Όλοι φαίνεται να συμφωνούν ότι η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής ή εκπεφρασμένα με πιο κομψό τρόπο, «η διεύρυνση της φορολογικής βάσης», αποτελεί βασικό προαπαιτούμενο για την επιτυχία του ελληνικού προγράμματος αλλά και τη δικαιότερη κατανομή των βαρών, προς όφελος της κοινωνίας και της οικονομίας.
Ενδεικτικά αξίζει να σημειωθούν:
-Οι δηλώσεις του υπουργού Οικονομίας Ευκλείδη Τσακαλώτου, ότι «στην Ελλάδα πρακτικά νομιμοποιήθηκε η φοροδιαφυγή» και ότι τώρα η καταπολέμησή της αποτελεί θέμα επιβίωσης για την κυβέρνηση.
-Η αναφορά του Τόμσεν (ΔΝΤ) ότι «η κατά πολύ περιορισμένη επιτυχία στην καταπολέμηση της περιβόητης φοροδιαφυγής στην Ελλάδα -για να πληρώσουν οι ευκατάστατοι το δίκαιο μερίδιό τους- σημαίνει ότι οι μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό δεν μπορούν να αποφευχθούν, κάνοντας απλά υποθέσεις ότι θα γίνουν υψηλότερες εισπράξεις φόρων στο μέλλον».
-Οι τελευταίες δηλώσεις του προέδρου του ΣΕΒ, σύμφωνα με τις οποίες «σήμερα το 42% των εσόδων από τον φόρο εισοδήματος πληρώνεται από το 3% των φορολογουμένων.
Η φοροδοτική ικανότητα όσων συστηματικά στηρίζουν τα δημόσια έσοδα έχει εξαντληθεί. Γι' αυτό και η κάλυψη του όποιου δημοσιονομικού κενού δεν μπορεί να έρθει από ένα νέο φορολογικό στραγγαλισμό της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Θα πρέπει να επιτευχθεί μέσα από την πραγματική διεύρυνση της φορολογικής βάσης και την καθολική εφαρμογή των ηλεκτρονικών συναλλαγών και της ηλεκτρονικής τιμολόγησης».
Αν όμως όλοι εστιάζουν στη διεύρυνση της φορολογική βάσης, απλούστερα στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, κι αν όπως υποτίθεται αυτό συμβαίνει εδώ και πολύ καιρό, τότε γιατί ακόμη και σήμερα υφίσταται η ίδια κατάσταση;
Ποιοι είναι οι αόρατοι προστάτες της φοροδιαφυγής;
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι το θέμα αφορά πρώτους απ' όλους στους άμεσα κερδισμένους από αυτή την πρακτική, δηλαδή εκείνους που φοροδιαφεύγουν. Κι όπως προκύπτει από τα στοιχεία, τόσο σήμερα, όσο και παλαιότερα, ο κύριος όγκος της φοροδιαφυγής προέρχεται από τη δραστηριότητα μικροεπιχειρηματιών, ελεύθερων επαγγελματιών και αγροτών.
Επί του προκειμένου, χαρακτηριστική είναι η αντίδραση ορισμένων επαγγελματικών τάξεων στην υποχρεωτική χρήση πιστωτικών καρτών, όπως για παράδειγμα συνέβη με τα συνδικαλιστικά όργανα των εμπόρων στα νησιά, εκπρόσωποι των οποίων έφτασαν να ζητούν «μεταβατικό διάστημα 18 μηνών», με τη δικαιολογία ότι τα μέλη τους δεν ήταν αρκετά «τεχνολογικά καταρτισμένα» για να βάλουν τα σχετικά μηχανήματα!
Στους πιθανούς «υπόπτους» μπορεί κάλλιστα να προστεθούν όσοι κερδίζουν έμμεσα από το μέγεθος της φοροδιαφυγής, είτε γιατί υποθάλπει τη συναλλαγή μεταξύ κρατικού υπαλλήλου και φοροφυγά, είτε γιατί αποτελεί επικερδή… «συμβουλευτική» δραστηριότητα.
