, που ισχύει εδώ και δεκαετίες, πολύ συχνά με τη θεωρητική θεμελίωση του «γιατί να πληρώσω αφού το κακό κράτος δεν μου δίνει αντίστοιχη ωφέλεια για τα χρήματά μου;».
Η αντίληψη αυτή, που δεν είναι προϊόν της κρίσης -διότι προϋπήρχε-, ακόμη κι αν είναι σωστή ως προς την ποιότητα του ανταλλάγματος (που σε μεγάλο βαθμό ήταν και είναι), είναι με μια φράση κοινωνικά ανάλγητη.
Διότι εμφορείται από την ατομικιστική λογική που λέει ότι «εγώ που μπορώ θα φοροδιαφύγω και τη διαφορά ας την καλύψουν, αναλαμβάνοντας μεγαλύτερο βάρος, τα… κορόιδα. Δηλαδή οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι και όσοι άλλοι δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν.
Ομοίως, στον στίβο των επιχειρήσεων, η πρακτική αυτή δημιουργεί αθέμιτο ανταγωνισμό σε εκείνες τις επιχειρήσεις που είτε γιατί έχουν πιο πολυπρόσωπη διάρθρωση, είτε γιατί κατέκτησαν μεγαλύτερο μέγεθος, δεν έχουν την ίδια δυνατότητα φοροδιαφυγής. Διότι δεν είναι ένα με την… τσέπη του ιδιοκτήτη τους.
Κατά συνέπεια, ουδείς κοινωνικά υπεύθυνος πολίτης μπορεί να ισχυρίζεται ότι έχει οποιοδήποτε «ηθικό» υπόβαθρο η απόφασή του να φοροδιαφύγει, ακριβώς όπως δεν μπορεί να το πράττει και όποιος είναι υπέρ της υγιούς λειτουργίας της αγοράς και του ανταγωνισμού.
Κι όμως, αυτό που συμβαίνει στις μέρες μας είναι το… αντίθετο. Χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα την (υπαρκτή) υπερφορολόγηση των δηλούμενων εισοδημάτων, διάφοροι κονδυλοφόροι πρακτικά δικαιολογούν τη φορο-αποφυγή, αλλά και την έμμεση προστασία των μη δηλούμενων εισοδημάτων, λησμονώντας υποκριτικά ότι αυτός κατ' αρχάς είναι ο βασικός λόγος της υπερφορολόγησης εκείνων που δεν μπορούν να αποκρύψουν εισοδήματα.
Κι ότι η υπερφορολόγηση είναι υπαρκτή μόνο για εκείνους που δηλώνουν όλα τα εισοδήματά τους!
Ο γράφων έχει και παλαιότερα υποστηρίξει ότι σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, με τις πρακτικές που καθιερώθηκαν εδώ και δεκαετίες, θα είναι πολύ πιο χρήσιμο και αποδοτικό να γίνει η μετάβαση σταδιακά και με τρόπους που θα επιτρέψουν στον πολίτη να περάσει στο νέο, πιο οργανωμένο καθεστώς ομαλά. Που θα τον διευκολύνουν να… «αυτοκαταγγελθεί», για να χρησιμοποιήσουμε και την έκφραση της περιόδου.
Δεν πρέπει όμως να υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι πρέπει επιτέλους να τραβηχτεί μια γραμμή και να γίνει οργανωμένη προσπάθεια για την περιστολή της φοροδιαφυγής. Με το πλαστικό χρήμα, με τις ηλεκτρονικές πληρωμές, με το περιουσιολόγιο, ακόμη και με την υιοθέτηση «πόθεν έσχες» στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα.
Διότι «ευνομούμενο κράτος» με εθνικό σπορ τη φοροδιαφυγή δεν μπορεί να υπάρξει.
Τα υπόλοιπα είναι προφάσεις εν αμαρτίαις…