Δύο επιχειρηματικές «κινήσεις» συγκλόνισαν την περασμένη εβδομάδα τη διεθνή κοινή γνώμη, προξενώντας τεράστια ζημία στην ιδέα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Tο χειρότερο δε ίσως είναι ότι συνέβησαν σε μια περίοδο κατά την οποία μεγάλο μέρος όχι μόνον των ασθενέστερων αλλά και της μεσαίας τάξης, στη Δύση, αρχίζει να πιστεύει ότι οι οικονομίες κινούνται πλέον με τρόπο που ευνοεί κυρίως τους πολύ πλούσιους.
Η μία περίπτωση αφορά βεβαίως στο πολύκροτο σκάνδαλο «Volkswagen», ήτοι, στην ουσία, τον ισχυρότερο όμιλο κατασκευής αυτοκινήτων στον κόσμο. Πρόκειται για πρωτοφανή περίπτωση εμπορικής απάτης, που όμοιά της δεν έχει αποκαλυφθεί εδώ και δεκαετίες. Και τούτο διότι προφανώς η εγκατάσταση software που «έκλεβε» τις εκπομπές ρύπων, κατά τη διάρκεια των σχετικών δοκιμών, δεν μπορεί να έγινε από έναν άνθρωπο ή μία ομάδα ανθρώπων, χωρίς να έχουν γνώση τα υψηλότατα κλιμάκια της εταιρίας.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι αποκαλύφθηκε πως μέσα στους κόλπους ενός τόσο μεγάλου βιομηχανικού συγκροτήματος, με έδρα την τόσο τυπική (τουλάχιστον στα χαρτιά) Γερμανία, μπορούσε να εκτυλιχθεί μια τόσο οργανωμένη και συνειδητή κομπίνα για την εξαπάτηση των αρχών και του κοινού. Κι αυτό έχει ολέθριες συνέπειες για την εμπιστοσύνη του ευρύτερου κοινού απέναντι στις μεγάλες εταιρίες, τους «κολοσσούς» στους οποίους παλαιότερα το κοινό είχε έως και τυφλή εμπιστοσύνη σε θέματα αξιοπιστίας εν γένει.
Το δεύτερο συμβάν αφορά στην εκπληκτική κίνηση της εταιρίας ενός επενδυτή/επιχειρηματία ονόματι Martin Shkreli, ηλικίας 32 μόλις ετών, να αυξήσει την τιμή ενός φαρμάκου κατά της τοξοπλάσμωσης και του AIDS κατά 4000% (κατ' άλλους η αύξηση ήταν ακόμη μεγαλύτερη), από τα 18,5 δολάρια στα… 750 δολάρια, όταν το κόστος κατασκευής του είναι μόλις… 1 δολάριο!!!
Ο σάλος που ξέσπασε οδήγησε και σε παρέμβαση της Χίλαρι Κλίντον, η οποία, καθώς ετοιμάζεται να διεκδικήσει το χρίσμα των Δημοκρατικών, ανέφερε ότι «είναι απαράδεκτο να χτίζει κάποιος τον περιουσία του στη δυστυχία των άλλων», ενώ ακόμη και ο «πολύς» Ντόναλντ Τραμπ τον χαρακτήρισε «κακομαθημένο κωλόπαιδο».
Ο κ. Shkreli, που ξεκίνησε ως «παιδί-θαύμα» μεταναστών από την Αλβανία και την Κροατία και μεγάλωσε στο Μπρούκλιν, αύξησε την τιμή του φαρμάκου γιατί… μπορούσε. Η εταιρία του αγόρασε τη συγκεκριμένη πατέντα (σ.σ. το φάρμακο αυτό υπάρχει εδώ και… 60 χρόνια) έναντι 55 εκατ. δολαρίων και είναι ο μοναδικός παραγωγός στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Μετά τον σάλο που ξέσπασε, ανέφερε ότι θα περιοριστεί σε… μικρότερη αύξηση (χωρίς να την προσδιορίσει), τονίζοντας δε ότι εν μέρει η υψηλότερη τιμή έγινε για λόγους… αλτρουισμού, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η έρευνα σε νέες, βελτιωμένες εκδοχές του ίδιου αλλά και άλλων φαρμάκων που θα αναπτύξει η εταιρία του.
