Η αποδοχή εκ μέρους των κοινωνικών εταίρων μιας μικρής αύξησης στις εργοδοτικές εισφορές, προκειμένου να προστατευθούν οι συντάξεις, αποτελεί μια νίκη της συναίνεσης αλλά και της κοινής λογικής, σε μια κρίσιμη περίοδο για τη χώρα.
Προφανώς, η αύξηση των εισφορών αποτελεί ένα ακόμη πλήγμα για τις ελληνικές επιχειρήσεις που προσπαθούν να επιβιώσουν σε ένα εξαιρετικά δύσκολο περιβάλλον, καμία αμφιβολία δεν πρέπει να υπάρχει για τούτο.
Ωστόσο οι επιχειρήσεις δεν λειτουργούν «εν κενώ». Είναι κι αυτές κομμάτι της κοινωνίας κι επηρεάζονται απ' όσα συμβαίνουν σε αυτή. Σε αυτό το πλαίσιο, η «θυσία» αυτή επιφέρει άλλα, έμμεσα, θετικά αποτελέσματα. Υποβοηθά τη χώρα να περάσει την κρίσιμη πρώτη αξιολόγηση, δείχνει στην κοινωνία ότι οι εργοδότες είναι πρόθυμοι να αναλάβουν μερίδιο βάρους και περιορίζει την αβεβαιότητα. Στα θετικά θα πρέπει να προσμετρηθεί και η υπόσχεση που πήραν για συνεργασία με την κυβέρνηση, προκειμένου να δοθούν κίνητρα για επενδύσεις και ανάπτυξη.
Το γεγονός ότι η κίνηση των μεγάλων εργοδοτικών οργανώσεων να αποδεχτούν αυτή την επιβάρυνση επέφερε αντιδράσεις, από πλευράς ορισμένων μικρότερων εργοδοτικών οργανώσεων και επιμελητηρίων, φαίνεται να σχετίζεται περισσότερο με τα πολιτικά απόνερα αυτής της -αιφνιδιαστικής ομολογουμένως- εξέλιξης, όπως και με προσωπικές έριδες και φιλοδοξίες ορισμένων παραγόντων, παρά με οτιδήποτε άλλο.
Διότι πράγματι, η «ευρωπαϊκή αντιπολίτευση» αποδείχτηκε βασιλικότερη του βασιλέως στο συγκεκριμένο θέμα -και κατά συνέπεια εξετέθη. Ίσως διότι οι εκπρόσωποί της δεν προέβλεψαν ότι στον επιχειρηματικό κόσμο, πρώτο μέλημα είναι να λειτουργεί η οικονομία και να υπάρχει σταθερότητα, κι όχι το αν θα ασκείται «σκληρή αντιπολίτευση» με σκοπό την επανάκτηση της εξουσίας.
Αυτό είναι πρώτο μέλημα μόνο των πολιτικών.
Η στάση λοιπόν του κ. Φέσσα (ΣΕΒ), του κ. Ανδρεάδη (ΣΕΤΕ), του κ. Κορκίδη (ΕΣΕΕ) και του κ. Καββαθά (ΓΣΕΒΕΕ) στη συνάντησή τους με τον πρωθυπουργό απέδειξε ότι ο επιχειρηματικός κόσμος, στα ανώτατα επίπεδα των οργανώσεών του, εξακολουθεί να διαθέτει «κοινή λογική». Στάθμισε το κόστος, το ρίσκο, το εν δυνάμει όφελος και με αυτά τα κριτήρια αποφάσισε να αποδεχτεί την αύξηση των εισφορών.
Το ενδιαφέρον συγκυριακά είναι ότι μόλις χθες ο νέος πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρθηκε σε αυτό το χαρακτηριστικό, λέγοντας: «Η ΝΔ είναι η μεγάλη κεντροδεξιά παράταξη που θα εκφράζει πολίτες κοινής λογικής απέναντι στον λαϊκισμό».
Ο κ. Μητσοτάκης είναι πράγματι ένας πολιτικός ήπιων τόνων και συγκεκριμένων επιχειρημάτων, είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κάποιος μαζί του. Το προσωπικό του προφίλ μόνο λαϊκιστικό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, τουλάχιστον έως τώρα.
Εφεξής όμως, είναι πρόεδρος της Ν.Δ. Κι αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να συγκεράσει τις φιλελεύθερες, τεχνοκρατικές ιδέες του, με τις απόψεις της λαϊκής δεξιάς που αποτελεί πολύ σημαντικό μέρος του κόμματος, τόσο στη βάση, όσο και στην ιεραρχία του.
Αναμφίβολα δεν πρόκειται για εύκολη «άσκηση», ιδίως όταν οι διασπαστικές τάσεις στη δεξιά πτέρυγα του κόμματος είναι υπαρκτές εδώ και αρκετό καιρό.
Θα μπορέσει μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο κ. Μητσοτάκης να εκφράσει μια ουσιαστική «ευρωπαϊκή» αντιπολίτευση που δεν θα λαϊκίζει, αλλά θα συναινεί όπου το απαιτεί η «κοινή» και όχι η μικροκομματική πολιτική λογική, πιέζοντας ταυτόχρονα για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις;