Πολύς λόγος έγινε το τελευταίο διάστημα για τις δηλώσεις Βαρουφάκη, περί εναλλακτικού σχεδίου Β ή Χ στην περίπτωση μιας εξόδου από το ευρώ.
Πραγματικά δεν μπορώ να αντιληφθώ την κριτική στην ύπαρξη ενός εναλλακτικού σχεδίου, παρότι μπορώ να αντιληφθώ πλήρως την πολιτική κριτική που ασκείται στο πρόσωπο και στις διαπραγματευτικές πράξεις και παραλήψεις του ίδιου του Βαρουφάκη.
Ένα εναλλακτικό σχέδιο θα έπρεπε να υπάρχει, χωρίς βεβαίως να… διαφημίζεται, μακριά από τη δημοσιότητα, εδώ και πολλά χρόνια!
Κι ο λόγος είναι απλός. Σύμφωνα με τις απόψεις των περισσοτέρων, για να μην πω όλων των έγκυρων διεθνών αναλυτών, σύμφωνα ακόμη και με τις απόψεις πολλών πολιτικών στελεχών από κράτη-μέλη της ίδιας της Ευρωζώνης, το συγκεκριμένο πολιτικοοικονομικό εγχείρημα πάσχει «εκ γενετής» από σοβαρές τεχνικές και πολιτικές ατέλειες.
Κι ακριβώς όπως η οικονομική κρίση έφερε στην επιφάνεια τις σοβαρές αυτές ατέλειες στον οικονομικό τομέα, έτσι τώρα το προσφυγικό και η απειλή των τζιχαντιστών φέρνει στην επιφάνεια μια ακόμη πιο σοβαρή πτυχή, την πλήρη έλλειψη κοινής πολιτικής σε θέματα εξωτερικών, άμυνας και ασφάλειας.
Μόνο και μόνο οι δηλώσεις κορυφαίων στελεχών της ΕΕ, όπως ο κ. Τουσκ, ότι μέσα στους επόμενους 2 μήνες ενδέχεται να κριθεί η επιβίωση της συνθήκης Σένγκεν, δείχνει την κρισιμότητα της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί, ενώ οι κινήσεις διαφόρων μεμονωμένων κρατών που θέλουν να απαρνηθούν το βάρος που τους αναλογεί στο θέμα των προσφύγων δείχνει κάτι ακόμη πιο σημαντικό: οι έννοιες της «κοινής ευρωπαϊκής συνείδησης» και της αλληλεγγύης απέχουν πολύ από το να είναι κυρίαρχες σε πληθώρα κρατών-μελών της Ένωσης.
Προσωπικά, θα ήθελα πολύ να δω στο μέλλον να αναδύονται οι «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης», δηλαδή μια πολύ πιο σφικτή πολιτικοοικονομική ένωση χωρών και μια πραγματική ενιαία αγορά, με ένα ισχυρό ευρωπαϊκό κοινοβούλιο που θα λαμβάνει εκείνο τις αποφάσεις δημοκρατικά. Μια ένωση ικανή να αντεπεξέλθει ανταγωνιστικά σε έναν κόσμο στον οποίο πλέον πρωταγωνιστούν, ούτως ή άλλως, αχανείς ενιαίες αγορές, όπως των ΗΠΑ, της Κίνας, σταδιακά και άλλων μεγάλων χωρών όπως η Ινδία και γιατί όχι η Βραζιλία.
Οποιαδήποτε άλλη εξέλιξη εκτιμώ ότι θα αποβεί μακροχρόνια εις βάρος όχι μόνον της Ευρώπης συνολικά αλλά και όλων των επιμέρους κρατών της.
Πέρα από τις όποιες προσδοκίες και εκτιμήσεις όμως, η άσκηση κρατικής πολιτικής προϋποθέτει ρεαλιστικό σχεδιασμό και μελέτη όλων των πιθανών ενδεχομένων. Ουδείς για παράδειγμα μπορεί να αποκλείσει ότι ένα ενδεχόμενο Brexit, μια έξοδος δηλαδή της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν θα οδηγήσει τα μέλη του σκληρού πυρήνα, με επικεφαλής τη Γερμανία, σε έναν επανασχεδιασμό του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και ιδίως της Ευρωζώνης, με πιο «κλειστά» πρότυπα, προκειμένου να επιταχυνθεί μια αποτελεσματική ενοποίηση.
