Σε προηγούμενο άρθρο, παραβαίνοντας τον κανόνα των Ελλήνων φιλελευθέρων που θεωρούν τον ιδιωτικό τομέα «ιερή αγελάδα» (ακριβώς όπως οι συνάδελφοί τους πολιτικοί και πολιτικολογούντες, εξ αριστερών, θεωρούν τον κρατικό τομέα «ιερή αγελάδα»), ανέφερα ότι η ανάγκη αναδιάρθρωσης του ιδιωτικού τομέα είναι εξίσου πιεστική με αυτή του δημόσιου τομέα. Αν όχι και περισσότερο, θα προσθέσω σήμερα.
Γιατί περισσότερο; Διότι πράγματι ο ιδιωτικός τομέας -και μόνον αυτός- μπορεί με τις σημερινές συνθήκες να αποτελέσει «ατμομηχανή» της ανάπτυξης. Πώς όμως μπορεί να συμβεί αυτό;
Μόνο μέσα από τον εξορθολογισμό της λειτουργίας σε διάφορους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας και τον αναπροσανατολισμό σε ένα μοντέλο στηριγμένο λιγότερο στην εσωτερική κατανάλωση και περισσότερο στα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας, που είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο μπορούν να ενισχύσουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητά της. Με απλά δηλαδή λόγια, την εισροή «ρευστού» από το εξωτερικό για την πληρωμή προϊόντων, υπηρεσιών και την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων ελληνικής ιδιοκτησίας, όπως τα ακίνητα.
Αυτή την άποψη βεβαίως, με τη μορφή ευχολογίου, την έχουμε ακούσει εδώ και χρόνια. Στην πράξη όμως ο ρυθμός με τον οποίο συμβαίνει αυτή η «αλλαγή» είναι απελπιστικά αργός! Και γι αυτό υπάρχουν, δυστυχώς, πολλοί και σοβαροί λόγοι.
- Δομημένη επάνω στο μοντέλο της σχεδόν διαρκώς αυξανόμενης εσωτερικής κατανάλωσης, επί δεκαετίες, η αγορά μας είναι αγκιστρωμένη σε αυτό το παρελθόν «εμπορικής/καταναλωτικής» δραστηριότητας όχι μόνο οικονομικά αλλά και ψυχολογικά. Αυτό «ξέρει να κάνει».
- Η ελληνική επιχειρηματική αγορά χαρακτηρίζεται από συγκριτικά πολύ μεγάλο αριθμό ατομικών ή μικρών επιχειρήσεων (εξαιρετικά μικρών για τα διεθνή δεδομένα), οι οποίες, αφενός δεν μπορούν να δημιουργήσουν οικονομίες κλίμακας, κι αφετέρου, δεν έχουν την τεχνογνωσία να γίνουν εξωστρεφείς.
- Η μετάβαση από ένα μοντέλο σε άλλο δεν μπορεί να γίνει αναίμακτα, ιδίως σε συνθήκες κρίσης. Αυτό σημαίνει ότι σε μια περίοδο που όλοι προσπαθούν να προστατεύσουν θέσεις εργασίας, μια επιτάχυνση της κατάρρευσης του προηγούμενου μοντέλου (που νομοτελειακά βεβαίως συντελείται, αργά αλλά σταθερά) θα επέφερε μεγάλους κραδασμούς στην οποιαδήποτε κυβέρνηση.
- Η επιμήκυνση της πίστωσης με διάφορους τρόπους (από το μοναδικά ελληνικό φαινόμενο των μεταχρονολογημένων επιταγών, έως τα ανεξόφλητα υπόλοιπα, τη μη πληρωμή ΦΠΑ, φόρων εισφορών, δανείων, ακόμη και των εργαζομένων) διατηρεί τεχνηέντως στη ζωή επιχειρηματικές δραστηριότητες που θα έπρεπε να έχουν κλείσει, νοθεύοντας ταυτόχρονα τον ανταγωνισμό.
- Όπως προκύπτει καταφανώς και από τα παραπάνω, υπάρχουν πολύ μεγάλα συντεχνιακά συμφέροντα, που δημιουργούν αντιστάσεις. Σε μια χώρα που στηρίχθηκε στην έννοια των «μικρομεσαίων», έστω και με εσφαλμένο τρόπο, αλλά και μετά τα έξι χρόνια κρίσης που έχει ήδη οδηγήσει σε πληθώρα λουκέτων, πολλές αλλαγές που θα μπορούσαν να επισπεύσουν την πιο ορθολογική λειτουργία κλάδων της οικονομίας αντιμετωπίζεται με έντονες αντιδράσεις.
Παρ' όλα αυτά, το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο. Οι συνθήκες που έζησε η Ελλάδα τις δύο προηγούμενες δεκαετίες είναι βέβαιο ότι δεν θα επανεμφανιστούν, τουλάχιστον στο ορατό μέλλον. Συνεπώς ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας πρέπει να αναπροσαρμοστεί. Όπως είναι βέβαιο ότι η φοροδιαφυγή, η εισφοροδιαφυγή και η διαιώνιση των πιστώσεων, στην πράξη, απλά επιμηκύνει μια αρρωστημένη κατάσταση και επιδεινώνει τα προβλήματα.
Όπως χαρακτηριστικά μου έγραψε φίλος της στήλης, με μεγάλη εμπειρία στην αγορά λιανικής: «Ο όγκος των αγορών έχει πτωτική τάση και με τις διαφαινόμενες φορολογικές επιδρομές θα συρρικνωθεί ακόμα περισσότερο. Όσοι δεν έχουν την ικανότητα (ή το κουράγιο) να συμπτύξουν (ή και να κλείσουν) μια επιχείρηση, θα συνεχίσουν να καλύπτουν τις ανάγκες τους με όποιο τρόπο μπορεί ο καθένας (ρευστοποιήσεις περιουσιών, επιταγές, τοκογλυφικά δάνεια, καθυστέρηση ή και στάση πληρωμών, ρυθμίσεις κ.λπ.).
Με άλλα λόγια, η αγορά κινείται στον ρυθμό μιας συνεχώς διογκούμενης πίστωσης, η οποία μάλιστα γενικεύεται. Πιστώνουν οι ιδιοκτήτες τους ενοικιαστές (γιατί η δικαστική διεκδίκηση δεν έχει προοπτική και δεν υπάρχουν ενδιαφερόμενοι για ενοικίαση), πιστώνουν οι επιχειρήσεις τους υπαλλήλους τους (γιατί το ρευστό μειώνεται και οι υποχρεώσεις αυξάνουν), πιστώνουν οι εταιρείες η μία την άλλη (και οι επιταγές συνεχίζουν να γυρνάνε δεξιά κι αριστερά). Μέχρι και το δημόσιο μπήκε στον χορό της πίστωσης, αφού η περιβόητη ρύθμιση των 100 δόσεων δεν είναι παρά μια μορφή πίστωσης προς τον οφειλέτη. Μία χώρα στην παραζάλη των πιστώσεων!».
Μπορεί αυτό το καθεστώς να αλλάξει με τα δεδομένα της σημερινής πραγματικότητας; Ίσως, αλλά σίγουρα όχι χωρίς μεγάλες αντιδράσεις. Κι αυτό είναι το οξύμωρο. Οι προσαρμογές που πρέπει να γίνουν για να προχωρήσει η «εξυγίανση» της ελληνικής οικονομίας δεν γίνονται ακριβώς λόγω των βραχυπρόθεσμων μεν αλλά βαριών συνεπειών τους, παρατείνοντας έτσι τη διάρκεια της κρίσης και υποθηκεύοντας το μέλλον.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα!