Σε τούτες τις εκλογές, παρατηρείται ένα μεγάλο παράδοξο. Σχεδόν όλα τα κόμματα που συμφωνούν ότι η Ελλάδα πρέπει να μείνει στο ευρώ μιλούν, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, για τη «συναίνεση» που θα απαιτηθεί μετεκλογικά.
Εν τούτοις, κανένας δεν μιλά για τα μείζονα έστω θέματα στα οποία βλέπει να γίνονται οι συγκλίσεις, ενώ με εξαίρεση τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΟΤΑΜΙ, ουδείς άλλος έχει κάνει έως τώρα έστω και περιγραφική παρουσίαση ενός προγράμματος που να υπερβαίνει τα όρια του μνημονίου (ο κ. Μεϊμαράκης πρόκειται να το παρουσιάσει στη Θεσ/νίκη).
Το γεγονός αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η περίφημη «συναίνεση» προς το παρόν αφορά, στην καλύτερη περίπτωση, όσα περιλαμβάνονται στο τρίτο μνημόνιο που όλα τα παραπάνω κόμματα ψήφισαν τον περασμένο Ιούλιο και Αύγουστο.
Κι ότι τα περί εθνικού σχεδίου και εθνικής ομάδας διαπραγμάτευσης (θέματα που πρέπει να πούμε ότι έχει αναδείξει εδώ και χρόνια ο Βαγγέλης Βενιζέλος, χωρίς όμως να υπάρξει ουσιαστικό αποτέλεσμα) παραμένουν ευχολόγια.
Προφανώς, οι πολιτικές ηγεσίες δεν ασχολούνται με τις προγραμματικές συγκλίσεις (που απαιτούνται για να υπάρξει πραγματική συναίνεση), διότι έως ότου ανοίξει η κάλπη, είναι πολύ απασχολημένες με την ανάδειξη όσο το δυνατόν μεγαλύτερης εκλογικής ισχύος. Οπότε αποφεύγουν να αναφέρονται στα σημεία που συγκλίνουν, προσπαθώντας να τονίσουν τη διαφορετικότητά τους.
Εύλογο ίσως από τη σκοπιά τους, εντελώς παράλογο όμως από την πλευρά του πολίτη. Ιδίως όταν τα ίδια κόμματα παραδέχονται ότι ένα μέρος του μνημονίου θα αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης άμεσα αλλά και στην πορεία (όπως άλλωστε και το θέμα του χρέους), αλλά και ότι το μνημόνιο από μόνο του δεν μπορεί να αποτελέσει «συνταγή εξόδου» από την πολυεπίπεδη ελληνική κρίση.
Οι περισσότεροι Έλληνες γνωρίζουν πλέον ότι για να βγει η χώρα από το τέλμα απαιτούνται πολύ μεγάλες αλλαγές, σε θεσμούς, δομές και πρακτικές, που υπερβαίνουν κατά πολύ τα «στενά όρια» ενός μνημονίου που κατά κύριο λόγο -ας μην το ξεχνάμε- αφορά στη διασφάλιση των πιστωτών μας, όχι στη χάραξη του καλύτερου μέλλοντος για τη χώρα μας.
Θα πρέπει λοιπόν, έστω στο πλαίσιο της μεταξύ τους τηλεοπτικής αναμέτρησης, ο κ. Τσίπρας και ο κ. Μεϊμαράκης να μας δώσουν περισσότερα στοιχεία για το ποιες είναι οι βασικές τους θέσεις, πέρα από τις προβλέψεις του μνημονίου, γι' αυτό το «εθνικό σχέδιο» που η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να εφαρμόσει, αν βεβαίως δεν θέλουμε να επιστρέψουμε στα ημίμετρα της συγκυβέρνησης Σαμαρά.
Όπως θα πρέπει και οι λοιποί ηγέτες να ερωτηθούν ξεκάθαρα αν έχουν κάποιες κόκκινες γραμμές, ή κάποιους συγκεκριμένους όρους που προτίθενται να θέσουν μετεκλογικά, στην περίπτωση που κληθούν να συγκυβερνήσουν.
Ειδάλλως, μιλάμε για συναίνεση «αλά καρτ», που είναι σχεδόν βέβαιο ότι τελικά θα εξαντληθεί στους θεμελιώδεις όρους του μνημονίου που όλοι έχουν αποδεχτεί και τίποτε περισσότερο.
Ετσι όμως, χωρίς σχέδιο, χωρίς όραμα, είναι βέβαιο ότι η Ελλάδα δεν θα εξέλθει από την κρίση.