Δηλαδή με τη συμμετοχή μόνον εκείνων των κρατών που είναι πολύ πιο κοντά όχι μόνο από πλευράς οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και σε κουλτούρα, αντιλήψεις και παραστάσεις, ακόμη και από πλευράς γεωπολιτικών συμφερόντων και επιδιώξεων.
Πολλά αντίστοιχα σενάρια θα μπορούσαν να προκύψουν στην πραγματικότητα, όπως το ενδεχόμενο μιας διάσπασης στη γραμμή Βορρά-Νότου, ή ακόμη και η εγκατάλειψη του ίδιου του εγχειρήματος της Ευρωζώνης, παρά τους κινδύνους που εγκυμονεί και παρά το τεράστιο πολιτικό και οικονομικό κεφάλαιο που έχει ήδη αναλωθεί για την εγκαθίδρυση και την ενίσχυσή της.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο πιο ισχυρός «κρίκος» της Ευρωζώνης, η Γερμανία, μπορεί να ωφελήθηκε τα μέγιστα από το ευρώ (πάντα τα μεγαλύτερα οφέλη από μια νομισματική ένωση τα έχει εκείνος που διαθέτει το πιο ισχυρό νόμισμα, καθώς ενισχύει μέσω του λιγότερο ισχυρού κοινού νομίσματος την ανταγωνιστικότητά του), τώρα όμως καλείται ποικιλοτρόπως να πληρώσει «τη νύφη».
Κι αν τα δάνεια κάποιων δεκάδων δισεκατομμυρίων για τις χώρες του Νότου ήταν -και είναι- ένα ενοχλητικό αγκάθι, οι συνέπειες του προσφυγικού, οι έντονες αντιδράσεις που αυτό προκαλεί στη γερμανική κοινωνία κι ακόμη περισσότερο, οι πιθανότητες άμεσης εμπλοκής στο γεωπολιτικό ναρκοπέδιο της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής (λόγω των τζιχαντιστών), αποτελούν ογκόλιθους που ίσως κάνουν τη Γερμανία να αναθεωρήσει σκοπιμότητες και να απαρνηθεί οικονομικά οφέλη δεκαετιών.
Κατά την άποψή μου, δεν χωρά αμφιβολία πως ειδικά με το σημερινό γεωπολιτικό καθεστώς, είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας να παραμείνει στην Ευρωζώνη για λόγους κοινωνικούς, οικονομικούς, γεωπολιτικούς, ακόμη και πολιτισμικούς. Για αυτό και στο προσεχές διάστημα θα πρέπει να γίνουν πολύ συνετοί και προσεκτικοί χειρισμοί, εκ μέρους όχι μόνον της κυβέρνησης αλλά και της «ευρωπαϊκής» αντιπολίτευσης.
Οι καιροί είναι εξαιρετικά επικίνδυνοι. Η Ευρωζώνη ενδέχεται μέσα από αυτές τις υπαρξιακές απειλές να οδηγηθεί σε μια πολύ πιο συγκροτημένη και αποτελεσματική δομή. Ενδέχεται όμως και να μην αντέξει, ή να μετασχηματιστεί με τρόπο που θα αποκλείει ορισμένους από τους σημερινούς συμμετέχοντες.
Που σημαίνει, ότι θα πρέπει να υπάρχει -χωρίς ασφαλώς να φωτίζεται από τους προβολείς της δημοσιότητας- ένα εναλλακτικό σχέδιο. Είτε για την περίπτωση που κάποιοι επιδιώξουν την έξοδο της Ελλάδας, ή και μιας ευρύτερης ομάδας κρατών, για δικούς τους λόγους, που αυτή τη φορά ίσως δεν θα είναι πρωτίστως οικονομικοί, είτε και για την περίπτωση που η ίδια η Ευρωζώνη υποχρεωθεί σε διάλυση ή σημαντική συρρίκνωση, εξαιτίας των εγγενών αδυναμιών της.
Αυτό θα έκανε το οποιοδήποτε σοβαρό κράτος, αυτό άλλωστε κάνει και οποιαδήποτε σοβαρή και καλά οργανωμένη επιχείρηση.
Λαμβάνει υπόψη της όλα τα πιθανά ενδεχόμενα και προετοιμάζεται γι' αυτά.