Αυτές τις μέρες η κυβέρνηση τρέχει κυριολεκτικά να προλάβει. Να κλείσει το θέμα των πλειστηριασμών, να κλείσει το θέμα του ΦΠΑ στην παιδεία, να κλείσει η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και μια σειρά από άλλα ανοικτά θέματα.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα χρονοδιαγράμματα είναι ασφυκτικά κι ότι πρέπει να ληφθούν πολύ σοβαρές αποφάσεις μέσα σε ελάχιστο διάστημα από την ορκωμοσία της κυβέρνησης, που έγινε μόλις πριν 40 κάτι μέρες.
Προφανώς, τα στελέχη της επιδιώκουν να κερδίσουν έστω κάποιους «πόντους» μέσα σε αυτή την ξέπνοη διαδικασία, να βρουν κάποια ισοδύναμα, να λειάνουν τις αιχμηρές γωνίες των απαιτήσεων που έχουν οι δανειστές, προσπαθώντας -κυρίως- να κάνουν τον Σολομώντα στην κατανομή του βάρους από το τρίτο μνημόνιο.
Δεν θα πρέπει να λησμονούν ωστόσο, ότι «ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις». Κι ότι κάθε πράξη ή παράλειψη έχει παρενέργειες, άλλοτε προβλέψιμες κι άλλοτε απρόβλεπτες.
Ηδη για παράδειγμα, η έλλειψη συμφωνίας με την τρόικα επηρεάζει δυσμενώς τη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Επηρεάζει όχι μόνο την εκδήλωση ενδιαφέροντος αλλά και την «τιμολόγηση» αυτού του ενδιαφέροντος, γεγονός που ενδέχεται να επιφέρει σημαντική «διάλυση» του ποσοστού που θα έχει το ΤΧΣ την επόμενη μέρα στις ελληνικές τράπεζες και την «αξία» της επένδυσης του.
Ομοίως, η όλη υπόθεση με τον προσδιορισμό των τελών κυκλοφορίας μπορεί να ξεκίνησε με τη διάθεση μιας πιο δίκαιης κατανομής των βαρών, πλην όμως εξακολουθεί να είναι ανοικτή σήμερα, μέσα Νοεμβρίου, επηρεάζοντας τις πωλήσεις αυτοκινήτων σε μια ήδη καταβαραθρωμένη αγορά.
Στην πρώτη της ενσάρκωση η κυβέρνηση Τσίπρα προέταξε ως μέγιστο στόχο την εφ' όλης της ύλης διαπραγμάτευση, γνωρίζοντας ότι θα προκληθεί ζημία στην οικονομία, αν και αμφιβάλλω αν είχαν προβλεφθεί οι ζημίες που θα προξενούσε στην πορεία η εξέλιξη της όλης υπόθεσης.
Η διαπραγμάτευση όμως έγινε κι απέφερε ό,τι απέφερε. Τώρα είναι η ώρα της έγκαιρης υλοποίησης, με τρόπο που να υποβοηθά την οικονομία και τη λειτουργία της αγοράς. Όχι με «θεωρίες» που απέχουν πολύ από το να είναι άμεσα εφαρμόσιμες και αποτελεσματικές, αλλά με πράξεις, με λύσεις που θα πρέπει να δίνονται ταχύτατα. Κι αυτό, φοβάμαι, πως ακόμη και μετά τη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ προς τον ρεαλισμό, πολλά στελέχη του δεν το έχουν ακόμη αντιληφθεί.
Ίσως από έλλειψη εμπειρίας και «τριβής», ίσως και από «άποψη» ιδεολογική, δείχνουν να παραγνωρίζουν τη σημασία της «ψυχολογίας» στην αγορά, αλλά και το πιο σημαντικό γεγονός:
Ο μόνος τρόπος να ανακάμψει η οικονομία, να ανακουφιστούν οι πιέσεις, να δημιουργηθούν πλεονάσματα, να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, είναι να ξαναπάρει μπροστά η μηχανή του ιδιωτικού τομέα, να γίνουν εγχώριες επενδύσεις και να προσελκυστούν κεφάλαια από το εξωτερικό. Το κράτος ούτε έχει, ούτε προβλέπεται να έχει διαθέσιμα για να παίξει τέτοιο ρόλο στο προσεχές μέλλον.
Ο κ. Τσακαλώτος είπε πολύ πρόσφατα -και πολύ ορθά κατά την άποψή μου- ότι αν δεν μειωθεί η ανεργία, η κυβέρνηση θα πέσει. Μένει τώρα να δούμε αν η πραγματική βαρύτητα αυτής της δήλωσης είναι πλήρως αντιληπτή, τόσο από τον ίδιο όσο και από τα λοιπά αρμόδια μέλη της κυβέρνησης.
ΥΓ: Ο ίδιος είπε επίσης ότι τον Μάρτιο η κυβέρνηση θα παρουσιάσει ένα πλήρες αναπτυξιακό σχέδιο για την οικονομία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έως τον Μάρτιο υπάρχει… νεκρός χρόνος για την οικονομία. Το αντίθετο, κάθε μέρα που περνάει και χάνεται, συνιστά απώλεια.