Η έλλειψη ενός εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου είναι πλέον πανθομολογούμενη, κι όχι μόνον ανάμεσα στους ανθρώπους της αγοράς. Είναι δε αυτή η έλλειψη, ένας από τους βασικούς παράγοντες που η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση άγεται και φέρεται από τις επιταγές των μνημονίων, χωρίς τη δυνατότητα να παρουσιάσει «πειστικές» εναλλακτικές.
Διότι χωρίς ένα γενικότερο πλάνο, που να οδηγεί στοχευμένα στην ανάπτυξη, μέσω τομέων στους οποίους η χώρα παρουσιάζει συγκεκριμένα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, η διαπραγμάτευση μοιραία καταλήγει στη μακροχρόνια αδιέξοδη διαδικασία της ολοένα και πιο οδυνηρής «αφαίμαξης» του συρρικνούμενου ΑΕΠ, ώστε να καλυφθούν οι δημοσιονομικές ανάγκες. Και το μόνο που απομένει σε αυτές τις συνθήκες είναι η επιλογή εκείνης της κοινωνικής ομάδας ή εκείνης της δραστηριότητας, που θα πληρώσει τον εκάστοτε... μουντζούρη. Η ανακύκλωση δηλαδή της μιζέριας!
Η άλλη όψη του ιδίου νομίσματος αφορά το έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο της χώρας, το έτερο από τα δίδυμα ελλείμματα που την οδήγησαν στην κρίση. Το ισοζύγιο αυτό έχει βελτιωθεί αισθητά σε σχέση με το παρελθόν, η βελτίωση όμως αυτή αφορά στο μεγαλύτερο μέρος της τη μείωση των εισαγωγών και όχι την αύξηση των εξαγωγών.
Το σημαντικότερο δε όλων είναι ότι αυτή η μείωση των εισαγωγών δεν προήλθε μέσω μιας διαδικασίας υποκατάστασης εισαγόμενων προϊόντων από ελληνικά, αλλά κυρίως λόγω της μείωσης στην εγχώρια κατανάλωση.
Που σημαίνει ότι ακόμη κι αν με κάποιο μαγικό τρόπο καταφέρναμε να αυξήσουμε το βιοτικό επίπεδο και τις δαπάνες του μέσου Έλληνα, χωρίς ανάπτυξη και διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα, γρήγορα θα αποκτούσαμε εκ νέου σοβαρή ανισορροπία στο εξωτερικό ισοζύγιο.
Τι προκύπτει από τα ανωτέρω; Ότι με εξαίρεση τη «βιομηχανία» του τουρισμού, που ήδη αναπτύσσεται με ισχυρούς ρυθμούς, η οικονομική ανάκαμψη της χώρας περνά κυρίως μέσα από την ενίσχυση της μεταποιητικής δραστηριότητας, της κλασικής δηλαδή «βιομηχανίας», είτε πρόκειται για βαριά, είτε για ελαφρά βιομηχανία, είτε για μεγάλες, είτε για μικρομεσαίες μονάδες.
Μονάδες που θα επιτύχουν μερική υποκατάσταση των εισαγωγών, αυξάνοντας την κατανάλωση εγχώριων προϊόντων, αλλά και θα επιτύχουν την περίφημη πλέον «διεθνή ανταγωνιστικότητα», ενισχύοντας τις εξαγωγικές επιδόσεις της χώρας.
Αυτό είναι το πιο βασικό «κλειδί» για την έξοδο από την κρίση.
Αρκετοί ειδήμονες εκτιμούν ότι οι βασικές συνθήκες για την «επαναβιομηχάνιση» της χώρας, σε αρκετούς τομείς, υπάρχουν ήδη, με πρώτη και ίσως κυριότερη την ύπαρξη εγχώριου ανθρώπινου δυναμικού υψηλής ποιότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μοναδικός δείκτης ανταγωνιστικότητας στον οποίο η χώρα μας καταγράφει σχετικά υψηλές επιδόσεις είναι οι πτυχιούχοι ανωτάτων σχολών και ειδικότερα εκείνοι των λεγόμενων «θετικών επιστημών».
Ούτε είναι βέβαια τυχαίο ότι ένα μέρος αυτού του δυναμικού διαρρέει τα τελευταία χρόνια στο εξωτερικό, μην έχοντας βιώσιμη εναλλακτική στην πατρίδα του, καθώς η ανεργία έχει χτυπήσει κόκκινο.