Παρ' όλα αυτά οι μεγάλες ενώσεις φαρμακευτικών εταιρειών στις ΗΠΑ έσπευσαν μετά το σκάνδαλο που προκάλεσε να τον εξοστρακίσουν, καθώς με τη στάση του έβλαπτε ανεπανόρθωτα το ούτως ή άλλως βαλλόμενο κύρος των φαρμακοβιομηχανιών.
Γενικότερα, είναι κοινό μυστικό ότι οι περιπτώσεις «υψηλού προφίλ» όπως αυτές της Volkswagen και του κ. Shkreli είναι η κορφή του παγόβουνου, κι ότι υπάρχουν πολλές άλλες, είτε στους κλάδους τους, είτε και ευρύτερα στον κόσμο της αγοράς. Τα λεγόμενα business ethics, καμάρι κάποτε του αγγλοσαξονικού επιχειρηματικού κατεστημένου αλλά και της σύγχρονης Ευρώπης, που είχαν ως έμβλημα την αξιοπιστία, τις «βέλτιστες πρακτικές» και την ποιότητα, φαίνεται να οδεύουν σε έναν όχι και τόσο αργό θάνατο.
Αρκεί μόνο να θυμηθούμε τα απανωτά σκάνδαλα που έχουν συγκλονίσει τον χρηματοοικονομικό χώρο στο εξωτερικό, από τις περιπτώσεις trading που γονάτισαν τραπεζικά ιδρύματα μέχρι τη χειραγώγηση του Libor και βεβαίως την τεράστια κρίση (γενεσιουργό αιτία των προβλημάτων που εξακολουθούν να βαρύνουν τη διεθνή οικονομία) των subprime.
Οι παράγοντες που οδηγούν σε τέτοιου είδους φαινόμενα είναι τέσσερις και είναι αλληλένδετοι. Η απληστία, η «χρηματιστηριοποίηση» της οικονομίας, ο άκρατος ανταγωνισμός σε διεθνές επίπεδο και η έλλειψη, σε πολλές περιπτώσεις, κρατικού ελέγχου και εποπτείας.
Η απληστία είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης προσωπικότητας και δεν έκανε βεβαίως την εμφάνισή της σήμερα. Ωστόσο, μέσα στα φιλοσοφικά πλαίσια του νεοφιλελευθερισμού, επιχειρήθηκε τα τελευταία χρόνια ο εξαγνισμός της, ενώ τα ίδια τα πρότυπα ζωής που λανσάρονται αφειδώς μεγιστοποιούν τη σαγήνη της.
Η χρηματιστηριοποίηση της οικονομίας οδήγησε τις εταιρίες και τα στελέχη/μετόχους τους σε μια πολύ πιο βραχυπρόθεσμη αντίληψη της οικονομικής πορείας, με άξονα τη διαρκή (και συνήθως ελλειπτική) αξιολόγησή τους από τους διάφορους επενδυτικούς οίκους. Η τιμή της μετοχής έγινε το βασικότερο ίσως κριτήριο «επιτυχίας», ενώ τα πλουσιοπάροχα μπόνους και stock options (που συνήθως έχουν επίσης βραχυχρόνιο ορίζοντα) οδηγούν συχνότατα σε νόθευση των «στοιχείων», αλλά και σε αποφάσεις που θα λάμψουν βραχυχρόνια αλλά θα... βλάψουν μακροχρόνια την ίδια την εταιρία.