Όπως επίσης δεν μπορεί να αγνοηθεί και η πολιτική διάσταση του θέματος, καθώς ιδίως στα χρόνια της κρίσης, οι κυβερνήσεις γνωρίζουν ότι η φοροδιαφυγή έχει μετατραπεί σε προϋπόθεση επιβίωσης σημαντικού αριθμού αυτοαπασχολουμένων, που σε άλλη περίπτωση είτε θα βγουν στην ανεργία, είτε θα εργαστούν ως μισθωτοί, είτε θα υποχρεωθούν να αλλάξουν αντικείμενο.
Τέλος, δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποσιωπηθεί το γεγονός ότι εμμέσως τη φοροδιαφυγή υποθάλπουν ακούσια ή εκούσια και όσοι αποδέχονται την παροχή προϊόντων ή υπηρεσιών χωρίς απόδειξη, ακόμη κι αν οι ίδιοι δηλώνουν τα εισοδήματά τους, για να μειώσουν το έξοδο.
Όσο ισχυροί κι αν είναι όμως αθροιστικά οι έμμεσοι και άμεσοι προστάτες της φοροδιαφυγής, οι αριθμοί δείχνουν αφενός ότι η υπερφορολόγηση όσων δηλώνουν αξιοπρεπή εισοδήματα δεν μπορεί να συνεχιστεί, κι αφετέρου, ότι όσο συνεχίζεται, τόσο ενισχύεται η φοροδιαφυγή.
Η φοροδιαφυγή ενισχύεται από τους ολοένα και υψηλότερους συντελεστές, κι όχι μόνον επειδή όσο αυξάνουν οι συντελεστές, τόσο μεγαλύτερο είναι το κίνητρο εκείνου που φοροδιαφεύγει.
Μεγαλύτερο κίνητρο έχει και ο πολίτης που αποδέχεται τη συναλλαγή για λόγους κόστους. Στην περίπτωσή του δε, ιδίως αν πρόκειται για νόμιμο κατά τα λοιπά φορολογούμενο, οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές επιδρούν και με άλλο τρόπο. Μειώνουν το διαθέσιμο εισόδημά του, καθιστώντας τον ολοένα και πιο ευάλωτο στο «χωρίς απόδειξη».
Πρόκειται για μια κατάσταση που δεν μπορεί να συνεχιστεί, για τον απλούστατο λόγο ότι έχει ξεπεράσει τα όρια οποιασδήποτε έννοιας «ορθής φορολόγησης» των ειλικρινών φορολογουμένων. Αν επαληθευθούν όσα ακούγονται, πολύ σύντομα πολίτες με εισοδήματα που ουδόλως τους κατατάσσουν στον μεγάλο πλούτο, θα έχουν φορολογική επιβάρυνση που μαζί με την έκτακτη εισφορά θα φτάνει το… 60% του συνολικού τους εισοδήματος, χωρίς να υπολογίζεται ο ΕΝΦΙΑ και οι έμμεσες επιβαρύνσεις.
Το ερώτημα συνεπώς είναι τι μπορεί να γίνει.
Άνθρωποι με βαθιά γνώση των θεμάτων σημειώνουν ότι αυτή η περίοδος, με τα capital controls, αποτελεί χρυσή ευκαιρία για την υιοθέτηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών στον μέγιστο βαθμό, ότι θα πρέπει να θεσπιστούν εξαιρετικά υψηλές ποινές για τη φοροδιαφυγή, ότι θα πρέπει να επανεξεταστεί με πολύ σοβαρή μελέτη το θέμα των τεκμηρίων.
Δεν είναι επίσης λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να αλλάξει «δομικά» και η φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων, με τρόπο που να δίνει πραγματικά κίνητρα για τη συλλογή αποδείξεων, δηλαδή μέσω μεγάλης αύξησης των φορολογικών συντελεστών, που θα συνοδεύεται όμως από υψηλό αφορολόγητο συνδεδεμένο με τις αποδεδειγμένες δαπάνες.
Σε κάθε περίπτωση, είναι απολύτως αναγκαίο να αλλάξει ριζικά αυτό το «μαύρο τοπίο». Το αν υπάρχει στους κόλπους της κυβέρνησης η απαραίτητη τεχνογνωσία, δεν είναι βέβαιο. Ακόμη όμως κι αν δεν υπάρχει, είναι βέβαιο ότι μπορεί να βρεθεί στο εξωτερικό.
Το βασικό ζητούμενο είναι να υπάρξει, επιτέλους, η πολιτική βούληση.