Πέραν αυτού, μέσα από τα μεγάλα έργα που έγιναν τις δύο τελευταίες δεκαετίες, αλλά και εκείνα που προωθούνται (με μεγάλες καθυστερήσεις) ακόμη και σήμερα, υπάρχουν οι υποδομές που απαιτούνται, ενώ το σχέδιο για μετατροπή της χώρας σε «διαμετακομιστικό κόμβο» διευκολύνει και την ενίσχυση της εγχώριας μεταποιητικής παραγωγής με εξαγωγικό προσανατολισμό.
Οι βασικότερες λοιπόν προϋποθέσεις υπάρχουν και τα κεφάλαια εύκολα μπορούν να βρεθούν, είτε από εγχώριους, είτε από ξένους επενδυτές, αρκεί να δημιουργηθεί το κατάλληλο σταθερό πλαίσιο, ένα πλαίσιο που θα αναγνωρίζει τη σημασία της «εγχώριας προστιθέμενης αξίας», της εγχώριας παραγωγικής διαδικασίας.
Πόσο δύσκολο είναι να αρθούν τα εμπόδια (όπως το υψηλό ενεργειακό κόστος, το υψηλό μη-μισθολογικό κόστος και τα πάσης φύσεως γραφειοκρατικά «αγκάθια»), αλλά και να υιοθετηθούν συγκεκριμένα κίνητρα για την αναβίωση της ελληνικής παραγωγής, σε στοχευμένους τομείς;
Αν κρίνουμε από τα ελάχιστα που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, ίσως και να είναι... πολύ δύσκολο.
Είτε γιατί οι Έλληνες πολιτικοί δεν έχουν συναίσθηση της βαθύτερης σημασίας που έχει για την οικονομία η εγχώρια παραγωγή, είτε διότι έχουν συνηθίσει να ασχολούνται με τις βιομηχανικές μονάδες της χώρας μόνον όταν οι τελευταίες κινδυνεύουν να βάλουν λουκέτο, αφήνοντας «στον δρόμο» πολυάριθμους εργαζομένους.
Είτε, γιατί να το κρύψουμε αυτό, διότι η ίδια η ελληνική επιχειρηματική κουλτούρα περιστράφηκε μετά την έλευση του ευρώ γύρω από τους πιο «εύκολους» -και συγκυριακά κερδοφόρους- τομείς της παροχής υπηρεσιών, προς την εγχώρια κατανάλωση.
Η πρακτική όμως αυτή επιβάλλεται να αλλάξει. Αυτή είναι η βαθύτερη ουσία της περιβόητης «αλλαγής μοντέλου», από μια οικονομία που στηρίζεται στην κατανάλωση σε μια οικονομία που θα στηρίζεται όσο το δυνατόν περισσότερο στην παραγωγή και στις εξαγωγές.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η σημερινή κυβέρνηση έχει υποχρέωση να προχωρήσει τολμηρά προς αυτή την κατεύθυνση, προκειμένου να υλοποιήσει και την πρόσφατη ρήση του πρωθυπουργού ότι «δεν υπάρχει πιο αριστερή πολιτική από το να δημιουργείς θέσεις εργασίας».
Θα μπορέσει να το κάνει; Θα μπορέσει να ξεπεράσει ανεπάρκειες, ιδεοληψίες αλλά και εγγενείς αδυναμίες της νοοτροπίας του «κρατισμού», που διακρίνει εδώ και δεκαετίες τον μηχανισμό του Δημοσίου; Αυτό ίσως είναι το μεγάλο αναπτυξιακό ερώτημα για την ερχόμενη χρονιά.
Το σίγουρο όμως είναι ότι αν δεν το κάνει, η κρίση δεν πρόκειται να τελειώσει. Και η όποια ανάκαμψη, ενδεχόμενο διόλου απίθανο δεδομένων των τρομερών πιέσεων που έχουν ασκηθεί στο «ελατήριο» της οικονομίας, θα αποδειχτεί προσωρινή.
ΥΓ: Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι η κριτική αρκετών από τους αναγνώστες θα εστιαστεί στο γεγονός ότι η Ελλάδα "δεν μπορεί να γίνει Γερμανία". Ορθό, αλλά δεν χρειάζεται να γίνει Γερμανία και να πρωταγωνιστήσει στη λεγόμενη "βαριά βιομηχανία". Αρκεί να αποκτήσει μεγαλύτερη αυτάρκεια και περισσότερα διεθνώς εξαγώγιμα αγαθά, σε σχέση με τα ελάχιστα που σήμερα διαθέτει, για να δούμε σοβαρές θετικές επιπτώσεις στην οικονομία.