Ομοίως, η επικράτηση στελεχών και επιχειρηματιών που δεν έχουν ουσιαστική σύνδεση με το αντικείμενό τους, αλλά το αντιμετωπίζουν καθαρά από τη χρηματική του διάσταση (σήμερα αυτό, αύριο το άλλο), μείωσε την αίσθηση της «υπερηφάνειας» για τη δημιουργία και τη διατήρηση μιας υψηλού επιπέδου δραστηριότητας και αύξησε τα κρούσματα αναζήτησης ευκαιριακού υπερκέρδους, με απόλυτα ψυχρά κριτήρια, ενίοτε και χωρίς ηθική.
Σημαντικό ρόλο, μέσα σε αυτό το κλίμα διαρκούς συγκριτικής αξιολόγησης, εξάρτησης από το χρηματιστηριακό κεφάλαιο και τις δυνατότητες που αυτό δίνει, αλλά και κάτω από τη συνεχή πίεση για μείωση του κόστους και αύξηση της «αποτελεσματικότητας», παίζει και ο αδυσώπητος διεθνής ανταγωνισμός των μεγαλύτερων εταιριών, οι όροι του οποίου αλλάζουν πλέον με πολύ μεγαλύτερη συχνότητα και συχνά με αθέμιτους όρους.
Βοηθούσης και της τεχνολογίας, οι αλλαγές στο ανταγωνιστικό περιβάλλον είναι πλέον ταχύτατες, οδηγώντας ακόμη και τις πιο μεγάλες εταιρίες σε ανασφάλεια για το μέλλον τους, γεγονός που μοιραία επιτείνει τη νοοτροπία του «γρήγορου» πάση θυσία κέρδους.
Κεντρικό ρόλο σε όλα αυτά έχει βεβαίως και το κράτος. Με εξαίρεση τις ελάχιστες χώρες που έχουν παραμείνει στη λατρεία του κεντρικού σχεδιασμού και της ιδιοκτησίας, ή έστω του έμμεσου ελέγχου των μέσων παραγωγής, ο υπόλοιπος κόσμος εξακολουθεί να «ψάχνεται» για το ποια πρέπει να είναι τα όρια ανάμεσα στον ιδιωτικό και τον κρατικό τομέα.
Κι όλα δείχνουν πως η βέλτιστη λύση δεν πρόκειται να βρεθεί σύντομα. Ούτε βεβαίως η λύση βρίσκεται σε έναν κρατικό παρεμβατισμό που θα καταλήξει να απονευρώσει την ιδιωτική πρωτοβουλία, ή θα νοθεύσει με άλλο τρόπο τη λειτουργία των αγορών.
Γι' αυτό και σε μεγάλο βαθμό η καταπολέμηση της επιχειρηματικής «ανηθικότητας», που δείχνει να βρίσκεται σε έξαρση, μπορεί να προέλθει μόνο μέσα από τη συνεργασία των δύο πλευρών -ακόμη και με υπερεθνική διάσταση- αλλά και μέσα από τη συνειδητοποίηση εκ μέρους του ίδιου του επιχειρηματικού κόσμου ότι στη σύγχρονη εποχή, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ιδιωτική οικονομία προέρχεται από την άποψη που σχηματίζει γι' αυτήν η κοινωνία, άποψη που αποκτά τελικά βαρύνοντα πολιτικό αντίκτυπο. Και κάνει το εκκρεμές της κρατικής παρέμβασης να κινείται άλλοτε προς τη μία κι άλλοτε προς την άλλη κατεύθυνση.
Σημαντικό τμήμα της κοινής γνώμης θα περιμένει για παράδειγμα να δει την εξέλιξη στο σκάνδαλο Volkswagen, για να διαπιστώσει αν θα υπάρξει παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων και της εταιρίας, για τα όσα συνέβησαν, όχι μόνο από τις αρχές αλλά και από την ίδια την «αγορά».
Κι ανάλογα θα βγάλει τα συμπεράσματά της…