Το υπ' αριθμόν 1 πολιτικό πρόβλημα της Ευρώπης σήμερα δεν αφορά στην κρίση χρέους ή στη λιτότητα αυτή καθεαυτή, όπως συνέβαινε έως πρότινος, αλλά στη μαζική εισροή προσφύγων, οι περισσότεροι εκ των οποίων βλέπουν ως Γη της Επαγγελίας, το έδαφος των πλουσιότερων κρατών της Ευρωζώνης.
Το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι σήμερα η βασικότερη χώρα «υποδοχής» των προσφύγων συνιστά όχι μόνον πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό ζήτημα για την ίδια τη χώρα, εγκυμονώντας πολυάριθμους κινδύνους, αλλά και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία αξιοποίησης αυτού του γεγονότος, στο πλαίσιο της ευρύτερης σχέσης με την Ευρώπη γενικώς και με τους εταίρους (και δανειστές) μας στην ευρωζώνη ειδικότερα.
Οι κίνδυνοι της υπόθεσης έχουν περιγραφεί επαρκώς, είτε αυτό αφορά στην πίεση που δημιουργείται στην ελληνική οικονομία και κοινωνία από το κύμα προσφύγων, είτε και στη σχέση με τη γειτονική Τουρκία, η οποία εκμεταλλευόμενη την κεντρική της θέση στην «Οδύσσεια» των προσφύγων, που ξεκινούν από τη ΝΑ Ασία και τη Μέση Ανατολή με προορισμό την Ευρώπη, προσπαθεί να προωθήσει τις πάγιες βλέψεις της για συνδιαχείριση στο Αιγαίο.
Πολύ λιγότερο έχουν καταγραφεί οι ευκαιρίες που δημιουργούνται. Η αντιμετώπιση του προσφυγικού κύματος αποδεικνύει στην πράξη τη μέγιστη γεωπολιτική σημασία που έχει η θέση της χώρας μας ως «σύνορο» της Ευρώπης με την Ανατολή.
Ταυτόχρονα υπογραμμίζει τη σημασία που έχει να ορθοποδήσει οικονομικά η Ελλάδα όσο το δυνατόν συντομότερα, αλλά και τη σημασία που έχει η διατήρηση της πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας, σε μια περίοδο κατά την οποία η χώρα μας καλείται εκ των πραγμάτων να παίξει όχι απλά ρόλο, αλλά πρωταγωνιστικό ρόλο στην «υποδοχή» των προσφύγων.
Όπως ήδη κατέγραψε το Euro2day.gr, οι υψηλού επιπέδου επισκέψεις και επαφές που θα έχει προσεχώς η χώρα μας δεν συνδέονται πλέον μόνο με το μνημόνιο.
Η «ατζέντα» έχει γίνει διπλή. Αφορά το μνημόνιο, αφορά όμως -ίσως και με πολύ πιο επιτακτικό τρόπο- και το προσφυγικό. Διότι, παρά τη δημοσιότητα που απέκτησε τα τελευταία χρόνια το «ελληνικό ζήτημα», το προσφυγικό είναι θέμα που αγγίζει με πολύ πιο άμεσο τρόπο την κοινή γνώμη των μεγάλων οικονομιών της Ευρώπης, προκαλώντας σοβαρό πολιτικό ζήτημα στις κυβερνήσεις τους, ενώ ταυτόχρονα εξάπτει τα ξενοφοβικά αισθήματα ενισχύοντας την επιρροή ακραίων πολιτικών σχηματισμών που ουσιαστικά αποτελούν και εθνικιστικούς-αντιευρωπαϊκούς πόλους.
Δεν είναι τυχαίες οι δηλώσεις κορυφαίων πολιτικών στελεχών, από διάφορες χώρες, που αναδεικνύουν το προσφυγικό ως κύριο ζήτημα που θα δοκιμάσει ενδεχομένως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την αλληλεγγύη και τη συνοχή, άρα και την ικανότητα επιβίωσης της «ενωμένης Ευρώπης».
Ευκαιρίες επίσης δημιουργεί και η ουσιαστικά αδύναμη θέση της Τουρκίας. Ο Ερντογάν, έχοντας ακολουθήσει επί μακρόν επαμφοτερίζουσα θέση στα όσα συμβαίνουν τόσο στη Συρία όσο και στο Ιράκ, προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία του προσφυγικού για να επιβάλει ορισμένες θέσεις.
Πλην όμως, ξεκινά από μειονεκτική θέση (με βάση τον ρόλο που έχει παίξει στις συρράξεις στη Συρία και στο Ιράκ), η οποία επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο όχι μόνον από τις εσωτερικές στην Τουρκία εξελίξεις, αλλά και από το γεγονός ότι ενδέχεται να συρθεί βαθύτερα στον «βάλτο» των ενδομουσουλμανικών συγκρούσεων, τις οποίες ουσιαστικά αντικατοπτρίζουν οι εχθροπραξίες τόσο στη Συρία, όσο και στο Ιράκ.
Εν ολίγοις, ακριβώς όπως οι δανειστές αρχίζουν και βλέπουν την υπόθεση Ελλάδα μέσα από δύο πρίσματα, το ίδιο οφείλει να πράξει και η ελληνική πολιτική. Να συνδυάσει τα δύο θέματα, προτάσσοντας την κομβική θέση της χώρας μας, προκειμένου να προωθήσει τα συμφέροντα της, διασφαλίζοντας ουσιώδη ανταλλάγματα.
Πρόκειται για μια «μάχη» που μόλις τώρα ξεκινά, κι ενδέχεται να κρίνει τελικά το πόσο αργά ή πόσο γρήγορα θα καταφέρει να ξαναγίνει η χώρα μας πραγματικά ισότιμο μέλος της Ευρώπης.